Τι είπε πράγματι ο Τραμπ για την Ιερουσαλήμ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι είπε πράγματι ο Τραμπ για την Ιερουσαλήμ

Και τι προοιωνίζεται για το Παλαιστινιακό ζήτημα

Η μεταφορά του Υπουργείου Εξωτερικών από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ καταδικάσθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας, χαρακτηρίζοντάς την «μια πράξη αυθαιρεσίας, που θίγει το διεθνές καθεστώς της πόλης» [3]. Πέραν αυτών όμως, η συνεχιζόμενη διαφωνία ως προς το ποια εν τέλει θα έπρεπε να είναι η «νόμιμη» ισραηλινή πρωτεύουσα δημιούργησε πλείστες παραδοξότητες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η περίπτωση της Ελλάδας, η οποία αφ’ ενός είχε καταψηφίσει το Σχέδιο Διαχωρισμού αφ’ ετέρου, παρότι οι διαπραγματεύσεις για την κατάπαυση του πυρός πραγματοποιήθηκαν στο έδαφός της, δεν αναγνώρισε το Ισραήλ ούτε εξ αρχής αλλά ούτε και αργότερα, όταν πλέον οι ΗΠΑ, η ΕΣΣΔ και όλες οι χώρες της Δυτικής και της Ανατολικής Ευρώπης το είχαν πράξει. Ήδη από το 1862, η Ελλάδα λειτουργούσε το Προξενείο της στην Ιερουσαλήμ, το οποίο διατήρησε και επί Βρετανικής Εντολής. Μετά την λήξη του πολέμου του 1948, ο Έλληνας πρόξενος στα Ιεροσόλυμα συνέχιζε να ασκεί τα καθήκοντά του στον δυτικό τομέα της πόλης που τελούσε υπό ισραηλινή κυριαρχία. Ωστόσο, δεν ήταν διαπιστευμένος σε καμία κυβέρνηση. Ύστερα από αμερικανικές πιέσεις, η Ελλάδα προέβη στην de facto αναγνώριση του Ισραήλ το 1952. Έτσι, ο Έλληνας πρόξενος της Ιερουσαλήμ ανέλαβε και χρέη «Διπλωματικού Αντιπροσώπου της Ελλάδος παρά τη Ισραηλινή Κυβερνήσει» [4]. Το παράδοξο ήταν ότι η Ελλάδα –αν και δεν αναγνώριζε de jure το Ισραήλ- αναγνώριζε de facto την κυβέρνησή του, η οποία, μάλιστα, έδρευε σε μια πόλη που τελούσε υπό την κυριαρχία ενός κράτους υπαρκτού μεν, πλην όμως, μη αναγνωρισμένου…

Από τα μέσα Ιουνίου του 1956 και έως το 1967, με υπουργό Εξωτερικών την Γκόλντα Μέιρ, το Ισραήλ έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις σχέσεις του με αναπτυσσόμενες χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Στις χώρες αυτές το Ισραήλ παρείχε αναπτυξιακή βοήθεια σε ποικίλους τομείς (γεωργία, κτηνοτροφία, παιδεία, δημόσια έργα, ιατρική περίθαλψη, στρατιωτική εκπαίδευση κ.ά.) αποστέλλοντας ειδικούς συμβούλους και επιστημονικό προσωπικό. Οι διακρατικές σχέσεις που καλλιεργήθηκαν είχαν ως αποτέλεσμα, οι χώρες αυτές να στηρίζουν το Ισραήλ στα διεθνή fora. Μάλιστα, μερικές από αυτές –όπως η Ακτή Ελεφαντοστού, το Ζαΐρ (μετέπειτα Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό), η Κένυα, η Βολιβία, η Χιλή, η Κολομβία, η Κόστα Ρίκα, η Δομινικανή Δημοκρατία, η Αϊτή, ο Ισημερινός, το Ελ Σαλβαδόρ, η Γουατεμάλα, ο Παναμάς, η Ουρουγουάη και η Βενεζουέλα– είχαν εγκαταστήσει τις πρεσβείες τους στην Δυτική Ιερουσαλήμ. Αξίζει να σημειωθεί, ότι η πρώτη και μοναδική χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ που άνοιξε πρεσβεία στην Δυτική Ιερουσαλήμ, ήταν η Ολλανδία. Αυτές οι εξελίξεις ενίσχυαν την επιχειρηματολογία της ισραηλινής κυβέρνησης, ότι το διεθνές corpus separatum της Ιερουσαλήμ, που όριζε το πάλαι ποτέ Σχέδιο Διαχωρισμού, ανήκε οριστικά στο παρελθόν. Παρ’ όλα αυτά, οι Ηνωμένες Πολιτείες απέφευγαν να καθορίσουν την στάση τους ως προς το συγκεκριμένο θέμα, προτιμώντας να μην μπουν στην διαδικασία να αναγνωρίσουν ποια πόλη είναι –ή θα έπρεπε να είναι- η πρωτεύουσα του Ισραήλ. Το παράδειγμα της Ουάσινγκτον ακολούθησε η συντριπτική πλειοψηφία της διεθνούς κοινότητας.

Δύο ήταν τα γεγονότα που απομάκρυναν τις ξένες πρεσβείες από την Δυτική Ιερουσαλήμ. Αφ’ ενός ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ και η καταδίκη του Ισραήλ εκ μέρους του Κινήματος των Αδεσμεύτων το 1973, ώθησαν την Ακτή Ελεφαντοστού, την Κένυα και το Ζαΐρ να διακόψουν τις διπλωματικές τους σχέσεις με το εβραϊκό κράτος και να κλείσουν τις πρεσβείες τους που λειτουργούσαν στον δυτικό τομέα της πόλης. Στην συνέχεια, όταν το 1980 η ισραηλινή κυβέρνηση αποφάσισε να προσαρτήσει και τον ανατολικό τομέα της Ιερουσαλήμ, όλες οι υπόλοιπες χώρες -συμπεριλαμβανομένης και της Ολλανδίας- συμμορφώθηκαν με σχετική απόφαση του ΟΗΕ και μετέφεραν τις πρεσβείες τους στο Τελ Αβίβ. Εξαίρεση αποτέλεσαν η Κόστα Ρίκα και το Ελ Σαλβαδόρ που απέσυραν τις πρεσβείες τους από την Ιερουσαλήμ το 1980, αλλά τις επανέφεραν στην πόλη το 1984. Δώδεκα χρόνια αργότερα, μη αντέχοντας περισσότερο το διπλωματικό κόστος, επανέφεραν τις πρεσβείες τους στο Τελ Αβίβ το 2006, μεσούσης της δεύτερης ιντιφάντα.

27122017-6.jpg

Στιγμιότυπο από διαδήλωση που διοργανώθηκε από το κράτος Jamiat-E-Ulama της Δυτικής Βεγγάλης κατά της απόφασης του Αμερικανού προέδρου Donald Trump να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, στην Κολκάτα της Ινδίας, στις 21 Δεκεμβρίου 2017. REUTERS/Rupak De Chowdhuri
------------------------------------------------------------------------------

Παραμονές της ειρηνευτικής διάσκεψης της Μαδρίτης το 1991, πολλές χώρες που είχαν διακόψει ή δεν διατηρούσαν διπλωματικές σχέσεις με το εβραϊκό κράτος, αποφάσισαν να μεταβάλουν την στάση τους, εγκαθιδρύοντας, αποκαθιστώντας ή αναβαθμίζοντας τις σχέσεις τους μαζί του. Το 1993, με τις συμφωνίες του Όσλο να δίνουν νέα δυναμική στην ειρηνευτική διαδικασία, νέες πρεσβείες έκαναν την εμφάνισή τους στην χώρα. Ωστόσο, όλες τους άνοιγαν στο Τελ Αβίβ και όχι στην Ιερουσαλήμ. Εκτός από το γεγονός ότι δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν την προσάρτηση της ανατολικής πλευράς της πόλης που είχε αποφασισθεί το 1980, υπήρχε και ένας νέος, πρόσθετος λόγος: Οι συμφωνίες του Όσλο όριζαν, ότι το τελικό καθεστώς της Ιερουσαλήμ θα επιλυόταν στο τελευταίο στάδιο των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινιακής Αρχής, «όταν πια θα έχουν επιλυθεί άλλα, ευκολότερα ζητήματα». Έτσι, καμία ξένη χώρα δεν ήθελε να υπεισέλθει στο θέμα της κυριαρχίας επί της Ιερουσαλήμ, για να μην δημιουργηθούν επιπλοκές στην ομαλή πορεία του Οδικού Χάρτη.