Χαμηλές προσδοκίες στην Κύπρο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Χαμηλές προσδοκίες στην Κύπρο

Πρόοδος αλλά όχι υπόσχεση μιας συμφωνίας επανένωσης
Περίληψη: 

Η μόχλευση που είχαν κάποτε οι Βρυξέλλες στην Τουρκία για την κυπριακή διαμάχη είναι τώρα σε μεγάλο βαθμό ανύπαρκτη. Η Τουρκία δεν επιθυμεί πλέον την ένταξή της στην ΕΕ, κάτι που είχε εξαρτηθεί εν μέρει από την επίλυση της κυπριακής διαμάχης.

Ο JONATHAN GORVETT είναι ανεξάρτητος δημοσιογράφος.

Καθώς διεξαγόταν το διεθνές συνέδριο για την Κύπρο στο Crans-Montana της Ελβετίας στις 28 Ιουνίου, δεκάδες Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν σε σημεία ελέγχου κατά μήκος της προστατευόμενης ζώνης ασφαλείας του ΟΗΕ στην πρωτεύουσα Λευκωσία. Τραγουδώντας τραγούδια και χτυπώντας τύμπανα στην ζέστη του καλοκαιριού, οι διαδηλωτές κρατούσαν μια σειρά από πανό. «Θέλουμε μια λύση τώρα!», έγραφε ένα. «Όχι άλλη αναμονή!» απαιτούσε ένα άλλο.

Πράγματι, έχουν περάσει 54 χρόνια από τότε που η πράσινη αυτή γραμμή χώρισε για πρώτη φορά την κυπριακή πρωτεύουσα. Το 1963 ξέσπασε ενδοκοινοτική βία μεταξύ της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας και της τουρκοκυπριακής μειονότητας, απειλώντας την σταθερότητα της χώρας και φέρνοντας ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ στο νησί. Ωστόσο, οι εντάσεις συνέχισαν και τελικά κατέληξαν σε ένα υποστηριζόμενο από την Ελλάδα πραξικόπημα το 1974 που προσπάθησε να εντάξει την Κύπρο στην Ελλάδα. Σε απάντηση, η Τουρκία εισέβαλε και κατέλαβε τον βορρά, οδηγώντας στην de facto διαίρεση του νησιού. Ακολούθησαν πάνω από τέσσερις δεκαετίες ανήσυχης ειρήνης, διάστικτες από προσπάθειες για επανένωση.

04072017-1.jpg

Ένα βαρέλι κοντά στο οδόφραγμα στην ελεγχόμενη από τον ΟΗΕ ζώνη ασφαλείας στη Λευκωσία, στις 12 Ιανουαρίου 2017. YIANNIS KOURTOGLOU / REUTERS
--------------------------------------------------------------------------------

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, οι σχέσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων έχουν θερμανθεί. Την άνοιξη του 2015, οι ειρηνευτικές συνομιλίες επανεκκινήθηκαν και ένα κύμα αισιοδοξίας σάρωσε την Κύπρο. Παρατηρητές και κάτοικοι ελπίζουν ότι μετά από δεκαετίες ανεπιτυχών διαπραγματεύσεων, ο βορράς και ο νότος θα έχουν τελικά την ευκαιρία να επανενωθούν. Και κατά την διάρκεια των συνομιλιών το Σάββατο, ο εκπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτιέρες, εξέφρασε μια αισιόδοξη δήλωση, λέγοντας: «Ανεφάνη μια σαφής κατανόηση ... που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια συνολική διευθέτηση στην Κύπρο».

Ωστόσο, αυτές οι ελπίδες μπορεί να είναι άστοχες. Η ατμόσφαιρα είχε ήδη χαλάσει τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, όταν η πρώτη φάση της διεθνούς διάσκεψης για την Κύπρο, που πραγματοποιήθηκε στο Mont Pelerin στην Ελβετία, δεν κατάφερε να καταλήξει σε συμφωνία. Οι ηγέτες της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας συναντήθηκαν με Βρετανούς, Έλληνες και Τούρκους υπουργούς Εξωτερικών, καθώς και με έναν παρατηρητή της ΕΕ, για να προσπαθήσουν να επιλύσουν τα εναπομένοντα προβλήματα προς μια συμφωνία. Ωστόσο, τα βασικά ζητήματα -ιδιαίτερα όσον αφορά τις μελλοντικές ρυθμίσεις ασφαλείας του νησιού- αποδείχθηκαν ανυπέρβλητα. Από τότε που ανεξαρτητοποιήθηκε η Κύπρος από τους Βρετανούς το 1960, η Τουρκία, η Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο είχαν το δικαίωμα, ως εγγυήτριες δυνάμεις, να επεμβαίνουν στο νησί εάν θεωρούν ότι η ανεξαρτησία του απειλείται. Οι διαφωνίες σχετικά με το μέλλον αυτού του δικαιώματος, το οποίο η Τουρκία θεωρεί απαραίτητο για την αποτροπή τυχόν μελλοντικών επιθέσεων εναντίον της τουρκοκυπριακής μειονότητας, τελικά αποδείχθηκαν άλυτες. Με τις συνομιλίες να διαλύονται χωρίς μια συμφωνία ή ακόμα και μια ημερομηνία για μια μελλοντική συνάντηση, η ελπίδα για επανένωση εξαφανίστηκε.

Από πολλές απόψεις, αυτή η αλλαγή διάθεσης δεν ήταν έκπληξη, δεδομένων των δραματικών πολιτικών αλλαγών που οδήγησαν στην διάσκεψη του Ιανουαρίου. Δύο χρόνια νωρίτερα, τον Μάιο του 2015, ακριβώς όταν ξεκινούσαν οι ειρηνευτικές συνομιλίες, οι διαμάχες μεταξύ των μερών για τα θαλάσσια σύνορα και τις γεωτρήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου τέθηκαν σε αναμονή, καθώς αξιωματούχοι του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και των κρατών-μελών της ΕΕ ζήτησαν από τις δύο πλευρές να προβούν σε συμφωνία. Μεταξύ αυτών ήταν ο τότε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, η παρουσία του οποίου σηματοδότησε το βαθύτερο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για λύση του Κυπριακού. Η επανένωση του νησιού υποσχόταν ένα τέλος στις τεταμένες σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, δύο βασικών συμμάχων των ΗΠΑ, και επίσης θα άνοιγε την δυνατότητα ερευνών και γεωτρήσεων για φυσικό αέριο στα νότια παράλια της Κύπρου, μεταξύ άλλων ωφελημάτων.

Εκείνη την εποχή, οι σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία ήταν εγκάρδιες, με μόνο περιστασιακές εξάψεις. Η Τουρκία και η ΕΕ, της οποίας η Κύπρος είναι μέλος, βρίσκονταν επίσης σε λειτουργική φάση, έστω και αν οι Βρυξέλλες εξακολουθούσαν να καθυστερούν την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, γεγονός που εν μέρει προκαλείτο από την έλλειψη μιας συμφωνίας στο Κυπριακό. Αλλού στην ανατολική Μεσόγειο, στην Συρία, το συμμαχικό ως προς την Ρωσία καθεστώς του προέδρου Bashar al-Assad ήταν υπό αυξανόμενη πίεση και η πτώση του αναμενόταν ευρέως.

Στην συνέχεια, όμως, λίγους μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο, η Ρωσία άρχισε την εξαιρετικά επιτυχημένη στρατιωτική παρέμβασή της στην Συρία, ενισχύοντας την περιφερειακή παρουσία της, ενώ παράλληλα διέσωζε το καταπολεμούμενο καθεστώς Assad. Στην Τουρκία, δύο εκλογές, η επανέναρξη της κουρδικής σύγκρουσης, η απόπειρα πραξικοπήματος και η μαζική καταστολή της εγχώριας αντιπολίτευσης, άλλαξαν τις δυναμικές της ισχύος εντός της χώρας και, κατά συνέπεια, την στάση της απέναντι στην ΕΕ και την Κύπρο. Οι σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ επιδεινώθηκαν εκείνη την περίοδο, ξεκινώντας από την προσφυγική κρίση, η οποία επιδεινώθηκε από τις ρωσικές αεροπορικές επιδρομές. Επίσης, η Ελλάδα υπέστη σημαντικές αλλαγές. Εκτός από τις μακροχρόνιες οικονομικές δυσκολίες που την έφερναν πολλές φορές ενάντια σε μέλη της ΕΕ, οι σχέσεις της Αθήνας με την Άγκυρα εκφυλίστηκαν σημαντικά. Η συμφωνία μετανάστευσης ΕΕ-Τουρκίας προκάλεσε τριβές μεταξύ αυτών των δύο κρατών-μελών του ΝΑΤΟ, όπως και η άρνηση της Αθήνας να εκδώσει Τούρκους στρατιώτες που κατέφυγαν στην Ελλάδα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα το περασμένο καλοκαίρι.