Μια νέα εποχή για τις σχέσεις ΕΕ-Κίνας; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια νέα εποχή για τις σχέσεις ΕΕ-Κίνας;

Πώς προχωρούν προς τα εμπρός χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες
Περίληψη: 

Η δέσμευση της Ουάσιγκτον στους Ευρωπαίους εταίρους της ξεθωριάζει, με το Λονδίνο να εγκαταλείπει την ΕΕ και τον Trump να αποξενώνει τους Δυτικούς συμμάχους του. Αυτό θα διευκολύνει τις Βρυξέλλες να ενισχύσουν τους δεσμούς με την Κίνα σε ένα ολόκληρο φάσμα θεμάτων που έχουν την δυναμική να αμφισβητήσουν την παγκόσμια υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ο NICOLA CASARINI είναι διευθυντής ασιατικών ερευνών στο Istituto Affari Internazionali στην Ρώμη και επισκέπτης καθηγητής στο Ινστιτούτο Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Γενεύη.

Καθ’ όλη την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του και από την αρχή της προεδρίας του, η καταφανής περιφρόνηση του Ντόναλντ Τραμπ για το ΝΑΤΟ και η ανοιχτή του υποστήριξη στο Brexit και τα λαϊκιστικά, ευρωσκεπτικιστικά κόμματα σε όλη την ήπειρο, εκνεύρισαν τους Ευρωπαίους ηγέτες. Κατά τις συνόδους κορυφής του ΝΑΤΟ και του G7 στις Βρυξέλλες και την Ιταλία την περασμένη εβδομάδα, ο Trump δηλητηρίασε περαιτέρω τις διατλαντικές σχέσεις αρνούμενος να υποστηρίξει το δόγμα της συλλογικής άμυνας του ΝΑΤΟ και έπειτα σηματοδοτώντας ότι θα αποσυρθεί από την συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα. Η Άνγκελα Μέρκελ δήλωσε λυπημένα: «Οι εποχές που μπορούσαμε να βασιστούμε πλήρως σε άλλους -έχουν κάπως τελειώσει». Δεν ανέφερε συγκεκριμένα τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά το μήνυμά της ήταν σαφές.

Καθώς ο Trump αποξενώνει τους Δυτικούς συμμάχους του και το Ηνωμένο Βασίλειο ξεκινά την αποχώρησή του από την ΕΕ, η Κίνα προσέγγισε ήσυχα στα Δυτικά έθνη. Τόσο το Πεκίνο όσο και οι Βρυξέλλες ελπίζουν να προχωρήσουν στην οικονομική παγκοσμιοποίηση και κατά την διάρκεια της ετήσιας διάσκεψης κορυφής ΕΕ-Κίνας που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες στις 1-2 Ιουνίου, οι δύο πλευρές σφυρηλάτησαν μια νέα πράσινη συμμαχία για την καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Με την ΕΕ και τις Ηνωμένες Πολιτείες όλο και περισσότερο διχασμένες, αυτή η στιγμή μπορεί να σηματοδοτήσει την αρχή ενός νέου άξονα Κίνας-ΕΕ στην παγκόσμια πολιτική.

08062017-1.jpg

Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Donald Tusk, και ο Κινέζος πρωθυπουργός, Li Keqiang, προσέρχονται για να συμμετάσχουν σε διάσκεψη κορυφής ΕΕ-Κίνας στις Βρυξέλλες, στις 2 Ιουνίου 2017. VIRGINIA MAYO / REUTERS
--------------------------------------------------------------------------

ΕΝΑΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟΣ ΑΞΟΝΑΣ;

Ένας από τους τομείς στους οποίους η Κίνα και η ΕΕ έχουν αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς είναι ο νομισματικός. Το Πεκίνο έχει υποστηρίξει παραδοσιακά το ευρώ, το οποίο είναι η μόνη σοβαρή εναλλακτική λύση έναντι του δολαρίου, και έχει διαφοροποιήσει τα συναλλαγματικά αποθέματά του -τα μεγαλύτερα στον κόσμο- έτσι ώστε πλέον διατηρεί πάνω από το ένα τρίτο σε ευρώ και λίγο περισσότερο από το μισό σε δολάρια, μια μείωση περίπου 30% από το 1999, όταν τέθηκε σε κυκλοφορία το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. Αυτό σημαίνει ότι τα τελευταία χρόνια το Πεκίνο έχει ανταλλάξει δολάρια για ευρώ, μια τάση που πιθανόν θα συνεχιστεί στο μέλλον.

Η διαφοροποίηση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της Κίνας επιταχύνθηκε από τον Αύγουστο του 2011, αφού η Standard & Poor's υποβάθμισε την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ από AAA (outstanding) σε AA+ (excellent). Ως αποτέλεσμα, οι σινο-ευρωπαϊκοί χρηματοπιστωτικοί και νομισματικοί δεσμοί εμβαθύνθηκαν, επειδή η Κίνα άρχισε να αποσύρει τα δολαριακά περιουσιακά στοιχεία της και αγόραζε αυξανόμενες ποσότητες ομολόγων της ευρωζώνης, ιδίως των γερμανικών ομόσπονδων κρατιδίων, τα οποία θεωρήθηκαν ασφαλέστερα από τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα. Αυτό έχει γίνει εις βάρος των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες έπρεπε να αυξήσουν τις αποδόσεις των τίτλων τους για να προσελκύσουν επενδυτές. Επιπλέον, η στρατηγική διαφοροποίησης της Κίνας υποδηλώνει ότι το δολάριο δεν είναι πλέον το μόνο αποθεματικό νόμισμα του κόσμου και αυτό είναι σημαντικό για το Πεκίνο, το οποίο προσπαθεί να διεθνοποιήσει το νόμισμά του, καθώς απομακρύνεται από την εξάρτησή του από τον οικονομικό κύκλο και τη νομισματική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών.

Το αποθεματικό καθεστώς του δολαρίου σημαίνει ότι ο κόσμος χρειάζεται δολάρια για την πραγματοποίηση πληρωμών και αυτό επέτρεψε στην κυβέρνηση των ΗΠΑ καθώς και στους Αμερικανούς να δανείζονται με χαμηλότερο κόστος. Το γεγονός ότι η Κίνα υποστηρίζει το ευρωπαϊκό κοινό νόμισμα σε βάρος του δολαρίου έχει έτσι σημαντικές γεωστρατηγικές επιπτώσεις.

Η Ευρώπη, με την σειρά της, έχει υποστηρίξει πολλές από τις νομισματικές φιλοδοξίες της Κίνας. Οι Ευρωπαίοι υποστήριξαν ομόφωνα την απόφαση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) τον Δεκέμβριο του 2015 να συμπεριλάβει το ρενμίνμπι (γουάν) στο καλάθι νομισμάτων που συνθέτουν το Ειδικό Τραβηκτικό Δικαίωμα (Special Drawing Right, SDR), ένα διεθνές αποθεματικό νόμισμα που περιλαμβάνει το δολάριο, το ευρώ, την βρετανική λίρα και το γιεν Ιαπωνίας. Η απόφαση ήταν σαφώς πολιτική. Η ΕΕ θέλησε να στείλει ένα φιλικό μήνυμα στην Κίνα, την δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, καθώς και να αναγνωρίσει το τι έκανε το Πεκίνο για να στηρίξει το ευρώ κατά την κρίση του ευρώ την περίοδο 2009-11, όταν το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα έγινε στόχος κερδοσκοπικών επιθέσεων που προέρχονταν κυρίως από τις τράπεζες και τα hedge funds της Wall Street. Τότε, οι Κινέζοι ηγέτες παρενέβησαν σε διάφορες περιπτώσεις για να καθησυχάσουν τις χρηματοπιστωτικές αγορές αγοράζοντας ομόλογα της ευρωζώνης.

Η απόφαση της Ευρώπης να στηρίξει την ένταξη του κινεζικού νομίσματος στο καλάθι νομισμάτων του ΔΝΤ λήφθηκε επίσης σε αντίθεση με την Ουάσινγκτον, η οποία είχε υποστηρίξει επί χρόνια ότι το κινεζικό νόμισμα πρέπει να συμπεριληφθεί στα SDR μόνο εάν η Κίνα ανοίξει τους λογαριασμούς κεφαλαίων της, δηλαδή να επιτρέπει σε επιχειρήσεις, ιδιώτες και τράπεζες να μεταφέρουν χρήματα χωρίς αυθαίρετους κανόνες και κυβερνητικές εγκρίσεις˙ να αφήσει το νόμισμά της να διακυμαίνεται ελεύθερα˙ και να χαλαρώσει τον κυβερνητικό έλεγχο επί της κεντρικής της τράπεζας. Τίποτε από αυτά δεν συνέβη. Αλλά η Ευρώπη πίστευε ότι η ένταξη του renminbi θα ενθάρρυνε την Κίνα να ελευθερώσει περαιτέρω τα κεφάλαιά της.