Το μέλλον της άκρας δεξιάς στην Αυστρία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το μέλλον της άκρας δεξιάς στην Αυστρία

Το Κόμμα της Ελευθερίας απειλεί το ευρωπαϊκό σχέδιο
Περίληψη: 

Αντίθετα από την εποχή που το ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας της Αυστρίας, FPÖ, εισήλθε στην κυβέρνηση το 1983 και το 2000, σήμερα το κόμμα δεν είναι απλώς ένα από τα πιο δημοφιλή, είναι το πιο δημοφιλές κόμμα στην Αυστρία.

Ο ANTON SHEKHOVTSOV είναι επισκέπτης συνεργάτης στο Ινστιτούτο Ανθρωπιστικών Επιστημών [1] στην Βιέννη, γενικός επιμελητής στην σειρά βιβλίων Explorations of the Far Right [2] (Ibidem Press), και συγγραφέας του υπό έκδοση βιβλίου Russia and the Western Far Right [3] (Routledge).
Ο ANDREAS UMLAND είναι ανώτερος συνεργάτης στο Ινστιτούτο για την Ευρω-ατλαντική Συνεργασία [4] στο Κίεβο, γενικός επιμελητής στην σειρά βιβλίων Soviet and Post-Soviet Politics and Society [5] (Ibidem Press), και συμβουλευτικός επιμελητής στο Journal of Soviet and Post-Soviet Politics and Society [6].

Οι ήττες των δεξιών λαϊκιστών στις αυστριακές προεδρικές εκλογές στα τέλη του 2016 και στις ολλανδικές βουλευτικές εκλογές [7] στις αρχές του 2017 ήταν καθησυχαστικές για τους υποστηρικτές του ευρωπαϊκού σχεδίου. Κατά τα τελευταία 15 χρόνια, ο ευρωσκεπτικισμός και το αντι-μεταναστευτικό αίσθημα έχουν προσελκύσει σημαντική υποστήριξη σε όλη την Ευρώπη. Ωστόσο, οι εκλογικές επιδόσεις τους ήταν μέχρι σήμερα λιγότερο από εντυπωσιακές. Με την σειρά τους, τα εν λόγω κόμματα δεν φαίνεται πλέον να αποτελούν μια υπαρξιακή απειλή για την Ευρωπαϊκή Ένωση. (Στο Foreign Affairs, ο Pierpaolo Barbieri έγραψε πρόσφατα για ένα «αντίστροφο φαινόμενο ντόμινο» [8], μετά την σχετική ήττα του Κόμματος της Ελευθερίας του Geert Wilders στην Ολλανδία).

Επιπλέον, οι επερχόμενες γαλλικές προεδρικές εκλογές και οι βουλευτικές εκλογές της Γερμανίας αποτελούν καλό οιωνό για την ΕΕ. Σίγουρα, το διακύβευμα στην Γαλλία [9] είναι τεράστιο: Μια νίκη της ηγέτιδας του Εθνικού Μετώπου, Marine Le Pen, στον δεύτερο γύρο των εκλογών δεν θα μπορούσε να σημαίνει τίποτα λιγότερο από το τέλος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της ΕΕ όπως την ξέρουμε. Ωστόσο, φαίνεται απίθανο ότι η Λε Πεν θα κερδίσει τον ανταγωνισμό. Τον τελευταίο καιρό, έχει γίνει κατανοητό ότι δεν θα κερδίσει ούτε καν μια σχετική πλειοψηφία στον πρώτο γύρο των εκλογών˙ ο πρόδηλα φιλο -ευρωπαϊστής Emmanuel Macron έχει γίνει γρήγορα [10] ο πρωτοπόρος του αγώνα και ο πιθανός νικητής και στους δύο γύρους των εκλογών.

Στην Γερμανία, επίσης, η γενική εικόνα για τις εκλογές της Bundestag αυτό το φθινόπωρο είναι ενθαρρυντική. Είναι αλήθεια ότι το κόμμα της κεντροδεξιάς συμμαχίας της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ μεταξύ της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης της Γερμανίας (CDU) και της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης της Βαυαρίας (CSU) έχει δει τα δημοσκοπικά ποσοστά του να πέφτουν τις τελευταίες εβδομάδες [11]. Σίγουρα, η εξαφάνιση της Μέρκελ από την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια πολιτική, από την άποψη της πλούσιας διπλωματικής εμπειρίας της και του υψηλού διεθνούς σεβασμού [στο πρόσωπό της], θα είναι μια καθαρή απώλεια για την Δύση. Ωστόσο, ο κύριος λόγος για την απώλεια στήριξης του CDU / CSU είναι η απροσδόκητη άνοδος της δημοτικότητας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), υπό τον νέο ηγέτη του, Martin Schulz [12]. Ο Schulz, ο πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, είναι αφοσιωμένος υπέρμαχος της ολοκλήρωσης της ΕΕ. Και σε αντίθεση με τον προκάτοχό του στο SPD, Gerhard Schröder, υποστηρίζει πλήρως την συμμαχία ΗΠΑ-ΕΕ.

Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΔΕΞΙΑΣ

Παρά το γεγονός ότι αυτές και άλλες εξελίξεις είναι ενθαρρυντικές, μια άλλη πρόκληση διαγράφεται. Το 2016, ο Αυστριακός φιλο-ευρωπαϊστής πολιτικός Alexander Van der Bellen έγινε ο πρώτος αρχηγός κράτους από ένα «πράσινο» κόμμα εκλεγμένο με λαϊκή ψήφο σε ένα κράτος-μέλος της ΕΕ. Σε αυτή την εκλογή, εξασφάλισε σχεδόν το 54% των ψήφων και νίκησε τον ακροδεξιό αντίπαλό του, Norbert Hofer, του Κόμματος της Ελευθερίας της Αυστρίας (FPÖ). Για πολλούς παρατηρητές, ο Hofer έφτασε πολύ κοντά στην νίκη για να υπάρχει εφησυχασμός. Οι δημοσκοπήσεις το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2016 έδειχναν σταθερά [13] ότι ο Hofer θα υπερισχύσει του Van der Bellen στον δεύτερο γύρο των εκλογών κατά δύο ή τρεις ποσοστιαίες μονάδες.

Αυτή ήταν η πρώτη φορά από τότε που η Αυστρία ανέκτησε την πλήρη κυριαρχία της το 1955, που κανένας υποψήφιος από οποιοδήποτε από τα δύο μεγάλα κόμματα, τους Σοσιαλδημοκράτες (SPÖ) και το συντηρητικό Αυστριακό Λαϊκό Κόμμα (ÖVP), δεν έφτασε στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Η θεαματική αποτυχία αντανακλά μια απότομη μείωση της εμπιστοσύνης [των Αυστριακών] στα κύρια κόμματά τους, τα οποία έχουν ως επί το πλείστον κυβερνήσει μαζί σε μεγάλες κυβερνήσεις συνασπισμού μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ως αποτέλεσμα, η πόρτα είναι τώρα ανοιχτή για το ακροδεξιό FPÖ να εισέλθει στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Αυστρίας και ακόμη και την καγκελαρία μετά τις βουλευτικές εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για τον Οκτώβριο του 2018. Και δεδομένης της μακράς παράδοσης της Αυστρίας σε πρόωρες εκλογές, όλο αυτό θα μπορούσε να συμβεί τόσο νωρίς όπως π.χ. φέτος.

Σίγουρα, η είσοδος του FPÖ στην κυβέρνηση δεν θα είναι εντελώς νέα. Οι Αυστριακοί Σοσιαλδημοκράτες σχημάτιζαν κυβερνήσεις συνασπισμού με το FPÖ από το 1983 έως το 1987. Ωστόσο, το FPÖ ήταν διαφορετικό τότε: Υπό την ηγεσία του Norbert Steger, ήταν ένα φιλελεύθερο, κεντροδεξιό κόμμα. Και αυτό, το έκανε έναν ανεκτό συνεργάτη συνασπισμού. Ένας πιο αμφιλεγόμενος συνασπισμός σφυρηλατήθηκε μεταξύ του ÖVP και του FPÖ το 2000, με τον συντηρητικό ηγέτη του Αυστριακού Λαϊκού Κόμματος, Wolfgang Schüssel, ως καγκελάριο και ένα πιο ριζοσπαστικό δεξιό και λαϊκιστικό FPÖ (και αργότερα την επίσης δεξιά απόσχισή του, την Συμμαχία για το Μέλλον της Αυστρία, ή BZÖ) ως τον δεύτερο εταίρο.

Ο σχηματισμός αυτού του συνασπισμού οδήγησε σε ένα πρωτοφανές διπλωματικό μποϊκοτάζ έξι μηνών [14] εναντίον της Αυστρίας από την πλευρά των άλλων κρατών-μελών της ΕΕ, κάτι που ήταν μια διεθνής καταστροφή για την χώρα. Το FPÖ κατέρρευσε μόλις οι κακές επιδόσεις του στην κυβέρνηση τιμωρήθηκαν από το εκλογικό σώμα. Η υποστήριξη για το κόμμα μειώθηκε από σχεδόν 27% των ψήφων το 1999 στο 10% στις βουλευτικές εκλογές του 2002.