Το όραμα ενός Trump σε πόλεμο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το όραμα ενός Trump σε πόλεμο

Πώς ο πρόεδρος θα μπορούσε να μπλεχτεί σε μια σύγκρουση
Περίληψη: 

Η ιστορία είναι γεμάτη με παραδείγματα ηγετών που, όπως ο Trump, ήρθαν στην εξουσία τροφοδοτημένοι από μια αίσθηση εθνικής αδικίας και υπόσχονταν να αναγκάσουν τους αντιπάλους τους σε υποταγή, για να καταλήξουν βυθισμένοι σε μια στρατιωτική, διπλωματική ή οικονομική σύγκρουση για την οποία τελικά θα μετάνιωναν.

Ο PHILIP GORDON είναι ανώτερος συνεργάτης στο Council on Foreign Relations. Από το 2013 έως το 2015, διετέλεσε Ειδικός Βοηθός του Προέδρου και συντονιστής του Λευκού Οίκου για την Μέση Ανατολή, την Βόρεια Αφρική και την περιοχή του Κόλπου.

Όντες μόλις λίγους μήνες μέσα στην διοίκηση Trump [1], δεν είναι ακόμη σαφές ποια πορεία θα πάρει τελικά η εξωτερική πολιτική του προέδρου. Αυτό που είναι σαφές, ωστόσο, είναι ότι η παρορμητικότητα, η μαχητικότητα και η απερισκεψία που χαρακτήριζε την προεκλογική εκστρατεία του Donald Trump έχουν επιζήσει της μετάβασης στην προεδρία. Από την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Trump συνέχισε να αμφισβητεί τα αποδεκτά πρότυπα, έσπασε [2] διπλωματικές [3] παραδόσεις [3] και απάντησε σε αντιληπτές προσβολές ή σε προκλήσεις με προσβολές ή δικές του απειλές. Ο πυρήνας του μηνύματος της εξωτερικής πολιτικής του είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα επιτρέψουν πλέον στον εαυτό τους να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από φίλους ή εχθρούς στο εξωτερικό. Μετά από δεκαετίες που «χάνει» έναντι άλλων χωρών, λέει ότι πρόκειται να θέσει την «Αμερική πρώτα» και να αρχίσει να κερδίζει και πάλι.

Θα μπορούσε να είναι ότι ο Trump απλά παίρνει μια σκληρή διαπραγματευτική θέση ως ένα ζήτημα τακτικής, την διαπραγματευτική προσέγγιση που έχει περίφημα ονομάσει ως «η τέχνη της διαπραγμάτευσης». Ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον πριν από πολύ καιρό ανέπτυξε την «θεωρία του τρελού», την ιδέα ότι θα μπορούσε τρομάξει τους αντιπάλους του αν πίστευαν ότι ήταν τόσο ασταθής που θα μπορούσε να κάνει κάτι τρελό αν αποτύγχανε να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του -μια τακτική που ο Trump, του οποίου η φήμη για αστάθεια έχει εδραιωθεί [4], φαίνεται ιδιαίτερα κατάλληλος για να χρησιμοποιήσει.

Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι οι διαπραγματεύσεις μερικές φορές αποτυγχάνουν, και οι αντίπαλοι είναι και οι ίδιοι συχνά θρασείς και απρόβλεπτοι. Στ κάτω-κάτω, η θεωρία του τρελού του Νίξον [5] -σχεδιασμένη να αναγκάσει το Βόρειο Βιετνάμ να συμβιβαστεί- δεν λειτούργησε. Επιπλέον, το να μπει η θεωρία σε πράξη απαιτεί την ικανότητα να ενεργεί κάποιος με σύνεση την κατάλληλη στιγμή, κάτι που ο Trump, ως πρόεδρος, δεν έχει ακόμη αποδείξει. Και ενώ μια αποτυχημένη επιχειρηματική συμφωνία επιτρέπει στα δύο μέρη να φύγουν αλώβητα έστω κι αν είναι απογοητευμένα, ένα αποτυχημένο διπλωματικό τέχνασμα μπορεί να οδηγήσει σε πολιτική αστάθεια, σε δαπανηρές εμπορικές διαφορές, στην διάδοση επικίνδυνων όπλων, ή ακόμα και σε πόλεμο. Η ιστορία είναι γεμάτη [6] με παραδείγματα ηγετών που, όπως ο Trump, ήρθαν στην εξουσία τροφοδοτημένοι από μια αίσθηση εθνικής αδικίας και υπόσχονταν να αναγκάσουν τους αντιπάλους τους σε υποταγή, για να καταλήξουν βυθισμένοι σε μια στρατιωτική, διπλωματική ή οικονομική σύγκρουση για την οποία τελικά θα μετάνιωναν.

Θα συμβεί κάτι τέτοιο στον Trump; Κανείς δεν ξέρει. Τι γίνεται όμως αν κάποιος θα μπορούσε [να ξέρει]; Τι θα συμβεί αν, όπως ο Εμπενίζερ Σκρουτζ στο A Christmas Carol του Καρόλου Ντίκενς, ο Trump μπορούσε να συναντήσει ένα φάντασμα από το μέλλον που να προσφέρει ένα όραμα για το πού θα μπορούσαν να οδηγήσουν οι πολιτικές του κατά το τέλος της θητείας του, πριν αποφασίσει επ’ αυτών κατά την έναρξη της;

Είναι πιθανό ότι ένα τέτοιο φάντασμα θα του δείξει μια εκδοχή του μέλλοντος στο οποίο η κυβέρνησή του, μετά από ένα ταραχώδες ξεκίνημα, συντονίστηκε με την πάροδο του χρόνου, αποδείχθηκε πιο συμβατική από ό,τι είχε προβλεφθεί, και μάλιστα είχε κάποια επιτυχία διαπραγματευόμενη, όπως ο ίδιος έχει υποσχεθεί, «καλύτερες συμφωνίες». Αλλά υπάρχει ένας πραγματικός κίνδυνος ότι τα γεγονότα θα αποδειχθούν πολύ χειρότερα -ένα μέλλον στο οποίο το εκκεντρικό στυλ του Trump και οι συγκρουσιακές πολιτικές καταστρέφουν μια ήδη εύθραυστη παγκόσμια τάξη και οδηγούν σε ανοιχτή σύγκρουση- στις πιο πιθανές περιπτώσεις, με το Ιράν, την Κίνα, ή την Βόρεια Κορέα.

Στις αφηγήσεις που ακολουθούν, ό, τι περιγράφεται ως σαν να έχει πραγματοποιηθεί πριν από τα μέσα του Μάρτη του 2017, συνέβη όντως στην πραγματικότητα. Αυτά που συμβαίνουν μετά την ημερομηνία αυτή είναι -τουλάχιστον κατά τον χρόνο της δημοσίευσης- φαντασίες.

ΜΠΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΕ ΠΟΛΕΜΟ ΜΕ ΤΟ ΙΡΑΝ

Είναι Σεπτέμβριος του 2017 και ο Λευκός Οίκος αναλώνεται με μια συζήτηση σχετικά με τις επιλογές του για την κλιμάκωση με το Ιράν. Άλλοι δώδεκα Αμερικανοί έχουν σκοτωθεί σε μια υποστηριζόμενη από το Ιράν επίθεση σε στρατιώτες των ΗΠΑ στο Ιράκ, και ο πρόεδρος είναι απογοητευμένος που οι προηγούμενες αεροπορικές επιδρομές στο Ιράν απέτυχαν να αποτρέψουν αυτό το είδος της θανατηφόρου επίθεσης. Έχει μπει στον πειρασμό να εκδικηθεί πολύ πιο επιθετικά αυτή την φορά, αλλά επίσης ξέρει ότι κάνοντας κάτι τέτοιο ρισκάρει να εμπλέξει τα στρατεύματα των ΗΠΑ ακόμη περισσότερο σε ό, τι είναι ήδη ένας δαπανηρός και αντι-δημοφιλής πόλεμος –ακριβώς το είδος του «χάους» που είχε υποσχεθεί να αποφύγει. Κοιτάζοντας προς τα πίσω, τώρα βλέπει ότι η σύγκρουση αυτή ίσως έγινε αναπόφευκτη όταν διόρισε την ομάδα της εξωτερικής πολιτικής του και ξεκίνησε να εφαρμόσει την νέα προσέγγισή του προς το Ιράν.

Πολύ πριν από την εκλογή του, φυσικά, ο Trump είχε επικρίνει την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν ως «την χειρότερη συμφωνία που προήλθε από διαπραγμάτευση, ανέκαθεν» και υποσχέθηκε να θέσει τέρμα στην «επιθετική ώθηση του Ιράν για να αποσταθεροποιήσει και να κυριαρχήσει» στην Μέση Ανατολή. Μερικοί από τους κορυφαίους συμβούλους του ήταν βαθιά εχθρικοί προς το Ιράν και είναι γνωστό ότι ευνοούσαν μια πιο επιθετική προσέγγιση, συμπεριλαμβανομένου του πρώτου συμβούλου εθνικής ασφαλείας του, του Michael Flynn˙ του διευθυντή του στην CIA, Mike Pompeo˙ του επικεφαλής της στρατηγικής του, Steve Bannon˙ και του υπουργού του επί της Άμυνας, James Mattis. Μερικοί από τους στρατιωτικούς πρώην συναδέλφους του Mattis είπαν ότι είχε μια 30ετή εμμονή με το Ιράν, επισημαίνοντας, όπως είπε ένας πεζοναύτης [7] στο Politico [7]: «Είναι σχεδόν σαν να θέλει να πάρει εκδίκηση από αυτούς».