Τι είπε πράγματι ο Τραμπ για την Ιερουσαλήμ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι είπε πράγματι ο Τραμπ για την Ιερουσαλήμ

Και τι προοιωνίζεται για το Παλαιστινιακό ζήτημα

Το Σχέδιο Διαχωρισμού του 1947 προέβλεπε, ότι όλη η πόλη της Ιερουσαλήμ -εντός και εκτός των τειχών- θα έπρεπε να αποτελέσει μια διακριτή διοικητική οντότητα υπό την διοίκηση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Ωστόσο, η έκβαση του Α’ Αραβοϊσραηλινού Πολέμου (1948-1949) διαμόρφωσε νέα δεδομένα, καθιστώντας ανεφάρμοστο το Σχέδιο Διαχωρισμού, όχι μόνο στην πόλη της Ιερουσαλήμ αλλά και σε όλη την πάλαι ποτέ ενιαία Παλαιστίνη της Βρετανικής Εντολής.

Τον Φεβρουάριο του 1949 πραγματοποιήθηκαν διμερείς συνομιλίες στην Ρόδο ανάμεσα στο Ισραήλ και την Ιορδανία. Οι συνομιλίες εκείνες κατέληξαν στην υπογραφή συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός. Η «πράσινη γραμμή» διαχώριζε την Ιερουσαλήμ σε δύο τομείς: Στον δυτικό και τον ανατολικό, που περιήλθαν υπό ισραηλινή και ιορδανική κυριαρχία, αντίστοιχα. Αυτή η εξέλιξη αποτέλεσε την ταφόπλακα του διεθνούς καθεστώτος της Ιερουσαλήμ, όπως αυτό καθοριζόταν από το Σχέδιο Διαχωρισμού του 1947.

Το θέμα, όμως, δεν σταμάτησε εκεί. Με την ενθάρρυνση των Ηνωμένων Πολιτειών, συνεστήθη από τον ΟΗΕ η Palestine Conciliation Committee (PCC) στην οποία μετείχαν οι ΗΠΑ, η Τουρκία και η Γαλλία. Αντικείμενο της PCC ήταν να διερευνηθεί, μεταξύ άλλων, όχι μόνο εάν είναι δυνατόν να επιλυθούν ζητήματα που κληροδότησε ο Πόλεμος του 1948 (προσφυγικό, εδαφικό και ιδιοκτησιακό) αλλά και εάν υπήρχε η δυνατότητα να εφαρμοσθούν, έστω και εκ των υστέρων, κάποια από τα ειδικότερα σημεία του αρχικού Σχεδίου Διαχωρισμού του 1947. Εκπεφρασμένη βούληση της PCC ήταν να υπαχθεί η Ιερουσαλήμ υπό διεθνές καθεστώς.

27122017-5.jpg

Μια γενική άποψη δείχνει τον Θόλο του Βράχου (αριστερά) και το Δυτικό Τείχος (κέντρο) στην παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ, στις 6 Δεκεμβρίου 2017. REUTERS/Ammar Awad
------------------------------------------------------------------------------------

Η περίοδος των διερευνητικών επαφών της PCC συνέπιπτε με την σύντομη, αλλά πολύ σημαντική, περίοδο της διπλωματικής προσέγγισης του νεαρού εβραϊκού κράτους με την Σοβιετική Ένωση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, η PCC να χρωματισθεί άδικα ως «φιλοδυτική». Απόδειξη γι’ αυτό ήταν, ότι η φιλοδυτική και φιλοβρετανική Ιορδανία δεν ήταν πρόθυμη να παραδώσει τον ανατολικό τομέα της Ιερουσαλήμ στον ΟΗΕ. Ο έλεγχος των Ιερών Προσκυνημάτων της Παλαιάς Πόλης προσέδιδε στην νεοσύσταση Ιορδανία διεθνές κύρος, καθιστώντας τον μονάρχη της θεματοφύλακα των Αγίων Τόπων. Μπορεί το ιορδανικό κράτος να στερείτο σημαντικών πλουτοπαραγωγικών πηγών, αλλά αυτή η εξέλιξη του προσέδιδε ποικίλα οφέλη σε διεθνές διπλωματικό επίπεδο. Αντίστοιχα, ούτε οι Ισραηλινοί δεν δέχονταν να παραδώσουν στον ΟΗΕ την Δυτική Ιερουσαλήμ, την οποίαν εν τω μεταξύ είχαν ανακηρύξει πρωτεύουσά τους και το όνομά της περιλαμβανόταν στους στίχους του εθνικού τους ύμνου. Ο πρωθυπουργός Μπεν-Γκουριόν δεν παρέλειπε να τονίζει στον ΟΗΕ, στην PCC και στο κοινοβούλιο της χώρας του ότι «η Ιερουσαλήμ είναι για το Ισραήλ ό,τι ακριβώς είναι το Παρίσι για τους Γάλλους και η Ρώμη για τους Ιταλούς» -και εξέφραζε την δική του «εθνική αλήθεια».

Έτσι, κατόπιν της άρνησης τόσο του Ισραήλ, όσο και της Ιορδανίας, το διεθνές καθεστώς της Ιερουσαλήμ παρέμεινε ένας από τους πάμπολλους ανεφάρμοστους όρους του Σχεδίου Διαχωρισμού του 1947, το οποίο, έτσι κι αλλιώς, δεν πρόλαβε ποτέ να εφαρμοσθεί. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι, την στιγμή που κύριοι υπέρμαχοι της διεθνοποίησης της Ιερουσαλήμ ήταν οι ΗΠΑ, τελικά αυτή που έριξε την χαριστική βολή σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο ήταν η Σοβιετική Ένωση. Στις 19 Απριλίου 1950 ο επικεφαλής της μόνιμης αντιπροσωπείας της ΕΣΣΔ στον ΟΗΕ, Γιάκομπ Μάλικ, τάχθηκε ανοικτά κατά της υπαγωγής της Ιερουσαλήμ υπό διεθνή έλεγχο «επειδή αυτήν την λύση δεν την θέλουν ούτε οι Εβραίοι, ούτε οι Άραβες» [2]. Kαι αυτή η παραδοχή ήταν αληθινή, ως επίσης και οι εξής παρεπόμενες: Ορθώς οι αραβικές χώρες δεν ήθελαν να δεσμευθούν με τελικές συμφωνίες επίλυσης του ζητήματος, επειδή ήταν σίγουρες ότι σε έναν μελλοντικό πόλεμο θα ανακτούσαν τα εδάφη που έχασαν το 1948. Άλλωστε, οι συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός της Ρόδου δεν αποτελούσαν «συνθήκες ειρήνης». Απλώς καθόριζαν τις γραμμές διακοπής των εχθροπραξιών, οι οποίες εν ευθέτω χρόνω θα συνεχίζονταν. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, ορθώς το Ισραήλ δεν ήθελε να υποχρεωθεί σε εδαφικές παραχωρήσεις, επειδή στόχος του ήταν να διασφαλίσει τα κεκτημένα -και εν προκειμένω την πρωτεύουσα του, μια πόλη-σύμβολο για την εβραϊκή Ιστορία.

Το Ισραήλ ανακήρυξε πρωτεύουσά του τον δυτικό τομέα της Ιερουσαλήμ στις 13 Δεκεμβρίου 1949. Έκτοτε, το Προεδρικό και το Πρωθυπουργικό Μέγαρο, η Κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο εδρεύουν εκεί. Παρ’ όλα αυτά, οι ξένες κυβερνήσεις, επικαλούμενες το Σχέδιο Διαχωρισμού που όριζε ότι η Ιερουσαλήμ θα έπρεπε να τεθεί υπό διεθνές καθεστώς, δήλωναν εμπράκτως ότι δεν την αναγνώριζαν ως πρωτεύουσα του νέου κράτους και άνοιγαν τις πρεσβείες τους στο Τελ Αβίβ.

Η ισραηλινή κυβέρνηση αποφάσισε να αντιμετωπίσει το δυσάρεστο γι’ αυτήν φαινόμενο ως εξής: Στις 4 Μαΐου 1952 αποφάσισε να μεταφέρει την έδρα του Υπουργείου Εξωτερικών από το Τελ Αβίβ στην Δυτική Ιερουσαλήμ. Η απόφαση υλοποιήθηκε στις 13 Ιουλίου 1953 και έκτοτε, όλοι οι ξένοι διπλωμάτες ήταν υποχρεωμένοι να μεταβαίνουν καθημερινά στην διαφιλονικούμενη πόλη στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων τους. Με αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο, οι Ισραηλινοί κατέστησαν την «πραγματική τους πρωτεύουσα» επίκεντρο της διπλωματικής ζωής –με απώτερο σκοπό, κάποια στιγμή η διεθνής κοινότητα να αποδεχθεί, και τυπικά, τα τετελεσμένα του πολέμου του 1948.