Το τέλος των αεροπλανοφόρων; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το τέλος των αεροπλανοφόρων;

Ο στρατηγικός τους ρόλος σήμερα και στο μέλλον

Ως προς το δεύτερο σκέλος των εξελίξεων, αυτό δεν περιλαμβάνει μια ολόκληρη ακολουθία γεγονότων σε βάθος χρόνου, αλλά συνέβη άπαξ και δη πολύ πρόσφατα. Πρόκειται για το τεχνολογικό «breakthrough» που ονομάζεται βαλλιστικό βλήμα εναντίον κινούμενων στόχων (πχ πολεμικών πλοίων) και το οποίο δεν υπήρχε καν, τουλάχιστον σε επιχειρησιακή μορφή, ούτε στον Ψυχρό Πόλεμο, όταν ο βασικός ανταγωνιστής των ΗΠΑ ήταν η στρατιωτικά πανίσχυρη ΕΣΣΔ [7]. Ο Hendrix γράφει ότι σήμερα η άνοδος νέων δυνάμεων όπως η Λ. Δ. της Κίνας, οι οποίες διαθέτουν δυνατότητα «παρεμπόδισης πρόσβασης και αποστέρησης περιοχής» (A2/AD, anti-access/area-denial), «απειλεί να εκτοπίσει το Αμερικανικό Ναυτικό πίσω από την εμβέλεια των αεροσκαφών του στόλου». Το ενδεχόμενο αυτό, συνεχίζει ο ίδιος, «θα περιορίσει την ικανότητα προβολής ισχύος εκ μέρους του Ναυτικού» και, επομένως, θα υπονομεύσει την αξιοπιστία της Αμερικής.

Η δυνατότητα A2/AD συνδέεται με το νέο βαλλιστικό βλήμα εναντίον πλοίων Dong Feng-21, ίσως το πλέον επίφοβο για τις ΗΠΑ -και όχι μόνο για το Ναυτικό- οπλοσύστημα ολόκληρης της μετασοβιετικής εποχής. Ειδικότερα, η Λ. Δ. της Κίνας, απογοητευμένη από την έκβαση της τρίτης κρίσης με την Ταϊβάν (βλ. παραπάνω), επιδόθηκε μετά το 1996 στην ανάπτυξη μιας έκδοσης του στρατηγικού πυραύλου Dong Feng-21 (που βρισκόταν σε υπηρεσία από το 1991) ειδικά εναντίον πλοίων. Η τεχνολογική πρόκληση ήταν τεράστια. Κι όμως, η σχετική έκδοση, γνωστή ως Dong Feng-21D (ή CSS-5 Mod-4), εισήλθε τελικά σε υπηρεσία το αργότερο εντός του 2014 -ίσως και το 2010- και επιδείχθηκε για πρώτη φορά δημόσια τον Σεπτέμβριο του 2015. Μολονότι τα ακριβή τεχνικά χαρακτηριστικά του «carrier-killer» Dong Feng-21D παραμένουν άκρως απόρρητα, εκτιμάται από ειδικούς ότι το δραστικό βεληνεκές του κυμαίνεται μεταξύ 900 και 1.500 ν.μ. (δηλαδή σε κάθε περίπτωση πολύ μεγαλύτερο από εκείνο των ναυτικών αεροσκαφών των ΗΠΑ), η δε ταχύτητά του φθάνει τα 10 Μαχ, γεγονός που τον καθιστά μη ανασχέσιμο με βάση την υφιστάμενη τεχνολογία. Καταλήγει, λοιπόν, ο Hendrix, ότι τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα καθίστανται πλέον αναποτελεσματικά («have been rendered ineffective») από τα νέα αμυντικά συστήματα τα οποία εξελίσσουν, αναπτύσσουν επιχειρησιακά αλλά και εξάγουν [8] οι ανταγωνιστές των ΗΠΑ.

ΤΙ ΠΑΡΑΒΛΕΠΕΙ Η ΜΕΛΕΤΗ - ΤΑ ΝΕΑ UCAS

Καταρχήν, ο αναγνώστης οφείλει να γνωρίζει ότι τα αεροπλανοφόρα, ακριβώς λόγω του κόστους τους (καθώς συναγωνίζονται για πιστώσεις όχι μόνο τα οπλικά συστήματα των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και τα υπόλοιπα πλοία και υποβρύχια του ίδιου του Ναυτικού), υπήρξαν από παλιά αντικείμενο κριτικής, ακόμη και στις ΗΠΑ, όπου οι αμυντικές δαπάνες ήταν πάντα εκτός συναγωνισμού. Προκειμένου, λοιπόν, να τα απαξιώσουν, οι πολέμιοί τους εντός του «γραφειοκρατικού παιγνίου» που διεξάγεται πάντοτε μέσα στην κυβέρνηση μιας χώρας, προσπαθούν να υπονομεύσουν την στρατιωτική τους αξία.

05052017-2.jpg

Το αεροπλανοφόρο USS Theodore Roosevelt (CVN 71) στην Αραβική Θάλασσα σε αυτή την φωτογραφία του Ναυτικού των ΗΠΑ που ελήφθη στις 21 Απριλίου 2015. REUTERS/U.S. Navy/Mass Communication Specialist 3rd Class Anthony N. Hilkowski/Handout
-----------------------------------------------------

Αναφέρουμε ενδεικτικά τις εξής περιπτώσεις, εκ των οποίων τις τρεις πρώτες τις έχουμε αναλύσει διεξοδικά στο παρελθόν [9]: Την άνοιξη του 1949, ο νέος υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Louis Johnson, ακύρωσε αιφνιδιαστικά το υπό ναυπήγηση σκάφος United States, προκαλώντας μια από τις μεγαλύτερες διακλαδικές διαμάχες στην αμερικανική ιστορία, γνωστή στην βιβλιογραφία ως «Η εξέγερση των ναυάρχων» (The Revolt of the Admirals). Στο τέλος του 1953, ο Συντηρητικός πρωθυπουργός της Βρετανίας, Winston Churchill, υπό την επίδραση του γαμπρού του, Duncan Sandys (υπουργού Προμηθειών την εποχή εκείνη και παλαιόθεν ορκισμένου εχθρού των αεροπλανοφόρων), χαρακτήρισε τα μεγάλα αεροπλανοφόρα «ευάλωτα», θέτοντας σε αμφιβολία το μέλλον του υπό ναυπήγηση Ark Royal, που τελικά παραδόθηκε το 1955. Λιγότερο τυχερό στάθηκε το Βασιλικό Ναυτικό τον Φεβρουάριο του 1966, όταν ο Εργατικός υπουργός Άμυνας, Denis Healey, ακύρωσε την κλάση αεροπλανοφόρων CVA-01, ενεργώντας ερήμην της πολιτικής -του αρμόδιου υφυπουργού- και της στρατιωτικής ηγεσίας του Royal Navy, η οποία παραιτήθηκε σύσσωμη σε ένδειξη διαμαρτυρίας (όπως είχε συμβεί και το 1949 στις ΗΠΑ). Το 1981, η Συντηρητική κυβέρνηση της M.Thatcher ανακοίνωσε ότι το νεότευκτο αεροπλανοφόρο τσέπης Invincible ήταν… πλεονάζον και διαθέσιμο προς πώληση στην Αυστραλία, έναντι του χαμηλού τιμήματος των 175 εκ. στερλινών (χωρίς τα αεροσκάφη κάθετης απογείωσης Sea Harrier και τα ελικόπτερα Sea King). Τον Φεβρουάριο του 1982, η Καμπέρα αποδέχτηκε την προσφορά και ανακοίνωσε ότι το πλοίο θα μετονομαζόταν, μετά την μεταβίβαση, σε Australia. Η αγοραπωλησία, όμως, δεν συνέβη ποτέ, για τον λόγο που θα εξηγήσουμε παρακάτω.

Ερχόμενοι στην μελέτη του Hendrix, ως «λυδία λίθο» -βασικό μέτρο αξιολόγησης- των κλάσεων αεροπλανοφόρων εκλαμβάνει την εμβέλεια/ακτίνα δράσης μάχης που έχουν τα πολεμικά αεροσκάφη τα οποία επιχειρούν από το κατάστρωμά τους. Όσο μεγαλύτερη είναι αυτή, τόσο μακρύτερο είναι το «σιδερένιο χέρι» των ΗΠΑ. Ένα αεροπλανοφόρο με αεροσκάφη μεγάλης εμβέλειας είναι εξ ορισμού καλύτερο από ένα με αεροσκάφη μικρότερης εμβέλειας, ασχέτως των λοιπόν παραμέτρων που ήδη προαναφέρθηκαν, όπως η αξιοπιστία και ο μέγιστος αριθμός των πολεμικών εξόδων. Για την ακρίβεια, δε, αυτό που μετράει είναι η επίδοση εμβέλειας-φορτίου (payload-range), δηλαδή πόσο μεγάλο οπλικό φορτίο μπορεί να μεταφερθεί σε πόση απόσταση. Το ζενίθ αυτής της εξέλιξης ήταν το Forrestal και έκτοτε ξεκίνησε η παρακμή.