Οικοδομώντας το Έθνος | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οικοδομώντας το Έθνος

Ομοεθνείς, Πρόσφυγες, Μειονότητες

Οι άνθρωποι δεν γεννιούνται με αποκρυσταλλωμένη εθνική συνείδηση, σημειώνει ο καθηγητής Χάρης Μυλωνάς στις πρώτες σελίδες του βιβλίου του «Οικοδομώντας το έθνος». Αντίστοιχα, η συγκρότηση ομοιογενών εθνικών κρατών δεν αποτελεί με κάποιο μαγικό τρόπο την φυσική εξέλιξη στην ιστορία του κυρίαρχου έθνους τους, δηλαδή της «επικρατούσας ομάδας», κατά την ορολογία του Μυλωνά: Του συνόλου των κατοίκων τους που ενώνονται μεταξύ τους με διάφορους δεσμούς, μπορεί να αποτελούν την πλειονότητα με δημογραφικούς όρους αλλά ακόμη κι αν δεν συμβαίνει αυτό, είναι η ομάδα που εκπροσωπείται από τις κρατικές κυβερνητικές ελίτ. Με σημείο αναφοράς την επικρατούσα ομάδα ορίζονται, όπως είναι φυσικό, οι «μη επικρατούσες εθνοτικές ομάδες» που κατοικούν στις επικράτειές τους και οι οποίες είθισται να αποκαλούνται γενικά μειονότητες.

Ωστόσο, η έννοια «μη επικρατούσα ομάδα» που χρησιμοποιεί ο Μυλωνάς, είναι ασύγκριτα ευρύτερη και περιγράφει μια κατηγορία ομάδων που διαφέρουν σημαντικά ακόμη και μεταξύ τους σύμφωνα με τη λογική των κυβερνώντων στα κράτη όπου κατοικούν. Είναι πιθανό να είναι πολυάριθμες ή ολιγάριθμες, να έχουν σημαντικές πολιτισμικές διαφορές ή ακόμη και κάποιες ομοιότητες με την επικρατούσα ομάδα, μπορεί να συγκεντρώνονται σε αστικές περιοχές, σε επαρχίες ή να είναι διασκορπισμένες, να υποστηρίζονται από συμμάχους ή εχθρούς του κράτους στο οποίο ζουν, είτε να μην διαθέτουν εξωτερικούς υποστηρικτές, να έχουν ή να μην έχουν μια δική τους πατρίδα (εθνικό κέντρο) στο εξωτερικό, να προβάλλουν δυναμικά τα αιτήματά τους ή και να μην έχουν ιδιαίτερες απαιτήσεις.

Αυτά είναι τα κυριότερα γνωρίσματά τους με βάση τα οποία ο Μυλωνάς ελέγχει την θεωρία του στην βάση δεδομένων που κατήρτισε για τις ενενήντα μη επικρατούσες ομάδες τις οποίες εντοπίζει στα Βαλκάνια αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο –στο κρίσιμο στάδιο της διάλυσης της λεγόμενης «ευρωπαϊκής Τουρκίας» και της ανάδυσης νέων εθνικών κρατών. Σε αυτό το σημείο του βιβλίου χρησιμοποιεί την στατιστική ανάλυση, που επιβεβαιώνει την προβαλλόμενη θεωρία του στο 81% των περιπτώσεων. Το ποσοστό είναι αναμφίβολα υψηλό. Ωστόσο, ο Μυλωνάς δεν αδιαφορεί για τις περιπτώσεις που αποκλίνουν από την θεωρία του: Σε αυτές αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο, εστιάζοντας την προσοχή του στο «ειδικό», το «απρόβλεπτο» ή το «απροσδόκητο». Άλλωστε, ο απώτερος στόχος του είναι, όπως διευκρινίζει, να εξηγήσει γιατί και υπό ποιες συνθήκες οι ιθύνοντες των κρατών εφαρμόζουν διαφορετικές πολιτικές απέναντι στις μη επικρατούσες ομάδες τους ή μπορεί και να αλλάζουν την πολιτική που είχαν εφαρμόσει αρχικά –και για να το πετύχει αυτό ενδιαφέρεται όχι μόνο για τις περιπτώσεις που μπορεί να εξηγήσει επιτυχώς η θεωρία του αλλά και για τις άλλες, τις αποκλίνουσες.

Η σπουδαιότερη συμβολή του Μυλωνά στην διεπιστημονική συζήτηση είναι η ανάδειξη των περίπλοκων διαστάσεων της ιστορικής πραγματικότητας σε ένα βιβλίο που στηρίζεται στην μεθοδολογία της πολιτικής επιστήμης αλλά παράλληλα παρουσιάζει ξεκάθαρα τα βασικά «εργαλεία» της για να απευθυνθεί τόσο στους ιστορικούς όσο και στους θεράποντες των άλλων επιστημών της κοινωνίας και του ανθρώπου. Ειδικά το «παράρτημα μεθοδολογίας» που περιλαμβάνεται στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, μπορεί να θεωρηθεί μια ενδιαφέρουσα «απολογία» του πολιτικού επιστήμονα και συνάμα ένας «οδηγός» που παραθέτει τους τρόπους με τους οποίους αντιμετωπίζονται από την σκοπιά της πολιτικής επιστήμης αρκετά από τα προβλήματα που απασχολούν τόσο τους ιστορικούς όσο και τους άλλους κοινωνικούς επιστήμονες.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΟΡΩΝ: ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ, ΟΜΟΕΘΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Πριν ακόμη προσπαθήσει να εξηγήσει την περίπλοκη διαδικασία μέσω της οποίας τα κράτη επιλέγουν την πολιτική που, κατά την κρίση των κυβερνητικών τους ελίτ, αρμόζει σε κάθε μη επικρατούσα ομάδα της επικράτειάς τους, ο Μυλωνάς παρεμβαίνει εξίσου δυναμικά στην διεπιστημονική συζήτηση για την σημασία των όρων που αφορούν την ιδιότητα ή και ταυτότητα των διάφορων ομάδων. Δίνει έτσι έμφαση στον ρόλο αυτών που πρωταγωνιστούν στις πολλαπλές κατηγοριοποιήσεις τους: Και αυτοί είναι οι ιθύνοντες του κράτους στο οποίο κατοικεί μια μη επικρατούσα ομάδα αλλά και της εξωτερικής δύναμης που επιλέγει να προσφέρει την υποστήριξή της στην ίδια ομάδα.

Με απλά λόγια, η αναγνώριση κάποιων ομάδων ως μειονοτήτων σε αντιδιαστολή προς την αφομοίωση ή τον αποκλεισμό άλλων, αποτελούν τις εναλλακτικές δυνατότητες στο πλαίσιο μιας κατεξοχήν πολιτικής διεργασίας. Πρόκειται για την «εξαρτημένη μεταβλητή της επιλογής», την οποία εισάγει ο Μυλωνάς. Όπως εξηγεί, οι κρατικές ελίτ «μπορούν να επιλέξουν ανάμεσα σε τρεις πολιτικές εθνοποίησης», προκειμένου να πετύχουν την ταύτιση των ορίων του κράτους και του κυρίαρχου έθνους τους. Σε κάποιες μη επικρατούσες ομάδες παραχωρούν μειονοτικά δικαιώματα, διαμορφώνοντας το νομικό και θεσμικό πλαίσιο που αναπαράγει ορισμένες από τις ιδιαιτερότητες τους. Έτσι, δημιουργούνται μειονότητες. Για άλλες ομάδες επιλέγουν την αφομοίωση, διαδίδοντας στα μέλη τους την κρατούσα κουλτούρα και εθνική ταυτότητα μέσω της εκπαίδευσης, του στρατού ή άλλων κρατικών μηχανισμών. Ως αποτέλεσμα, οι μη επικρατούσες ομάδες μετατρέπονται σε ομοεθνείς. Για άλλες ομάδες, τέλος, επιλέγουν πολιτικές αποκλεισμού με σκοπό να τις απομακρύνουν από τις επικράτειές τους, προωθώντας ανταλλαγές πληθυσμών, απελάσεις ή ακόμη και μαζικές εξοντώσεις. Σε αυτή την περίπτωση προκαλούνται εθνοκαθάρσεις και κύματα προσφύγων.

Υπό αυτό το πρίσμα ο συνδυασμός γεωπολιτικών παραμέτρων και προτεραιοτήτων εξωτερικής πολιτικής προσφέρει μια πρώτη απάντηση στο ερώτημα «πώς διαμορφώνονται οι πολιτικές εθνοποίησης;». Ένα κράτος, δηλαδή, μπορεί να επιλέγει ποια πολιτική θα εφαρμόσει απέναντι σε κάποια από τις μη επικρατούσες ομάδες του, αφού προηγουμένως εξετάσει εάν την υποστηρίζει ενεργά ή εάν εμπλέκεται στην κινητοποίησή της κάποια εξωτερική δύναμη. Στην περίπτωση που οι κυβερνητικές ελίτ πιστεύουν ότι υφίσταται εξωτερική χειραγώγηση, η πολιτική που θα επιλεχθεί διαφέρει αν τη δεδομένη εποχή ο εξωτερικός παράγοντας θεωρείται σύμμαχος ή εχθρός. Αλλά, πέρα από τις φιλικές ή εχθρικές σχέσεις των ενδιαφερόμενων κρατών, υπάρχουν αρκετοί άλλοι παράγοντες επιρροής: Π.χ. η ισχύς των κρατών, τα στρατηγικά συμφέροντά τους, οι διεθνείς συγκυρίες ή και οι συσχετισμοί δυνάμεων, καθώς επίσης οι αλλαγές που είναι πιθανό να παρατηρούνται στο ευρύτερο φάσμα των διεθνών σχέσεων. Αν εστιάσουμε την προσοχή μας και στην μη επικρατούσα ομάδα -στις περιπτώσεις, για παράδειγμα, που η ίδια η ομάδα παρακινεί (και συνεπώς επιλέγει) τον εξωτερικό προστάτη της είτε για να πετύχει τις επιδιώξεις της είτε για να εξασφαλίσει προστασία αν υφίσταται την σκληρή πολιτική του κράτους της κατοικίας της– οι ερμηνευτικές προοπτικές περιπλέκονται ακόμη περισσότερο.

Είναι φανερό, ωστόσο, ότι «τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μη επικρατουσών εθνοτικών ομάδων έχουν δευτερεύουσα σημασία» συγκριτικά με τις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στο κράτος στο οποίο κατοικούν αυτές οι ομάδες και τον εξωτερικό υποστηρικτή τους, συμπεραίνει ο Μυλωνάς. Η εξωτερική δύναμη επίσης δεν είναι απαραίτητο ότι ταυτίζεται με την πατρίδα/εθνικό κέντρο της μη επικρατούσας δύναμης που υποστηρίζει: Μπορεί να είναι ένα γειτονικό κράτος, μια μεγάλη δύναμη, ένα τμήμα μιας διασποράς ή να διατηρεί άλλο ρόλο, με την επίκληση του οποίου παρεμβαίνει υπέρ μιας μη επικρατούσας ομάδας.

Η ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ Η ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ: ΤΑ ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Η τύχη των Αρμενίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προσφέρει στον Μυλωνά ένα ιδιαίτερα προκλητικό «εμπειρικό ερώτημα»: Πώς εξηγείται το γεγονός ότι μέχρι το 1875 η οθωμανική διοίκηση παραχωρούσε στους Αρμενίους μειονοτικά δικαιώματα –για τα δεδομένα της εποχής– αλλά μετά την δεκαετία του 1890 επιδίωξε τον αποκλεισμό τους, προχωρώντας στην συνέχεια σε μαζικές εκτοπίσεις και στις αρχές του 20ού αιώνα στην γενοκτονία τους; Η απάντηση, όπως υποστηρίζει ο ίδιος, θα πρέπει να αναζητηθεί «στα μοτίβα εξωτερικών παρεμβάσεων και διακρατικών σχέσεων». Δεν είναι δηλαδή οι θρησκευτικές και πολιτισμικές διαφορές μεταξύ Αρμενίων και Τούρκων που προκάλεσαν την αλλαγή της εθνοποιητικής πολιτικής, αλλά τον καθοριστικό ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι οι οθωμανικές ελίτ πίστευαν ότι ένα τμήμα της αρμενικής κοινότητας ήταν υποστηριζόμενο από εξωτερικές δυνάμεις (την Ρωσία και την Γαλλία): Υπό αυτό το πρίσμα και σε συνάρτηση με τις μεταβολές στο εσωτερικό του οθωμανικού κράτους, κυρίως μετά το κίνημα των Νεότουρκων, και των γεωπολιτικών συνθηκών που επικρατούσαν, αναλύονται στην προκειμένη περίπτωση οι παρατηρούμενες «διακυμάνσεις» των εθνοποιητικών πολιτικών.

Από την άλλη πλευρά, γιατί τα περισσότερα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης παραχώρησαν στις εβραϊκές κοινότητές τους μειονοτικά δικαιώματα και δεν επιδίωξαν την αφομοίωσή τους μετά το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου; Για ποιους λόγους η Αλβανία δεν εφάρμοσε βίαιες πολιτικές αποκλεισμού απέναντι στις ελληνικές ομάδες της επικράτειάς της, παρά το γεγονός ότι διέθεταν την υποστήριξη της Ελλάδας αλλά προτίμησε να προβεί στην παραχώρηση –έστω και περιορισμένων– μειονοτικών δικαιωμάτων; Αυτές και ορισμένες άλλες περιπτώσεις, που αποκλίνουν από την θεωρία του Μυλωνά, τον αναγκάζουν να επικεντρωθεί σε μερικά καίρια μεθοδολογικά ζητήματα. Το πρώτο αφορά τον χρόνο, και ειδικότερα το χρονικό διάστημα στο οποίο ελέγχει τις υποθέσεις εργασίας του. Αποδεικνύοντας στο σημείο αυτό την εξοικείωσή του με την ιστορική επιστήμη και την θεωρία της ιστορικής περιοδολόγησης, παραδέχεται ότι δεν είναι εύκολο να αποφασίσει κανείς ποιο είναι το χρονικό διάστημα στο οποίο θα ήταν λογικό να αναμένει π.χ. την αφομοίωση κάποιων ομάδων. Τέτοιου είδους κατατμήσεις του χρόνου υπαγορεύονται από τα ενδιαφέροντα του ερευνητή που τις αποτολμά: Αν επιδιώκει να κατανοήσει τις προθέσεις των κυβερνώντων, η υπό εξέταση περίοδος λογικά συμπίπτει με το διάστημα του πολιτικού σχεδιασμού μετά από ένα κρίσιμο και συνταρακτικό γεγονός (π.χ. έναν πόλεμο). Αν πάλι επιθυμεί να παρακολουθήσει την επιτυχία της πολιτικής που εφαρμόζεται, τότε απαιτείται μεγαλύτερη περίοδος –μια ή περισσότερες δεκαετίες, είτε μια ή περισσότερες «γενιές». Απέναντι στους Εβραίους της Κωνσταντινούπολης, για παράδειγμα, οι τουρκικές κυβερνητικές ελίτ πράγματι εφάρμοσαν αφομοιωτικές πολιτικές, αλλά αργότερα –και πέρα από τα όρια της περιοδολόγησης που θέτει στο βιβλίο του ο Μυλωνάς. Ομοίως, ο χρόνος λειτούργησε ευεργετικά για την ελληνική ομάδα της Αλβανίας, χάρη στην συγκυριακή μετατροπή της Ελλάδας από εχθρό σε σύμμαχο.

Ένα πρόσθετο μεθοδολογικό ζήτημα αφορά τις «συνδυαστικές» πολιτικές που επίσης δεν αποκλείονται αλλά είναι δυνατό να διερευνηθούν μόνον κατά περίσταση, δηλαδή με διεξοδικότερη ιστορική έρευνα, όπως και οι «μεταβατικές» πολιτικές, οι οποίες επιλέγονται μέχρι να καταστεί δυνατή η εφαρμογή των «τελικών» πολιτικών -που στην ουσία αποκαλύπτουν τον απώτερο και προγραμματισμένο στόχο των κρατικών ελίτ. Η Ελλάδα, για παράδειγμα, αρχικά παραχώρησε μειονοτικά δικαιώματα στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης (μεταβατική πολιτική), προκειμένου να μη δυσαρεστήσει τους συμμάχους της, κυρίως τους Βρετανούς, που για διάφορους λόγους συνέδεαν την ύπαρξη μιας εβραϊκής εθνικής μειονότητας με την υπόσχεση ίδρυσης ενός εβραϊκού κράτους, σύμφωνα με την Διακήρυξη Μπαλφούρ (1917). Αλλά η τελική πολιτική που εφάρμοσαν οι ελληνικές Αρχές, όταν οι περιστάσεις το επέτρεψαν, ήταν αφομοιωτική. Εξάλλου, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε και το εξής ενδεχόμενο: Ακόμη και μια εξωτερική δύναμη που αποτελεί το εθνικό κέντρο/πατρίδα δύο ή περισσότερων μη επικρατουσών ομάδων που κατοικούν σε γειτονικά κράτη της, είναι πιθανό να μην αποσκοπεί στην αναγνώριση όλων ως μειονοτήτων (όπως δηλαδή θα ήταν λογικό αλλά και αναμενόμενο, κατά την θεωρία του Μυλωνά). Αντίθετα, μπορεί να επιλέγει κάποια ή κάποιες από αυτές με γνώμονα την στρατηγική σημασία τους. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα αναλύεται στο κεφάλαιο 5, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα έθεσε σε δεύτερη μοίρα την διατήρηση ελληνικής μειονότητας στο βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, διότι έθεσε ως προτεραιότητά της τις ελληνικές ομάδες της Μικράς Ασίας και της Αλβανίας.

Πόσο χρήσιμη, λοιπόν, είναι η θεωρία του καθηγητή Χάρη Μυλωνά; Αναμφίβολα καλύπτει ένα σημαντικό κενό στην βιβλιογραφία της πολιτικής επιστήμης και επίσης διευκολύνει την εξήγηση της λογικής και των προθέσεων που οδηγούν στην επιλογή και εφαρμογή των πολιτικών εθνοποίησης. Από την άποψη αυτή συνδράμει καθοριστικά στην κατανόηση της εξωτερικής πολιτικής των κρατών και του διεθνούς συστήματος στο παρελθόν και το παρόν. Ωστόσο, από την σκοπιά του ιστορικού που μελέτησε με μεγάλη προσοχή –και μετέφρασε– το βιβλίο του Μυλωνά είμαι σε θέση να τονίσω την συμβολή του και στην ανανέωση της συνεργασίας των επιστημονικών πεδίων μας: Με εφαλτήριο την ιστορική παρατήρηση, η θεωρία του επεξεργάζεται συγκριτικά διάφορες τάξεις πραγμάτων για να προτείνει αρτιότερες ερμηνείες της πολιτικής στο παρελθόν με προεκτάσεις στο παρόν (ενδεχομένως και το μέλλον). Έπειτα παραδίδει την σκυτάλη στην ιστορική έρευνα που αναπόδραστα ξεκινά από την συγκριτική παρατήρηση των εξελίξεων και αλλαγών του παρελθόντος αλλά έχει στόχο –και φυσικά μεγαλύτερα περιθώρια– να δώσει έμφαση στην ανυποχώρητη ιδιαιτερότητα των ιστορικών εμπειριών.

Copyright © 2015 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition