Το δημοψήφισμα του Brexit, έναν χρόνο μετά | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το δημοψήφισμα του Brexit, έναν χρόνο μετά

Οι ιστορικές ρίζες της απόφασης για έξοδο από την ΕΕ

Όταν το Ηνωμένο Βασίλειο προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1973, το έκανε για να ανασυγκροτήσει την δική του προβληματική οικονομία, όχι για να αποτρέψει τον πόλεμο ή να δημιουργήσει μια ομοσπονδία. Σε μια εποχή απο-αποικιοποίησης, στασιμοπληθωρισμού και άγχους για το ισοζύγιο πληρωμών της χώρας, η ΕΟΚ φαινόταν να προσφέρει οικονομικό καταφύγιο. Για τον Edward Heath [7], τον πρωθυπουργό των Συντηρητικών που οδήγησε το Ηνωμένο Βασίλειο στην ΕΟΚ, αυτό που μετρούσε ήταν «η επίπτωση στο βιοτικό επίπεδο του μεμονωμένου πολίτη». Ειδικότερα, οι Συντηρητικοί υποβάθμισαν το ζήτημα της κυριαρχίας: Το μήνυμά τους προς το κοινό ήταν όχι για το τι θα αλλάξει αλλά για το τι θα παραμείνει το ίδιο. Δεν θα υπήρχε «κανένα ζήτημα για οποιαδήποτε διάβρωση της ουσιώδους εθνικής κυριαρχίας», δήλωνε ο Χιθ. Ωστόσο, από πολιτικής απόψεως, πολλά θα άλλαζαν, και μάλιστα πολλά είχαν ήδη αλλάξει: Το 1963, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είχε σημειώσει ότι η Συνθήκη της Ρώμης δημιούργησε μια νέα έννομη τάξη «προς όφελος της οποίας τα κράτη έχουν περιορίσει τα κυριαρχικά τους δικαιώματα». Ο Heath δεν έδωσε σημασία σε αυτό το γεγονός και η εκστρατεία ένταξης στην ΕΟΚ (και το δημοψήφισμα του 1975 για να παραμονή σε αυτήν) χαρακτηρίστηκε από ασαφή γλώσσα σχετικά με το τι θα συνεπαγόταν η ιδιότητα του μέλους. Οι Βρετανοί ευρωσκεπτικιστές μπορούσαν έτσι να ισχυριστούν ότι οι αντίπαλοί τους θόλωσαν τις πραγματικές πολιτικές συνέπειες της ένταξης στην Ευρώπη.

Πράγματι, σε αντίθεση με τους ομολόγους τους απέναντι από το κανάλι [της Μάγχης], αμφότεροι οι Συντηρητικοί όσο και οι Εργατικοί ηγέτες είδαν την Ευρώπη ως μια «επιχειρηματική διευθέτηση», όπως το έθεσε ο πολιτικός των Εργατικών, James Callaghan. Αυτό ήταν περισσότερο εμφανές υπό την Συντηρητική πρωθυπουργό Margaret Thatcher [8], η οποία μετέτρεψε τον κοινοτικό προϋπολογισμό από μια συλλογική προσπάθεια σε ένα σύστημα «αλογοπανήγυρης» στο οποίο το Ηνωμένο Βασίλειο προσπάθησε να κερδίσει περισσότερα από όσα προσέφερε. (Οι διαπραγματεύσεις επί του προϋπολογισμού στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δουβλίνου, όπου η Θάτσερ δήλωσε ότι «αυτό που ζητάμε είναι ένα πολύ μεγάλο ποσό των δικών μας χρημάτων, πίσω», ήταν η επιτομή αυτής της τάσης). Όπως διαπίστωσε ο πολιτικός επιστήμονας Andrew Glencross, αυτή η χρηστική προσέγγιση συνεχίστηκε μέσα στον 21ο αιώνα και βοήθησε να πλαισιωθεί η συζήτηση για το Brexit ως ζήτημα υλικών οφελημάτων και όχι πολιτικών ιδανικών.

27062017-3.jpg

Ο Βρετανός πρωθυπουργός, David Cameron, στις Βρυξέλλες, τον Φεβρουάριο του 2016. DYLAN MARTINEZ / REUTERS
------------------------------------------

ΟΙ ΚΟΜΜΑΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ

Ωστόσο, η απόφαση του Βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον το 2013 για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικά με την ένταξη στην ΕΕ δεν ήταν αποτέλεσμα αυτής της χρηστικής αντίληψης, αλλά των διαιρέσεων εντός του Συντηρητικού Κόμματος. Την εποχή εκείνη, το κόμμα είχε κατακερματιστεί σε τρία στρατόπεδα: Ευρωσκεπτικιστές, υποστηρικτές της Ευρώπης και μια μεσαία ομάδα που ταλαντευόταν μεταξύ αυτών των θέσεων ανάλογα με τις συνθήκες στην Ευρώπη. Με το να ζητήσει από τους Βρετανούς ψηφοφόρους να επιλύσουν μόνιμα το ζήτημα της ένταξης στην ΕΕ, ο Κάμερον ήλπιζε να ξεπεράσει αυτές τις εντάσεις.

Ωστόσο, οι διαιρέσεις εντός των Συντηρητικών ήταν οι ίδιες προϊόν της δεύτερης τάσης -της αυξανόμενης αποξένωσης της βρετανικής πολιτικής ελίτ από τις κομματικές βάσεις τους. Όπως έδειξαν οι πολιτικοί επιστήμονες Peter Mair και Henry Farrell [9], τις τελευταίες δεκαετίες, τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα έχουν γίνει λιγότερο συνδεδεμένα με τους ψηφοφόρους, λιγότερο εδραιωμένα στην κοινωνία, πιο ελιτίστικα και περισσότερο ενσωματωμένα στο κράτος. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η συμμετοχή στα κόμματα μειώθηκε κατά περίπου τα δύο τρίτα μεταξύ 1980 και 2010. Καθώς τα κόμματα συρρικνώθηκαν, οι ηγέτες τους δεν χρειαζόταν πλέον να ακούν τα μέλη τους. Αντ’ αυτού, μπορούσαν να απευθύνονται στον γενικό πληθυσμό.

Καθώς οι κομματικές ελίτ απελευθερώθηκαν από τις βάσεις τους, έγιναν επίσης πιο όμοιες γενικότερα. Ο πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ μετέτρεψε τους Εργατικούς σε ένα κεντρώο, νεοφιλελεύθερο κόμμα. Ο Cameron, αφότου έγινε ηγέτης των Συντηρητικών το 2005, δήλωσε ότι θα βάλει το κόμμα του σε μια «μπλερική» κατεύθυνση. Αυτή η σύγκλιση των απόψεων της ελίτ ενισχύθηκε από την απόσχιση του μεγαλύτερου μέρους της χώρας από το Λονδίνο, το οποίο, όπως επεσήμανε ο ιστορικός Peter Mandler, στεγάζει «μια όλο και πιο κληρονομική κάστα πολιτικών», μαζί με δικηγόρους, δημοσιογράφους και διανοούμενους.

Το κλειστό πολιτικό σύστημα είχε σημαντικές επιπτώσεις για την θέση του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρώπη. Από την δεκαετία του 1990, η ΕΕ άλλαξε δραματικά, καθώς οι Βρυξέλλες αύξησαν την εξουσία τους σε μια σειρά νέων τομέων, από τη νομισματική πολιτική έως την ρύθμιση των προϊόντων. Πολλά κράτη έχουν θέσει αυτές τις αλλαγές σε εθνικά δημοψηφίσματα, αλλά οι Βρετανοί ηγέτες αρνήθηκαν να το πράξουν, αντ’ αυτού αντιμετωπίζοντας τις σχέσεις των εθνών τους με την Ευρώπη ως θέμα ειδικών της εξωτερικής πολιτικής. Πριν από την οικονομική κρίση του 2007-8, οι περισσότεροι από εκείνους τους ειδικούς έτειναν να είναι υπέρ της Ευρώπης.

Όταν η χρηματοπιστωτική κρίση και η κρίση του ευρώ προκάλεσαν απογοήτευση ως προς την ΕΕ, οι Βρετανοί ψηφοφόροι δεν είχαν έτσι μια πολιτική διέξοδο για να κατευθύνουν την δυσαρέσκειά τους. Το αποτέλεσμα ήταν η εφόρμηση του λαϊκιστικού Κόμματος Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (United Kingdom Independence Party, UKIP). Το 2010, το UKIP έλαβε μόνο το 3% των ψήφων, αλλά στις τοπικές εκλογές το 2013, κέρδισε το 22%, απειλώντας να ρουφήξει ευρωσκεπτικιστές ψηφοφόρους από τους Συντηρητικούς. Ήταν αυτή η λαϊκιστική έκρηξη που ο Κάμερον ήλπιζε να αποφύγει όταν άρχισε να σχεδιάζει το δημοψήφισμα [10].