Η άστατη κατάσταση της ελληνικής πολιτικής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η άστατη κατάσταση της ελληνικής πολιτικής

Οι αγωνιώδεις προσπάθειες του ΣΥΡΙΖΑ και το ρίσκο πρόωρων εκλογών
Περίληψη: 

Η εσωτερική αβεβαιότητα επιδεινώνεται από τις πρόσφατες διεθνείς εξελίξεις. Τα αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών, που είδαν την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ να επιτυγχάνει μια τέταρτη θητεία, έφεραν ένα μήνυμα απογοήτευσης για την Ελλάδα.

Ο HARRIS MYLONAS είναι αναπληρωτής κοσμήτορας για την Έρευνα και αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων στην Σχολή Διεθνών Υποθέσεων Elliott του Πανεπιστημίου George Washington και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο «Οικοδομώντας το Έθνος» (The Politics of Nation-Building [1]).

Κάθε χρόνο στις αρχές Σεπτεμβρίου, η Ελλάδα ξεκινάει την πολιτική της σεζόν με μια ομιλία του πρωθυπουργού κατά την έναρξη της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Αυτό το έτος δεν ήταν διαφορετικό. Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας άνοιξε την εκδήλωση με μια αισιόδοξη ομιλία σχετικά με την ανάκαμψη της οικονομίας και το πώς η Ελλάδα σύντομα «θα βγει από τα μνημόνια». Ισχυρίστηκε ότι η κυβέρνησή του έχει αποκτήσει πολύτιμη εμπειρία από την επίβλεψη προγραμμάτων λιτότητας και έχει μάθει από τα λάθη της στη διαχείριση της κρίσης του χρέους. Έτσι, σύμφωνα με τον Τσίπρα, «δεν είναι τώρα η ώρα να εμπιστευθούμε την μοίρα της Ελλάδας στην αντιπολίτευση» -τα κόμματα που εκείνος ισχυρίζεται ότι δημιούργησαν την συνεχιζόμενη κοινωνικοοικονομική κρίση της Ελλάδας.

27092017-4.jpg

Ο πρωθυπουργός της Ελλάδος, Αλέξης Τσίπρας, σε ομιλία του στην κεντρική επιτροπή του κυβερνώντος κόμματος ΣΥΡΙΖΑ, στην Αθήνα, στις 11 Φεβρουαρίου 2017. MICHALIS KARAGIANNIS / REUTERS
---------------------------------------------------

Μια εβδομάδα αργότερα, καθώς η Έκθεση έφτανε στο τέλος της, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, της κεντροδεξιάς Νέας Δημοκρατίας (ΝΔ), αντέκρουσε τον Τσίπρα. Υποστήριξε ότι ο πρωθυπουργός δεν λέει στον ελληνικό λαό την αλήθεια για τα προβλήματα της χώρας, τα οποία θα επεκταθούν πολύ πέρα από την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια, κάτι που τοποθετείται τον Αύγουστο του 2018. Αντ’ αυτού, επιδιώκει με μια ευκαιριακή ατζέντα να προσκολληθεί στην εξουσία. Αλλά η ΝΔ, υποστήριξε ο Μητσοτάκης, λέει την αλήθεια: Ότι χρειάζονται περισσότερες μεταρρυθμίσεις, χαμηλότεροι φόροι και σκληρή δουλειά για να γυρίσει ξανά η οικονομία στην ανάπτυξη.

Αν και οι ελληνικές εκλογές είναι θεωρητικά προγραμματισμένες για το 2019, η ελληνική πολιτική είναι ασταθής και οι εκλογές θα μπορούσαν να έρθουν πολύ νωρίτερα. Η κυβέρνηση Τσίπρα θα μπορούσε να αποφασίσει να ζητήσει πρόωρες εκλογές εάν ο ΣΥΡΙΖΑ τα πηγαίνει καλά στις δημοσκοπήσεις και αν η ελληνική οικονομία δείχνει σημάδια ανάκαμψης. Επιπλέον, οι πρόωρες εκλογές το 2018 μπορεί να δημιουργήσουν μια ευκαιρία για την κυβέρνηση να επωφεληθεί από το συμβολικό γεγονός της εξόδου από το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης. Αν ο νικητής αυτών των εκλογών κατορθώσει να σχηματίσει κυβέρνηση, τότε τα πράγματα θα είναι σχετικά απλά. Αν όμως δεν γίνει αυτό, η Ελλάδα θα πρέπει να διεξαγάγει νέες εκλογές έναν μήνα αργότερα, μόνο που αυτή την φορά οι εκλογές θα γίνουν με απλή αναλογική . Και δεδομένου του κατακερματισμού του ελληνικού κομματικού συστήματος, η συνεργασία των δύο βασικών κομμάτων, της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, θα είναι απαραίτητη για να σχηματιστεί κυβέρνηση.

Εάν οι εκλογές λάμβαναν χώρα αύριο, οι περισσότερες δημοσκοπήσεις καταγράφουν ότι η ΝΔ του Μητσοτάκη θα είχε σαφές προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα. Μια πρόσφατη δημοσκόπηση της Metron Analysis [2] δείχνει τη ΝΔ 10 ποσοστιαίες μονάδες μπροστά από τον ΣΥΡΙΖΑ. Στο ερώτημα «Ποιος είναι καταλληλότερος για πρωθυπουργός;» το 25% δήλωσε ο Μητσοτάκης και μόνο το 13% δήλωσε ο Τσίπρας. Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα είναι σημαντικό, αφού παραδοσιακά ο εν ενεργεία πρωθυπουργός καταγραφόταν περισσότερο δημοφιλής από τον αντίπαλό του, ακόμα και όταν το κόμμα του έμενε πίσω στις δημοσκοπήσεις. Η παραπάνω πραγματικότητα δεν είναι μια πρόσφατη εξέλιξη, αλλά έχει διαμορφωθεί σε μια περίοδο δύο ετών. Τον τελευταίο καιρό, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει σταματήσει την πτωτική πορεία του στις δημοσκοπήσεις, αλλά δεν έχει φανεί αν μπορεί να αντιστρέψει αυτήν την τάση.

Πράγματι, δυόμισι χρόνια μετά την άνοδό του στην εξουσία [3], ο Τσίπρας έχει χρησιμοποιήσει μεγάλο μέρος του πολιτικού κεφαλαίου του σε ένα δημοψήφισμα και σε πρόωρες εκλογές [4]. Τον Ιούλιο του 2015 έκανε δημοψήφισμα [5] για το τρίτο πακέτο διάσωσης της χώρας, προσδοκώντας μια συντριπτική ψήφο υπέρ του «όχι». Αν και οι πολίτες πράγματι είπαν όχι σε μεγαλύτερη λιτότητα, ο Τσίπρας προχώρησε παρόλα αυτά με τις αντιδημοφιλείς πολιτικές, προξενώντας μεγάλη δυσαρέσκεια σε υποστηρικτές του. Ο Τσίπρας τραυμάτισε την αξιοπιστία του κυβερνητικού συνασπισμού (μεταξύ του ριζοσπαστικού αριστερού ΣΥΡΙΖΑ και του δεξιού εταίρου του, των Ανεξάρτητων Ελλήνων) όταν παραδέχτηκε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε «αυταπάτες» για την ικανότητά του να διαπραγματευτεί με τους πιστωτές της χώρας. Η δημοτικότητα του Τσίπρα επίσης υποχώρησε, αφού έκανε στροφή 180 μοιρών σε πολλά σημαντικά ζητήματα, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, το εργατικό δίκαιο, η ελάφρυνση του χρέους και η φορολογία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας ειδικότερα, προσπαθούν να επαναπροσδιοριστούν, αλλά αυτό δημιουργεί ένα συγκεχυμένο μίγμα μερικές φορές αντιφατικών μηνυμάτων. Ο Τσίπρας έχει κάνει συστηματική προσπάθεια να παρουσιάσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως ένα σοσιαλδημοκρατικό, κεντροαριστερό κόμμα, για παράδειγμα δημοσιεύοντας ένα άρθρο [6] που κάνει παραλληλισμούς μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και του σοσιαλδημοκρατικού Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ) των πρώτων χρόνων του στην εξουσία, τη δεκαετία του '80. Επίσης συνέκρινε τον εαυτό του, έστω και έμμεσα, με τον χαρισματικό ηγέτη και ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέα Γ. Παπανδρέου.