Τα πραγματικά προβλήματα με το ΝΑΤΟ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα πραγματικά προβλήματα με το ΝΑΤΟ

Τι καταλαβαίνει σωστά ο Trump και τι λανθασμένα
Περίληψη: 

Το ΝΑΤΟ χρειάζεται μεταρρύθμιση. Η συνταγή της Ουάσινγκτον για το τι πρέπει να γίνει, όμως, που συνίσταται σε μεγάλο βαθμό στο να κάνει τους Ευρωπαίους να τηρήσουν επακριβώς τους στόχους για τις αμυντικές δαπάνες, είναι παρόμοια με τις εμμονές των παλιών Σοβιετικών οικονομικών σχεδιαστών: Ασχολούνται με τις εισροές παρά με τις εκροές.

Ο JONATHAN EYAL είναι αναπληρωτής διευθυντής στο Βασιλικό Ινστιτούτο Ηνωμένων Υπηρεσιών για Σπουδές Άμυνας και Ασφάλειας, στο Λονδίνο.

Στις 17 έως 19 Φεβρουαρίου, οι ηγέτες του ΝΑΤΟ συγκεντρώθηκαν κατά την ετήσια Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου για να επαναβεβαιώσουν τις δεσμεύσεις τους στην κοινή άμυνα. Για τους Ευρωπαίους, η διάσκεψη παρείχε την πρώτη κοντινή ματιά στην αμυντική πολιτική του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ [1], ο οποίος είχε προηγουμένως απορρίψει το ΝΑΤΟ ως «παρωχημένο» [2] και είχε εκφράσει αμφιβολία για το ότι το μέλλον της ΕΕ «έχει μεγάλη σημασία για τις Ηνωμένες Πολιτείες». Η σύνοδος επίσης έγινε λίγο αφότου ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, James Mattis, είπε στους Ευρωπαίους ηγέτες [3] ότι «οι Αμερικανοί δεν μπορεί να ενδιαφέρονται περισσότερο για την ασφάλεια των παιδιών σας από όσο εσείς».

Παρά την τεταμένη ατμόσφαιρα, τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι Ευρωπαίοι επέδειξαν την καλύτερη συμπεριφορά τους στο Μόναχο: Ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Mike Pence, επανέλαβε την δέσμευση της Ουάσινγκτον να «σταθεί με την Ευρώπη σήμερα, και κάθε μέρα», και ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Jens Stoltenberg [4], επανέλαβε την ρήση ότι «η Ευρώπη χρειάζεται την Βόρεια Αμερική, και η Βόρεια Αμερική χρειάζεται την Ευρώπη». Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι, παρά την ανανέωση των όρκων, οι διατλαντικές σχέσεις αντιμετωπίζουν την μεγαλύτερη πρόκλησή τους εδώ και δεκαετίες, με μια αναδυόμενη Ρωσία στα ανατολικά, μια Ευρωπαϊκή Ένωση που υποβάλλεται στην μεγαλύτερη εσωτερική κρίση των τελευταίων δεκαετιών, καθώς και μια κυβέρνηση των ΗΠΑ που είναι προφανώς ανυπόμονη με τον παρασιτισμό των συμμάχων της.

Το ΝΑΤΟ χρειάζεται μεταρρύθμιση [5]. Η συνταγή της Ουάσινγκτον για το τι πρέπει να γίνει, όμως, που συνίσταται σε μεγάλο βαθμό στο να κάνει τους Ευρωπαίους να τηρήσουν επακριβώς τους στόχους για τις αμυντικές δαπάνες, είναι παρόμοια με τις εμμονές των παλιών Σοβιετικών οικονομικών σχεδιαστών -ασχολούνται με τις εισροές παρά με τις εκροές. Ως αποτέλεσμα, η εστίαση της διοίκησης του Τραμπ στην κατανομή των βαρών συσκοτίζει το πώς μπορεί πραγματικά να γίνει πιο αποτελεσματικό το ΝΑΤΟ, ενώ αναστέλλει την ανάπτυξη μιας πιο υγιούς αμερικανο-ευρωπαϊκής αμυντικής σχέση.

ΟΧΙ ΤΟΣΟ ΓΡΗΓΟΡΑ

Οι προσπάθειες των ΗΠΑ να ντροπιάσουν την Ευρώπη ώστε να ξοδεύει περισσότερα για την άμυνα [6] δεν είναι καθόλου νέες. Το 2011, ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας, Ρόμπερτ Γκέιτς, προειδοποίησε ότι το ΝΑΤΟ αντιμετωπίζει ένα «θλιβερό μέλλον συλλογικής στρατιωτικής ασχετοσύνης», εκτός εάν τα ευρωπαϊκά μέλη του αυξήσουν τις χρηματοδοτικές συνεισφορές τους. Τα παράπονα της διοίκησης Trump είναι λοιπόν σε μεγάλο βαθμό ακριβή -οι Ευρωπαίοι μπορούν και πρέπει να κάνουν περισσότερα για να στηρίξουν την διατλαντική συμμαχία. Το 2014, για παράδειγμα, τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ δεσμεύτηκαν να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες έως το 2% του ΑΕΠ τους μέχρι το 2024, αλλά μέχρι στιγμής μόνο η Εσθονία, η Ελλάδα, η Πολωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν φτάσει σε αυτό το όριο.

Όμως, αν και τα αιτήματα για μεγαλύτερη κατανομή των βαρών προσδιορίζουν ένα πραγματικό πρόβλημα, μπορούν επίσης να οδηγήσουν σε μια στείρα συζήτηση που δεν κάνει τελικά τίποτα άλλο παρά να απογοητεύει τους αμυντικούς σχεδιαστές και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Οι Ευρωπαίοι, για παράδειγμα, κάνουν ήδη περισσότερα. Τα νέα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, η Πολωνία και η Ρουμανία, προχώρησαν στην αύξηση των στρατιωτικών τους δαπανών κατά 3,5% και 7,5% αντίστοιχα, πετυχαίνοντας τους ταχύτερους ρυθμούς στην Ευρώπη. Πέρυσι, η Γερμανία και η Γαλλία υποσχέθηκαν επίσης πρόσθετα κεφάλαια -αμφότερες υποσχέθηκαν μια πιο μετριοπαθή συνολική αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά 5% από τώρα και μέχρι το 2019. Αλλά ακόμα και όταν τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν την απαραίτητη πολιτική βούληση, οι αμυντικοί τομείς τους συχνά δεν έχουν την ικανότητα να απορροφήσουν τόσα πολλά επιπλέον χρήματα σε σύντομο χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι το χρονικό διάστημα που απαιτείται για τα έργα προμηθειών σημαίνει ότι οι μεγαλύτερες οικονομικές εισροές θα χρειαστούν χρόνια προτού να μετατραπούν σε εκροές πραγματικών ικανοτήτων. Αυτό επιβάλλει έναν σοβαρό χρονικό περιορισμό στην αποκατάσταση του ευρωπαϊκού «ελλείμματος άμυνας», το οποίο η Ουάσιγκτον απλά αποτυγχάνει να εκτιμήσει.

Δείτε την Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης. Για να επιτευχθούν οι στόχοι των δαπανών του ΝΑΤΟ, το Βερολίνο θα πρέπει να αυξήσει τον ετήσιο αμυντικό προϋπολογισμό της χώρας στα 65,8 δισεκατομμύρια δολάρια, πολύ πάνω από τα 41,6 δισ. δολάρια ετησίως που σχεδιάζει επί του παρόντος να δαπανήσει [7] ως το 2020. Η οικοδόμηση μιας πολιτικής συναίνεσης για να εγκριθεί ένα τέτοιο γιγαντιαίο άλμα θα χρειαστεί χρόνο, όπως θα χρειαστεί και η δημιουργία της υποδομής που θα απορροφήσει μια τέτοια οικονομική ανάπτυξη: Το γραφείο προμηθειών του γερμανικού Υπουργείου Άμυνας, για παράδειγμα [8], έχει σήμερα έλλειμμα περίπου 1.400 εργαζομένων.

Ακόμη και αν μπορούσαν να εγκριθούν οι πόροι, όμως, δεν είναι τόσο ο όγκος των δαπανών που έχει σημασία όσο το πώς δαπανώνται τα χρήματα. Σύμφωνα με την ίδια συμφωνία που επιβάλλει τον κανόνα των δαπανών στο 2%, τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ υποτίθεται ότι αφιερώνουν το 20% των στρατιωτικών προϋπολογισμών τους κάθε χρόνο για την αγορά νέων όπλων, αλλά κατά μέσο όρο ξοδεύουν μόνο το 11%. Η Ελλάδα, για παράδειγμα, πετυχαίνει τον στόχο του 2% του ΑΕΠ, αλλά ξοδεύει τα περισσότερα από αυτά τα χρήματα σε συντήρηση, μισθούς και συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις, αντί για την οικοδόμηση μιας αποτελεσματικής δύναμης μάχης. Με λίγα λόγια, το χτύπημα του χεριού στα τραπέζια των συσκέψεων με μια εμμονή στην αύξηση των εισροών δεν πρόκειται να επιταχύνει τον στρατιωτικό μετασχηματισμό της Ευρώπης. Αυτό που χρειάζονται η Ευρώπη και η Αμερική, μάλλον, είναι μια ευρύτερη και πιο ώριμη προσέγγιση για την κατανομή των βαρών.

03032017-1.jpg