Το άλλο μεταναστευτικό πρόβλημα της ΕΕ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το άλλο μεταναστευτικό πρόβλημα της ΕΕ

Διαρροή εγκεφάλων από την κεντρική και ανατολική Ευρώπη
Περίληψη: 

Όταν το βλέπει κανείς εκ των υστέρων, οι Βρυξέλλες θα έπρεπε να είχαν καθυστερήσει, ή τουλάχιστον, κλιμακώσει την ένταξη της Ανατολικής Ευρώπης στον πυλώνα της ελεύθερης μετακίνησης εντός της ΕΕ, τουλάχιστον μέχρι οι μισθοί, οι οικονομικές ευκαιρίες, και η διακυβέρνηση στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη να έρθουν στο ίδιο επίπεδο με αυτά της Δυτικής Ευρώπης.

Ο TEJ PARIKH είναι αναλυτής στην εταιρεία συμβούλων πολιτικού ρίσκου Nova Europa [1].

Ενώ η Δυτική Ευρώπη συνεχίζει να καταπιάνεται με την εισροή των μεταναστών και των προσφύγων, οι κεντρικοί και ανατολικοί Ευρωπαίοι γείτονές της ασχολούνται με το αντίθετο πρόβλημα: Το να αποτρέψουν τους πολίτες τους από το να φύγουν. Καθώς οι καλύτεροι και εξυπνότεροι πετούν τους προς τα δυτικά για να εγκατασταθούν στις πλουσιότερες πολιτείες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα ανατολικά έθνη έχουν δει οικονομική δυσπραγία και απότομη πτώση του πληθυσμού τους. Με την σειρά του, το αντι-μεταναστευτικό αίσθημα έχει κερδίσει ορμή. Στα τέλη Οκτωβρίου, η Λιθουανία εξέλεξε ένα περιθωριακό αντι-μεταναστευτικό [2] κόμμα, την Ένωση Αγροτών και Πρασίνων, ως επικεφαλής του κοινοβουλίου της.

Το αποτέλεσμα αυτό δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη. Η χώρα είχε δει περίπου το 10% του πληθυσμού της να φεύγει, από τότε που εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004. Εβδομάδες πριν, η ομάδα κρατών της Κεντρικής Ευρώπης, «Βίσεγκραντ», -η Τσεχική Δημοκρατία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, και η Σλοβακία, συγκάλεσαν μια σύνοδο κορυφής [3] για να κάνουν έκκληση για περισσότερη δράση για την πρόληψη της μετανάστευσης των νεότερων πολιτών. Και στην διάρκεια του καλοκαιριού, η Λετονία ξεκίνησε μια εκστρατεία [4] για να δελεάσει την διασπορά της να επιστρέψει, χρησιμοποιώντας το σύνθημα «σε θέλω πίσω». Ακολουθεί την Πολωνία, η οποία ανέπτυξε ένα πρόγραμμα για «Επιστροφή», προσφέροντας στέγαση, απασχόληση, καθώς και παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης να τους παλιννοστούντες, ενώ η Ουγγαρία υποσχέθηκε δωρεάν πτήσεις και μετρητά για να δελεάσει αυτούς που έφυγαν.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, περίπου 20 εκατομμύρια [5] εκ των πιο ταλαντούχων εργαζομένων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης έχουν φύγει. Και έχουν κατευθυνθεί σε μεγάλο βαθμό στην Δυτική Ευρώπη –μαγνητισμένοι από την ευημερία της, εξωθημένοι από τις στάσιμες μετακομμουνιστικές οικονομίες των χωρών τους, και επικουρούμενοι από την πολιτική ανοικτών συνόρων της ΕΕ. Αλλά η μαζική μετανάστευση όχι μόνο ενεργοποίησε τις αντιμεταναστευτικές και αντιευρωπαϊκές ομάδες στην Δύση, έχει επίσης πλήξει τις οικονομίες της ανατολικής ευρωπαϊκής περιφέρειας.

Η μεταναστευτική κρίση στην Ευρώπη οδηγείται, εν μέρει, από την ιδεολογική προσκόλληση των Βρυξελλών στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων -σε συνδυασμό με τον στόχο της να φιλελευθροποιήσει μια πολυποίκιλη ήπειρο με μια ενιαία προσέγγιση της αγοράς. Αλλά, δεδομένου ότι ο Φεβρουάριος του τρέχοντος έτους σηματοδότησε την 25η επέτειο της Συνθήκης του Μάαστριχτ (το Σύμφωνο που δημιούργησε την ενιαία αγορά), τα μειονεκτήματα της στρατηγικής του «ένα μέγεθος ταιριάζει σε όλους» γίνονται πολύ εμφανή.

Καθώς τα ευρωπαϊκά σύνορα έπεσαν με την προς ανατολάς διεύρυνση της ΕΕ στην δεκαετία του 2000, πολλοί από τους ανθρώπους στα ανατολικά κράτη έδειξαν την δυσαρέσκειά τους φεύγοντας, ορθολογικά επιλέγοντας τους υψηλότερους μισθούς και την ισχυρότερη διακυβέρνηση της Δυτικής Ευρώπης. Ακόμα και σήμερα, οι καθαρές μέσες μηνιαίες αποδοχές στην ανατολική γειτονιά είναι, σε γενικές γραμμές, όχι περισσότερο από το ήμισυ αυτού που είναι διαθέσιμο στην Γαλλία, την Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Το μοντέλο ανάπτυξης χαμηλού κόστους της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης [6], το οποίο προσπάθησε να προσελκύσει παγκόσμιες μεταποιητικές επιχειρήσεις με την προσφορά του φθηνού εργατικού δυναμικού της περιοχής, έφερε δισεκατομμύρια σε άμεσες ξένες επενδύσεις και εκατομμύρια θέσεων εργασίας στα εργοστάσια στην περιοχή. Αλλά τώρα αρχίζει να δείχνει την ηλικία του. Η εξάρτηση από τις βιομηχανίες χαμηλών μισθών αποδεικνύεται μη βιώσιμη, καθώς εργαζόμενοι όλων των ειδών των ικανοτήτων έχουν μεταναστεύσει για υψηλότερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας σε όλη την Ευρώπη. Έχοντας ξεπεραστεί, οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σήμερα σοβαρές ελλείψεις εργατικού δυναμικού [7], κάτι που βαρύνει επίσης στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας της περιοχής. Στην Ουγγαρία, για παράδειγμα, η Έρευνα Έλλειψης Ταλέντων από την ManpowerGroup [8] για την περίοδο 2016 με 2017 διαπίστωσε ότι πάνω από το 50% των επιχειρήσεων είχαν δυσκολίες στην εύρεση προσωπικού˙ εν τω μεταξύ, αριθμοί ρεκόρ [9] Ούγγρων τώρα φέρονται να μεταβαίνουν στο εξωτερικό για εργασία.

Μακροπρόθεσμα, αυτή η διαρροή εγκεφάλων θα το κάνει δύσκολο για τους ανατολικούς λαούς να διατηρήσουν ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Κατά την τελευταία δεκαετία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Πολωνία, η Ρουμανία και η Σλοβακία έχουν δει μεταξύ 6% και 9% των ιδιαίτερα μορφωμένων νέων επαγγελματιών τους να φεύγουν, σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής [10] που δημοσιεύθηκε στις αρχές του περασμένου έτους. Το μεγαλύτερο μέρος των μεταναστών δεν επιστρέφουν στην πατρίδα τους. Τα έθνη στερούνται τις δεξιότητες και τις γνώσεις που απαιτούνται για να ωθήσουν τις οικονομίες τους σε πιο προσοδοφόρες τριτογενείς βιομηχανίες, ενώ οι πληρωμές εμβασμάτων ήταν γενικά ανεπαρκείς για να αντισταθμίσουν την απώλεια.

Για να περιπλέξουν περαιτέρω τα θέματα, οι πληθυσμοί συρρικνώνονται και γερνούν καθώς αναχωρεί ο πληθυσμός που τεκνοποιεί. Η αναλογία των ηλικιωμένων που εξαρτώνται από τον πληθυσμό σε ηλικία εργασίας αυξάνεται σε ολόκληρη την περιοχή, πιέζοντας τα κρατικά ταμεία με υψηλές δαπάνες πρόνοιας. Από την ένταξή της στην ΕΕ το 2004, η Πολωνία έχει χάσει πάνω από δύο εκατομμύρια προς τους δυτικούς γείτονές της, κάτι που έχει επιταχύνει το γκριζάρισμα του πληθυσμού της. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο λόγος εξάρτησης των ηλικιωμένων της χώρας -ο πληθυσμός ηλικίας 65 ετών και άνω ως ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 15 έως 64 ετών- ήταν περίπου 15%. Τώρα, ο αριθμός αυτός είναι πιο κοντά στο 20%, και κατά πάσα πιθανότητα θα διπλασιαστεί έως το 40% μέχρι το 2040, σύμφωνα με την Eurostat [11].