Μια νέα εποχή για τις σχέσεις ΕΕ-Κίνας; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια νέα εποχή για τις σχέσεις ΕΕ-Κίνας;

Πώς προχωρούν προς τα εμπρός χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες

Καθ’ όλη την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του και από την αρχή της προεδρίας του, η καταφανής περιφρόνηση του Ντόναλντ Τραμπ για το ΝΑΤΟ και η ανοιχτή του υποστήριξη στο Brexit και τα λαϊκιστικά, ευρωσκεπτικιστικά κόμματα σε όλη την ήπειρο, εκνεύρισαν τους Ευρωπαίους ηγέτες. Κατά τις συνόδους κορυφής του ΝΑΤΟ και του G7 στις Βρυξέλλες και την Ιταλία την περασμένη εβδομάδα, ο Trump δηλητηρίασε περαιτέρω τις διατλαντικές σχέσεις αρνούμενος να υποστηρίξει το δόγμα της συλλογικής άμυνας του ΝΑΤΟ και έπειτα σηματοδοτώντας ότι θα αποσυρθεί από την συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα. Η Άνγκελα Μέρκελ δήλωσε λυπημένα: «Οι εποχές που μπορούσαμε να βασιστούμε πλήρως σε άλλους -έχουν κάπως τελειώσει». Δεν ανέφερε συγκεκριμένα τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά το μήνυμά της ήταν σαφές.

Καθώς ο Trump αποξενώνει τους Δυτικούς συμμάχους του και το Ηνωμένο Βασίλειο ξεκινά την αποχώρησή του από την ΕΕ, η Κίνα προσέγγισε ήσυχα στα Δυτικά έθνη. Τόσο το Πεκίνο όσο και οι Βρυξέλλες ελπίζουν να προχωρήσουν στην οικονομική παγκοσμιοποίηση και κατά την διάρκεια της ετήσιας διάσκεψης κορυφής ΕΕ-Κίνας που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες στις 1-2 Ιουνίου, οι δύο πλευρές σφυρηλάτησαν μια νέα πράσινη συμμαχία για την καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Με την ΕΕ και τις Ηνωμένες Πολιτείες όλο και περισσότερο διχασμένες, αυτή η στιγμή μπορεί να σηματοδοτήσει την αρχή ενός νέου άξονα Κίνας-ΕΕ στην παγκόσμια πολιτική.

08062017-1.jpg

Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Donald Tusk, και ο Κινέζος πρωθυπουργός, Li Keqiang, προσέρχονται για να συμμετάσχουν σε διάσκεψη κορυφής ΕΕ-Κίνας στις Βρυξέλλες, στις 2 Ιουνίου 2017. VIRGINIA MAYO / REUTERS
--------------------------------------------------------------------------

ΕΝΑΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟΣ ΑΞΟΝΑΣ;

Ένας από τους τομείς στους οποίους η Κίνα και η ΕΕ έχουν αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς είναι ο νομισματικός. Το Πεκίνο έχει υποστηρίξει παραδοσιακά το ευρώ, το οποίο είναι η μόνη σοβαρή εναλλακτική λύση έναντι του δολαρίου, και έχει διαφοροποιήσει τα συναλλαγματικά αποθέματά του -τα μεγαλύτερα στον κόσμο- έτσι ώστε πλέον διατηρεί πάνω από το ένα τρίτο σε ευρώ και λίγο περισσότερο από το μισό σε δολάρια, μια μείωση περίπου 30% από το 1999, όταν τέθηκε σε κυκλοφορία το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. Αυτό σημαίνει ότι τα τελευταία χρόνια το Πεκίνο έχει ανταλλάξει δολάρια για ευρώ, μια τάση που πιθανόν θα συνεχιστεί στο μέλλον.

Η διαφοροποίηση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της Κίνας επιταχύνθηκε από τον Αύγουστο του 2011, αφού η Standard & Poor's υποβάθμισε την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ από AAA (outstanding) σε AA+ (excellent). Ως αποτέλεσμα, οι σινο-ευρωπαϊκοί χρηματοπιστωτικοί και νομισματικοί δεσμοί εμβαθύνθηκαν, επειδή η Κίνα άρχισε να αποσύρει τα δολαριακά περιουσιακά στοιχεία της και αγόραζε αυξανόμενες ποσότητες ομολόγων της ευρωζώνης, ιδίως των γερμανικών ομόσπονδων κρατιδίων, τα οποία θεωρήθηκαν ασφαλέστερα από τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα. Αυτό έχει γίνει εις βάρος των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες έπρεπε να αυξήσουν τις αποδόσεις των τίτλων τους για να προσελκύσουν επενδυτές. Επιπλέον, η στρατηγική διαφοροποίησης της Κίνας υποδηλώνει ότι το δολάριο δεν είναι πλέον το μόνο αποθεματικό νόμισμα του κόσμου και αυτό είναι σημαντικό για το Πεκίνο, το οποίο προσπαθεί να διεθνοποιήσει το νόμισμά του, καθώς απομακρύνεται από την εξάρτησή του από τον οικονομικό κύκλο και τη νομισματική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών.

Το αποθεματικό καθεστώς του δολαρίου σημαίνει ότι ο κόσμος χρειάζεται δολάρια για την πραγματοποίηση πληρωμών και αυτό επέτρεψε στην κυβέρνηση των ΗΠΑ καθώς και στους Αμερικανούς να δανείζονται με χαμηλότερο κόστος. Το γεγονός ότι η Κίνα υποστηρίζει το ευρωπαϊκό κοινό νόμισμα σε βάρος του δολαρίου έχει έτσι σημαντικές γεωστρατηγικές επιπτώσεις.

Η Ευρώπη, με την σειρά της, έχει υποστηρίξει πολλές από τις νομισματικές φιλοδοξίες της Κίνας. Οι Ευρωπαίοι υποστήριξαν ομόφωνα την απόφαση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) τον Δεκέμβριο του 2015 να συμπεριλάβει το ρενμίνμπι (γουάν) στο καλάθι νομισμάτων που συνθέτουν το Ειδικό Τραβηκτικό Δικαίωμα (Special Drawing Right, SDR), ένα διεθνές αποθεματικό νόμισμα που περιλαμβάνει το δολάριο, το ευρώ, την βρετανική λίρα και το γιεν Ιαπωνίας. Η απόφαση ήταν σαφώς πολιτική. Η ΕΕ θέλησε να στείλει ένα φιλικό μήνυμα στην Κίνα, την δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, καθώς και να αναγνωρίσει το τι έκανε το Πεκίνο για να στηρίξει το ευρώ κατά την κρίση του ευρώ την περίοδο 2009-11, όταν το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα έγινε στόχος κερδοσκοπικών επιθέσεων που προέρχονταν κυρίως από τις τράπεζες και τα hedge funds της Wall Street. Τότε, οι Κινέζοι ηγέτες παρενέβησαν σε διάφορες περιπτώσεις για να καθησυχάσουν τις χρηματοπιστωτικές αγορές αγοράζοντας ομόλογα της ευρωζώνης.

Η απόφαση της Ευρώπης να στηρίξει την ένταξη του κινεζικού νομίσματος στο καλάθι νομισμάτων του ΔΝΤ λήφθηκε επίσης σε αντίθεση με την Ουάσινγκτον, η οποία είχε υποστηρίξει επί χρόνια ότι το κινεζικό νόμισμα πρέπει να συμπεριληφθεί στα SDR μόνο εάν η Κίνα ανοίξει τους λογαριασμούς κεφαλαίων της, δηλαδή να επιτρέπει σε επιχειρήσεις, ιδιώτες και τράπεζες να μεταφέρουν χρήματα χωρίς αυθαίρετους κανόνες και κυβερνητικές εγκρίσεις˙ να αφήσει το νόμισμά της να διακυμαίνεται ελεύθερα˙ και να χαλαρώσει τον κυβερνητικό έλεγχο επί της κεντρικής της τράπεζας. Τίποτε από αυτά δεν συνέβη. Αλλά η Ευρώπη πίστευε ότι η ένταξη του renminbi θα ενθάρρυνε την Κίνα να ελευθερώσει περαιτέρω τα κεφάλαιά της.

Σήμερα, η γηραιά ήπειρος φιλοξενεί το μεγαλύτερο αριθμό τραπεζικών συμψηφισμών renminbi ή υπεράκτιων κόμβων όπου το κινεζικό νόμισμα μπορεί να διαπραγματεύεται. Το γεγονός ότι υπεράκτιοι κόμβοι του renminbi έχουν επίσης εμφανιστεί στην Βουδαπέστη, την Φρανκφούρτη, την πόλη του Λουξεμβούργου, τη Μαδρίτη, το Μιλάνο, το Παρίσι και την Πράγα δείχνουν την προθυμία της Ευρώπης να προωθήσει την χρήση του κινεζικού νομίσματος. Στο ίδιο πνεύμα, οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης έχουν αποδεχθεί -ή σκέφτονται να αποδεχθούν- το νόμισμα της Κίνας ως βιώσιμο αποθεματικό. Παρά το γεγονός ότι το Λονδίνο είναι σήμερα η σημαντικότερη υπεράκτια αγορά για συναλλαγές σε renminbi, όταν το Ηνωμένο Βασίλειο φύγει από την ΕΕ, σημαντικά μερίδια renminbi στο Λονδίνο πιθανότατα θα μετακινηθούν στην ήπειρο σε μέρη όπως το Παρίσι, η Φρανκφούρτη και το Λουξεμβούργο, ενισχύοντας έτσι τον σινο-ευρωπαϊκό νομισματικό άξονα ακόμα περισσότερο.

ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΜΟΙΒΑΙΟΤΗΤΑΣ

Όσον αφορά το εμπόριο, οι σχέσεις μεταξύ της Κίνας και της ΕΕ είναι πιο ταραγμένες, αν και η χλεύη του παγκόσμιου εμπορίου από τον Trump σίγουρα παρέχει ένα άνοιγμα. Μεταξύ του 2002 και του 2016, το συνολικό εμπόριο ΕΕ-Κίνας αυξήθηκε δραματικά, από 125 δισ. ευρώ σε περίπου 515 δισ. ευρώ. Σήμερα, η Κίνα και η ΕΕ εμπορεύονται περισσότερα από 1,5 δισεκατομμύρια ευρώ σε αγαθά κάθε μέρα και το συνολικό διμερές εμπόριο το 2016 ήταν 514,6 δισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή [1] -σχεδόν ισοδύναμο με αυτό που ανταλλάσσουν οι ΗΠΑ με τις Ηνωμένες Πολιτείες [2]. Στην πραγματικότητα, η ΕΕ είναι πλέον ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Κίνας, αν και η Κίνα είναι στην δεύτερη θέση της ΕΕ μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Εκτός από τις δυναμικές εμπορικές σχέσεις, το Πεκίνο προσπαθεί να γοητεύσει την Ευρώπη μέσω επενδύσεων. Η Ευρώπη είναι πλέον ο κορυφαίος προορισμός των κινεζικών ξένων επενδύσεων, ξεπερνώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με το China Global Investment Tracker, το οποίο είναι ένα κοινό σχέδιο του American Enterprise Institute και του Heritage Foundation, η Κίνα επένδυσε περίπου 164 δισεκατομμύρια δολάρια στην Ευρώπη μεταξύ του 2005 και του 2016. Την ίδια περίοδο, η Κίνα επένδυσε 103 δισεκατομμύρια δολάρια στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Τούτου λεχθέντος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ορισμένα κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν αυξήσει τις επικρίσεις τους για την έλλειψη αμοιβαιότητας της Κίνας. Η Κίνα περιορίζει τις ξένες επενδύσεις στην εγχώρια αγορά της σε όλους σχεδόν τους τομείς, με περιορισμένα ανοίγματα στον τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό τομέα. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν συνεχώς δυσκολίες για την είσοδό τους στην αγορά, ενώ οι κινεζικές εταιρείες λαμβάνουν συχνά βοήθεια από την κυβέρνησή τους, για παράδειγμα μέσω επιδοτήσεων ή απλούστερων διαδικασιών. Μεγάλες κυβερνητικές συμβάσεις χορηγούνται συνήθως σε κινεζικές εταιρείες. Οι αλλοδαπές εταιρείες, εν τω μεταξύ, ιδιαίτερα εκείνες με αναγνωρισμένα εμπορικά σήματα και τεχνολογικά προηγμένα προϊόντα, υποχρεούνται να μοιράζονται την εξειδίκευσή τους πριν καν τους επιτραπεί η είσοδος στην αγορά. Αυτό έχει προκαλέσει μια συζήτηση σχετικά με τις αυξανόμενες ανισορροπίες μεταξύ Ευρώπης και Κίνας. Τον Φεβρουάριο, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία ζήτησαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επανεξετάσει τους κανόνες για τις ξένες επενδύσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ήταν ένα μήνυμα προς το Πεκίνο για το άνοιγμα της πρόσβασης στις αγορές του, την στιγμή που οι δύο πλευρές διαπραγματεύονται μια διμερή επενδυτική συμφωνία, η οποία αποσκοπεί στην αντιμετώπιση των ζητημάτων της αμοιβαιότητας.

Ωστόσο, η πρόοδος επί της συμφωνίας έχει σταματήσει λόγω της απροθυμίας της Κίνας να καταργήσει τα μη δασμολογικά εμπόδια σε διάφορους τομείς που ενδιαφέρουν τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Επιπλέον, η ΕΕ δεν επιθυμεί να χορηγήσει καθεστώς οικονομίας της αγοράς στην Κίνα. Ωστόσο, εάν καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με αυτά τα θέματα, θα υπάρξει σημαντική ώθηση του σινο-ευρωπαϊκού εμπορίου και των επενδύσεων σε βάρος των άλλων σημαντικών παικτών, κυρίως των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες πιθανότατα θα λάβουν λιγότερες εισερχόμενες επενδύσεις από την Κίνα.

Στην διάσκεψη κορυφής ΕΕ-Κίνας, οι ηγέτες των δύο πλευρών απέτυχαν να εκδώσουν ένα τελικό κοινό ανακοινωθέν λόγω διαφωνίας σχετικά με την μείωση της παγκόσμιας παραγωγής χάλυβα. Η ετήσια παραγωγή χάλυβα της Κίνας είναι σχεδόν διπλάσια από της ΕΕ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι κινεζικές εξαγωγές χάλυβα βλάπτουν τον χαλυβουργικό τομέα της Ευρώπης θέτοντας σε κίνδυνο δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας. Ως εκ τούτου, η ΕΕ αρνήθηκε το αίτημα της Κίνας να της χορηγηθεί καθεστώς οικονομίας της αγοράς, κάτι που επίσης έκανε τεταμένες τις σχέσεις στην διάσκεψη κορυφής.

ΑΥΞΗΜΕΝΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ

Ωστόσο, όπως αποκάλυψε η σύνοδος κορυφής, υπάρχουν ορισμένα θέματα στα οποία συμφώνησαν η Κίνα και η ΕΕ. Και οι δύο υποσχέθηκαν να συνεχίσουν τις προσπάθειες για την μείωση της ρύπανσης και την καταπολέμηση της ανόδου των επιπέδων της θάλασσας ακόμη και χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Donald Tusk, κατέστησε σαφές ότι «η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να εγκαταλείψουν την συμφωνία του Παρισιού είναι ένα μεγάλο λάθος», προσθέτοντας ότι «η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και η έρευνα, η καινοτομία και η τεχνολογική πρόοδος θα συνεχιστούν». Η Κίνα και η ΕΕ συμφώνησαν να μειώσουν τα ορυκτά καύσιμα, να αναπτύξουν περισσότερη πράσινη τεχνολογία και να συγκεντρώσουν κεφάλαια για να βοηθήσουν τις φτωχότερες χώρες, ιδίως στην Αφρική, να μειώσουν τις εκπομπές τους.

Οι δυο πλευρές συζήτησαν επίσης το πρόβλημα μιας πολεμοχαρούς Βόρειας Κορέας, υποστηρίζοντας την ειρηνική επίλυση μέσω του αυξημένου διαλόγου σε πολυμερές επίπεδο. Η δήλωση έρχεται σε άμεση αντίθεση με τον Trump, ο οποίος ανταποκρίθηκε στις πρόσφατες εκτοξεύσεις πυραύλων του Πιονγιάνγκ με επιθετικότητα, μια στάση που τόσο οι Βρυξέλλες όσο και το Πεκίνο θεωρούσαν ως ανησυχητική για την περιφερειακή ειρήνη. Η κοινή αντίθεση με το διπλωματικό στυλ του Trump ξεκίνησε για πρώτη φορά στον τελευταίο Στρατηγικό Διάλογο Κίνας-ΕΕ, που πραγματοποιήθηκε στο Πεκίνο στις 19 Απριλίου, όταν οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε ένα κοινό όραμα για τα διεθνή θέματα και την παγκόσμια διακυβέρνηση, με τα Ηνωμένα Έθνη στο επίκεντρο. Είναι σαφές ότι οι σχέσεις μεταξύ της ΕΕ και της Κίνας θα συνεχίσουν να ενισχύονται καθώς οι ανησυχίες τους για την μονομερή στάση του Trump απέναντι στα παγκόσμια ζητήματα αυξάνονται.

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι πιθανό ότι η ΕΕ και η Κίνα θα προωθήσουν επίσης δεσμούς στην ασφάλεια και την άμυνα. Η ΕΕ και η Κίνα συνεργάζονται ήδη για την πρόληψη των συγκρούσεων, την διαχείριση κρίσεων και την σταθεροποίηση μετά από σύγκρουση. Η EU NAVFOR, η υπό την ηγεσία της ΕΕ επιχείρηση κατά της πειρατείας στα ανοικτά των ακτών της Σομαλίας, έχει ήδη δοκιμάσει τη ναυτική συνεργασία μεταξύ ορισμένων κρατών-μελών της ΕΕ και της Κίνας. Ειρηνευτικές μονάδες από την Κίνα και τα κράτη-μέλη της ΕΕ επιχειρούν υπό την σημαία των Ηνωμένων Εθνών στον Λίβανο καθώς και σε άλλες επιχειρήσεις των Ηνωμένων Εθνών, όπως στο Κονγκό, στο Μάλι και στο Νότιο Σουδάν.

Η μελλοντική συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας μεταξύ Κίνας και ΕΕ θα μπορούσε να περιλαμβάνει την συμμετοχή της Κίνας στην Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας (Common Security and Defence Policy) της ΕΕ ή σε ειρηνευτικές αποστολές, ιδίως στα εδάφη και τις θάλασσες της Αφρικής, καθώς και σε στοχοθετημένες κοινές στρατιωτικές δραστηριότητες, όπως οι ασκήσεις κατά της πειρατείας και οι ανθρωπιστικές ασκήσεις και επιχειρήσεις διάσωσης. Επιπλέον, το Brexit θα διευκολύνει την δημιουργία μηχανισμού διαρθρωμένου διαλόγου μεταξύ της Στρατιωτικής Επιτροπής της ΕΕ και του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού της Κίνας, συμπεριλαμβανομένου του διορισμού ενός συμβούλου για την άμυνα και την ασφάλεια στην αντιπροσωπεία της ΕΕ στο Πεκίνο. Το Λονδίνο αντιτάχθηκε σταθερά στην δημιουργία μιας τέτοιας θέσης από φόβο ότι αυτή η κίνηση θα έστελνε ένα λάθος μήνυμα στην Ουάσινγκτον και θα υπονόμευε την ιδιαίτερη σχέση τους. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ανέκαθεν ήθελε να παραμείνει η ΕΕ ως ένα εμπορικό μπλοκ και παραδοσιακά ηρνείτο να δώσει στα όργανα της ΕΕ τις εξουσίες και τις ικανότητες που απαιτούνται για την μετατροπή της Ένωσης σε παγκόσμια δύναμη. Για δεκαετίες, το Ηνωμένο Βασίλειο κινητοποιείτο για να παραμείνει η Ευρώπη σταθερά ενσωματωμένη στο πλαίσιο της Δυτικής Συμμαχίας, έργο που ήταν εύκολο λόγω της δέσμευσης της Ουάσιγκτον στους Ευρωπαίους εταίρους της. Σήμερα, αυτό το σχήμα ξεθωριάζει, με το Λονδίνο να εγκαταλείπει την ΕΕ και τον Trump να αποξενώνει τους Δυτικούς συμμάχους του. Αυτό θα διευκολύνει τις Βρυξέλλες να ενισχύσουν τους δεσμούς με την Κίνα σε ένα ολόκληρο φάσμα θεμάτων που έχουν την δυναμική να αμφισβητήσουν την παγκόσμια υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών.

Όμως, μην κάνετε λάθος. Μια συμμαχία Κίνας-ΕΕ θα ήταν περισσότερο ένας γάμος ευκαιρίας παρά μια σταθερή σύμπραξη -μια συνεργασία που διευκολύνεται από το Brexit και που περιστρέφεται γύρω από έναν κοινό ανταγωνισμό ως προς τον Trump. Πρέπει να περιμένουμε και να δούμε αν η νέα δυναμική τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες μετατρέψει αυτόν τον άξονα σε κάτι πιο μόνιμο, καθώς ανοίγουν νέες δυνατότητες για τις σχέσεις Κίνας-ΕΕ, αδιανόητες μόλις πριν από μερικούς μήνες.

Copyright © 2017 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2017-06-06/new-era-eu-chin...

Σύνδεσμοι:
[1] http://trade.ec.europa.eu/doclib/docs/2006/september/tradoc_113366.pdf
[2] https://ustr.gov/countries-regions/china-mongolia-taiwan/peoples-republi...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition