Τι είπε πράγματι ο Τραμπ για την Ιερουσαλήμ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι είπε πράγματι ο Τραμπ για την Ιερουσαλήμ

Και τι προοιωνίζεται για το Παλαιστινιακό ζήτημα

Έχοντας συμπληρώσει δεκατρείς μήνες στον Λευκό Οίκο, ο Ντόναλντ Τραμπ κατόρθωσε να εισπράξει τόσες επικρίσεις, όσες δεν συγκέντρωσαν όλοι οι προκάτοχοί του καθ’ όλη της διάρκεια της θητείας τους. Ευθύνεται και ο ίδιος για αυτό. Οι άκομψες δηλώσεις του, η στάση του έναντι των ΜΜΕ που του ασκούν κριτική, ακόμα και η γλώσσα του σώματός του, δίνουν πλείστες αφορμές. Πρόσφατο παράδειγμα αποτέλεσαν οι μαζικές αντιδράσεις στην απόφασή του να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ, ως πρωτεύουσα του Ισραήλ. Έτσι, για ακόμα μία φορά, δόθηκε η εντύπωση, ότι η εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών άγεται και φέρεται από τον παρορμητικό χαρακτήρα του προέδρου τους, σαν να επιθυμεί διακαώς την επίσπευση των Ημερών της Κρίσης.

Εάν η εξήγηση είναι τόσο απλή, τότε η παρούσα ανάλυση θα πρέπει να τελειώσει εδώ.

27122017-4.jpg

Παλαιστίνιοι στη Ράφα, στη νότια Λωρίδα της Γάζας, καίνε αφίσα που απεικονίζει τον Ντόναλντ Τραμπ, ενώ η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ πραγματοποιεί έκτακτη ειδική σύνοδο για να εγκρίνει ψήφισμα που καλεί τις ΗΠΑ να αποσύρουν την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, στις 21 Δεκεμβρίου 2017. REUTERS/Ibraheem Abu Mustafa
------------------------------------------------------------

Εάν, όμως, δεχθούμε ότι το διάγγελμα του Αμερικανού προέδρου είναι μια κίνηση μελετημένη και προσεκτικά σχεδιασμένη από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τότε, για να γίνει κατανοητή και στην συνέχεια να αξιολογηθεί, θα πρέπει να ανατρέξουμε στο παρελθόν και στον τρόπο με τον οποίον οι ΗΠΑ διαχειρίστηκαν το ανοικτό ζήτημα του καθεστώτος της Ιερουσαλήμ, στο πλαίσιο επίλυσης της αραβοϊσραηλινής διένεξης.

ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Στις 24 Νοεμβρίου 1947, μια ακριβώς εβδομάδα πριν την ψήφιση του Σχεδίου Διαχωρισμού στον ΟΗΕ, το Αμερικανικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας πρότεινε τις κατευθυντήριες γραμμές, που θα έπρεπε να ακολουθήσει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στην διαχείριση του Παλαιστινιακού, καταλήγοντας στα εξής :

«Η ασφάλεια της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής είναι ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Αποτελεί εθνικό συμφέρον των ΗΠΑ να αποκτήσει την καλή θέληση όλων των λαών της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, των Εβραίων και των Αράβων, προκειμένου να προσανατολισθούν προς την Δύση και όχι προς την Σοβιετική Ένωση. Οι διαφορές μεταξύ του νέου εβραϊκού κράτους και των αραβικών χωρών θα πρέπει να λειανθούν, έως του σημείου ώστε όλες οι κρατικές οντότητες της περιοχής να ενεργούν συντονισμένα και ενάντια στην σοβιετική επεκτατικότητα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να παράσχουν την κατάλληλη καθοδήγηση, με σκοπό την επίλυση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων της περιοχής επί αντικειμενικής βάσεως, τόσο ως προς το εβραϊκό κράτος, όσο και προς τις αραβικές χώρες –πάντοτε όμως, ανάλογα με τον βαθμό που επιθυμούν οι δύο αυτοί λαοί να βοηθήσουν τους εαυτούς τους» [1].

Με αυτές τις φράσεις συνοψίζεται η πεμπτουσία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής ως προς την αραβοϊσραηλινή διένεξη, από το 1947 έως και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Αρκεί να θυμηθούμε την απαίτηση των ΗΠΑ να αποσυρθούν τα βρετανικά, γαλλικά και ισραηλινά στρατεύματα από την Αίγυπτο κατά την Κρίση του Σουέζ το 1956. Ή την επιμονή της Ουάσινγκτον να τηρήσει το εμπάργκο όπλων κατά του Ισραήλ έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Αρκεί, επίσης, να θυμηθούμε τον ρόλο των ΗΠΑ προκειμένου να συναφθεί η συνθήκη ειρήνης στο Καμπ Ντέιβιντ μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου.

Όταν η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε και προτού προλάβει ο πάλαι ποτέ Ψυχρός Πόλεμος να μεταλλαχθεί και να λάβει την σημερινή του μορφή, οι διεθνείς παίκτες αποφάσισαν να υιοθετήσουν κοινή στρατηγική για να επιλυθεί η αραβοϊσραηλινή διαφορά επί τη βάσει της αρχής «Δύο Έθνη - Δύο Κράτη». Η στρατηγική αυτή αποτυπώθηκε το 1993 στις συμφωνίες του Όσλο. Θεσπίσθηκε ο Οδικός Χάρτης για την Ειρήνη, που προέβλεπε μια μακρά διαδικασία απ’ ευθείας διαπραγματεύσεων μεταξύ του Ισραήλ και της νεοσύστατης Παλαιστινιακής Αρχής, με τελικό σκοπό την ειρηνική γειτνίαση. Την ειρηνευτική διαδικασία καλούνταν να συντονίσουν από κοινού οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η ΕΕ και ο ΟΗΕ –συναποτελώντας το λεγόμενο «Κουαρτέτο για την Ειρήνη».

Ουσιαστικά, το Κουαρτέτο κλήθηκε να κινηθεί στο πλαίσιο των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών που είχε διατυπώσει το Αμερικανικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας ήδη από το 1947. Υπήρχε, όμως, μια σημαντική διαφορά. Ενώ τότε ο κίνδυνος για την Μέση Ανατολή ήταν ο σοβιετικός επεκτατισμός, στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο αναδεικνυόταν ένας νέος κίνδυνος: Ο ισλαμικός φονταμενταλισμός. Αυτός ο νέος κίνδυνος δεν απειλούσε μόνο τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ανησυχητικά σημάδια παρατηρούνταν στην Ρωσία, στην Κίνα, στην Ευρώπη, αλλά πρωτίστως, στον αραβικό κόσμο –και ειδικότερα στην παλαιστινιακή κοινωνία. Το κτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Aκολούθησαν οι επιπτώσεις της λεγόμενης Αραβικής Άνοιξης, η εμφάνιση του Ισλαμικού Κράτους και ο συριακός εμφύλιος. Εν μέσω αυτού του κυκεώνα αλλαγών, η διένεξη Ισραηλινών και Παλαιστινίων χρωματιζόταν ολοένα και περισσότερο από την θρησκευτική της πτυχή. Η διένεξη έπρεπε επιτέλους να επιλυθεί οριστικά, επειδή πυροδοτούσε απρόβλεπτες εξελίξεις, όχι μόνο στο Ισραήλ, στην Δυτική Όχθη, στην Γάζα και στην Μέση Ανατολή, αλλά και παγκοσμίως. Συγχρόνως, διαπιστωνόταν ότι ο απόλυτος ορθολογισμός του Οδικού Χάρτη δεν ήταν σε θέση να επιλύσει το ζήτημα. Χρόνια τώρα οι διαπραγματεύσεις δεν σημειώνουν καμία απολύτως πρόοδο, και γι’ αυτό ευθύνονται ανεξαιρέτως όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Με το πάγωμα των διαπραγματεύσεων η ατέρμονη διένεξη οξύνεται και το κυριότερο ζήτημα προς επίλυση αφήνεται κυριολεκτικά στην τύχη του: Το τελικό καθεστώς της Ιερουσαλήμ.

Η ΔΥΤΙΚΗ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ ΩΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ

Το Σχέδιο Διαχωρισμού του 1947 προέβλεπε, ότι όλη η πόλη της Ιερουσαλήμ -εντός και εκτός των τειχών- θα έπρεπε να αποτελέσει μια διακριτή διοικητική οντότητα υπό την διοίκηση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Ωστόσο, η έκβαση του Α’ Αραβοϊσραηλινού Πολέμου (1948-1949) διαμόρφωσε νέα δεδομένα, καθιστώντας ανεφάρμοστο το Σχέδιο Διαχωρισμού, όχι μόνο στην πόλη της Ιερουσαλήμ αλλά και σε όλη την πάλαι ποτέ ενιαία Παλαιστίνη της Βρετανικής Εντολής.

Τον Φεβρουάριο του 1949 πραγματοποιήθηκαν διμερείς συνομιλίες στην Ρόδο ανάμεσα στο Ισραήλ και την Ιορδανία. Οι συνομιλίες εκείνες κατέληξαν στην υπογραφή συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός. Η «πράσινη γραμμή» διαχώριζε την Ιερουσαλήμ σε δύο τομείς: Στον δυτικό και τον ανατολικό, που περιήλθαν υπό ισραηλινή και ιορδανική κυριαρχία, αντίστοιχα. Αυτή η εξέλιξη αποτέλεσε την ταφόπλακα του διεθνούς καθεστώτος της Ιερουσαλήμ, όπως αυτό καθοριζόταν από το Σχέδιο Διαχωρισμού του 1947.

Το θέμα, όμως, δεν σταμάτησε εκεί. Με την ενθάρρυνση των Ηνωμένων Πολιτειών, συνεστήθη από τον ΟΗΕ η Palestine Conciliation Committee (PCC) στην οποία μετείχαν οι ΗΠΑ, η Τουρκία και η Γαλλία. Αντικείμενο της PCC ήταν να διερευνηθεί, μεταξύ άλλων, όχι μόνο εάν είναι δυνατόν να επιλυθούν ζητήματα που κληροδότησε ο Πόλεμος του 1948 (προσφυγικό, εδαφικό και ιδιοκτησιακό) αλλά και εάν υπήρχε η δυνατότητα να εφαρμοσθούν, έστω και εκ των υστέρων, κάποια από τα ειδικότερα σημεία του αρχικού Σχεδίου Διαχωρισμού του 1947. Εκπεφρασμένη βούληση της PCC ήταν να υπαχθεί η Ιερουσαλήμ υπό διεθνές καθεστώς.

27122017-5.jpg

Μια γενική άποψη δείχνει τον Θόλο του Βράχου (αριστερά) και το Δυτικό Τείχος (κέντρο) στην παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ, στις 6 Δεκεμβρίου 2017. REUTERS/Ammar Awad
------------------------------------------------------------------------------------

Η περίοδος των διερευνητικών επαφών της PCC συνέπιπτε με την σύντομη, αλλά πολύ σημαντική, περίοδο της διπλωματικής προσέγγισης του νεαρού εβραϊκού κράτους με την Σοβιετική Ένωση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, η PCC να χρωματισθεί άδικα ως «φιλοδυτική». Απόδειξη γι’ αυτό ήταν, ότι η φιλοδυτική και φιλοβρετανική Ιορδανία δεν ήταν πρόθυμη να παραδώσει τον ανατολικό τομέα της Ιερουσαλήμ στον ΟΗΕ. Ο έλεγχος των Ιερών Προσκυνημάτων της Παλαιάς Πόλης προσέδιδε στην νεοσύσταση Ιορδανία διεθνές κύρος, καθιστώντας τον μονάρχη της θεματοφύλακα των Αγίων Τόπων. Μπορεί το ιορδανικό κράτος να στερείτο σημαντικών πλουτοπαραγωγικών πηγών, αλλά αυτή η εξέλιξη του προσέδιδε ποικίλα οφέλη σε διεθνές διπλωματικό επίπεδο. Αντίστοιχα, ούτε οι Ισραηλινοί δεν δέχονταν να παραδώσουν στον ΟΗΕ την Δυτική Ιερουσαλήμ, την οποίαν εν τω μεταξύ είχαν ανακηρύξει πρωτεύουσά τους και το όνομά της περιλαμβανόταν στους στίχους του εθνικού τους ύμνου. Ο πρωθυπουργός Μπεν-Γκουριόν δεν παρέλειπε να τονίζει στον ΟΗΕ, στην PCC και στο κοινοβούλιο της χώρας του ότι «η Ιερουσαλήμ είναι για το Ισραήλ ό,τι ακριβώς είναι το Παρίσι για τους Γάλλους και η Ρώμη για τους Ιταλούς» -και εξέφραζε την δική του «εθνική αλήθεια».

Έτσι, κατόπιν της άρνησης τόσο του Ισραήλ, όσο και της Ιορδανίας, το διεθνές καθεστώς της Ιερουσαλήμ παρέμεινε ένας από τους πάμπολλους ανεφάρμοστους όρους του Σχεδίου Διαχωρισμού του 1947, το οποίο, έτσι κι αλλιώς, δεν πρόλαβε ποτέ να εφαρμοσθεί. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι, την στιγμή που κύριοι υπέρμαχοι της διεθνοποίησης της Ιερουσαλήμ ήταν οι ΗΠΑ, τελικά αυτή που έριξε την χαριστική βολή σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο ήταν η Σοβιετική Ένωση. Στις 19 Απριλίου 1950 ο επικεφαλής της μόνιμης αντιπροσωπείας της ΕΣΣΔ στον ΟΗΕ, Γιάκομπ Μάλικ, τάχθηκε ανοικτά κατά της υπαγωγής της Ιερουσαλήμ υπό διεθνή έλεγχο «επειδή αυτήν την λύση δεν την θέλουν ούτε οι Εβραίοι, ούτε οι Άραβες» [2]. Kαι αυτή η παραδοχή ήταν αληθινή, ως επίσης και οι εξής παρεπόμενες: Ορθώς οι αραβικές χώρες δεν ήθελαν να δεσμευθούν με τελικές συμφωνίες επίλυσης του ζητήματος, επειδή ήταν σίγουρες ότι σε έναν μελλοντικό πόλεμο θα ανακτούσαν τα εδάφη που έχασαν το 1948. Άλλωστε, οι συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός της Ρόδου δεν αποτελούσαν «συνθήκες ειρήνης». Απλώς καθόριζαν τις γραμμές διακοπής των εχθροπραξιών, οι οποίες εν ευθέτω χρόνω θα συνεχίζονταν. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, ορθώς το Ισραήλ δεν ήθελε να υποχρεωθεί σε εδαφικές παραχωρήσεις, επειδή στόχος του ήταν να διασφαλίσει τα κεκτημένα -και εν προκειμένω την πρωτεύουσα του, μια πόλη-σύμβολο για την εβραϊκή Ιστορία.

Το Ισραήλ ανακήρυξε πρωτεύουσά του τον δυτικό τομέα της Ιερουσαλήμ στις 13 Δεκεμβρίου 1949. Έκτοτε, το Προεδρικό και το Πρωθυπουργικό Μέγαρο, η Κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο εδρεύουν εκεί. Παρ’ όλα αυτά, οι ξένες κυβερνήσεις, επικαλούμενες το Σχέδιο Διαχωρισμού που όριζε ότι η Ιερουσαλήμ θα έπρεπε να τεθεί υπό διεθνές καθεστώς, δήλωναν εμπράκτως ότι δεν την αναγνώριζαν ως πρωτεύουσα του νέου κράτους και άνοιγαν τις πρεσβείες τους στο Τελ Αβίβ.

Η ισραηλινή κυβέρνηση αποφάσισε να αντιμετωπίσει το δυσάρεστο γι’ αυτήν φαινόμενο ως εξής: Στις 4 Μαΐου 1952 αποφάσισε να μεταφέρει την έδρα του Υπουργείου Εξωτερικών από το Τελ Αβίβ στην Δυτική Ιερουσαλήμ. Η απόφαση υλοποιήθηκε στις 13 Ιουλίου 1953 και έκτοτε, όλοι οι ξένοι διπλωμάτες ήταν υποχρεωμένοι να μεταβαίνουν καθημερινά στην διαφιλονικούμενη πόλη στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων τους. Με αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο, οι Ισραηλινοί κατέστησαν την «πραγματική τους πρωτεύουσα» επίκεντρο της διπλωματικής ζωής –με απώτερο σκοπό, κάποια στιγμή η διεθνής κοινότητα να αποδεχθεί, και τυπικά, τα τετελεσμένα του πολέμου του 1948.

Η μεταφορά του Υπουργείου Εξωτερικών από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ καταδικάσθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας, χαρακτηρίζοντάς την «μια πράξη αυθαιρεσίας, που θίγει το διεθνές καθεστώς της πόλης» [3]. Πέραν αυτών όμως, η συνεχιζόμενη διαφωνία ως προς το ποια εν τέλει θα έπρεπε να είναι η «νόμιμη» ισραηλινή πρωτεύουσα δημιούργησε πλείστες παραδοξότητες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η περίπτωση της Ελλάδας, η οποία αφ’ ενός είχε καταψηφίσει το Σχέδιο Διαχωρισμού αφ’ ετέρου, παρότι οι διαπραγματεύσεις για την κατάπαυση του πυρός πραγματοποιήθηκαν στο έδαφός της, δεν αναγνώρισε το Ισραήλ ούτε εξ αρχής αλλά ούτε και αργότερα, όταν πλέον οι ΗΠΑ, η ΕΣΣΔ και όλες οι χώρες της Δυτικής και της Ανατολικής Ευρώπης το είχαν πράξει. Ήδη από το 1862, η Ελλάδα λειτουργούσε το Προξενείο της στην Ιερουσαλήμ, το οποίο διατήρησε και επί Βρετανικής Εντολής. Μετά την λήξη του πολέμου του 1948, ο Έλληνας πρόξενος στα Ιεροσόλυμα συνέχιζε να ασκεί τα καθήκοντά του στον δυτικό τομέα της πόλης που τελούσε υπό ισραηλινή κυριαρχία. Ωστόσο, δεν ήταν διαπιστευμένος σε καμία κυβέρνηση. Ύστερα από αμερικανικές πιέσεις, η Ελλάδα προέβη στην de facto αναγνώριση του Ισραήλ το 1952. Έτσι, ο Έλληνας πρόξενος της Ιερουσαλήμ ανέλαβε και χρέη «Διπλωματικού Αντιπροσώπου της Ελλάδος παρά τη Ισραηλινή Κυβερνήσει» [4]. Το παράδοξο ήταν ότι η Ελλάδα –αν και δεν αναγνώριζε de jure το Ισραήλ- αναγνώριζε de facto την κυβέρνησή του, η οποία, μάλιστα, έδρευε σε μια πόλη που τελούσε υπό την κυριαρχία ενός κράτους υπαρκτού μεν, πλην όμως, μη αναγνωρισμένου…

Από τα μέσα Ιουνίου του 1956 και έως το 1967, με υπουργό Εξωτερικών την Γκόλντα Μέιρ, το Ισραήλ έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις σχέσεις του με αναπτυσσόμενες χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Στις χώρες αυτές το Ισραήλ παρείχε αναπτυξιακή βοήθεια σε ποικίλους τομείς (γεωργία, κτηνοτροφία, παιδεία, δημόσια έργα, ιατρική περίθαλψη, στρατιωτική εκπαίδευση κ.ά.) αποστέλλοντας ειδικούς συμβούλους και επιστημονικό προσωπικό. Οι διακρατικές σχέσεις που καλλιεργήθηκαν είχαν ως αποτέλεσμα, οι χώρες αυτές να στηρίζουν το Ισραήλ στα διεθνή fora. Μάλιστα, μερικές από αυτές –όπως η Ακτή Ελεφαντοστού, το Ζαΐρ (μετέπειτα Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό), η Κένυα, η Βολιβία, η Χιλή, η Κολομβία, η Κόστα Ρίκα, η Δομινικανή Δημοκρατία, η Αϊτή, ο Ισημερινός, το Ελ Σαλβαδόρ, η Γουατεμάλα, ο Παναμάς, η Ουρουγουάη και η Βενεζουέλα– είχαν εγκαταστήσει τις πρεσβείες τους στην Δυτική Ιερουσαλήμ. Αξίζει να σημειωθεί, ότι η πρώτη και μοναδική χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ που άνοιξε πρεσβεία στην Δυτική Ιερουσαλήμ, ήταν η Ολλανδία. Αυτές οι εξελίξεις ενίσχυαν την επιχειρηματολογία της ισραηλινής κυβέρνησης, ότι το διεθνές corpus separatum της Ιερουσαλήμ, που όριζε το πάλαι ποτέ Σχέδιο Διαχωρισμού, ανήκε οριστικά στο παρελθόν. Παρ’ όλα αυτά, οι Ηνωμένες Πολιτείες απέφευγαν να καθορίσουν την στάση τους ως προς το συγκεκριμένο θέμα, προτιμώντας να μην μπουν στην διαδικασία να αναγνωρίσουν ποια πόλη είναι –ή θα έπρεπε να είναι- η πρωτεύουσα του Ισραήλ. Το παράδειγμα της Ουάσινγκτον ακολούθησε η συντριπτική πλειοψηφία της διεθνούς κοινότητας.

Δύο ήταν τα γεγονότα που απομάκρυναν τις ξένες πρεσβείες από την Δυτική Ιερουσαλήμ. Αφ’ ενός ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ και η καταδίκη του Ισραήλ εκ μέρους του Κινήματος των Αδεσμεύτων το 1973, ώθησαν την Ακτή Ελεφαντοστού, την Κένυα και το Ζαΐρ να διακόψουν τις διπλωματικές τους σχέσεις με το εβραϊκό κράτος και να κλείσουν τις πρεσβείες τους που λειτουργούσαν στον δυτικό τομέα της πόλης. Στην συνέχεια, όταν το 1980 η ισραηλινή κυβέρνηση αποφάσισε να προσαρτήσει και τον ανατολικό τομέα της Ιερουσαλήμ, όλες οι υπόλοιπες χώρες -συμπεριλαμβανομένης και της Ολλανδίας- συμμορφώθηκαν με σχετική απόφαση του ΟΗΕ και μετέφεραν τις πρεσβείες τους στο Τελ Αβίβ. Εξαίρεση αποτέλεσαν η Κόστα Ρίκα και το Ελ Σαλβαδόρ που απέσυραν τις πρεσβείες τους από την Ιερουσαλήμ το 1980, αλλά τις επανέφεραν στην πόλη το 1984. Δώδεκα χρόνια αργότερα, μη αντέχοντας περισσότερο το διπλωματικό κόστος, επανέφεραν τις πρεσβείες τους στο Τελ Αβίβ το 2006, μεσούσης της δεύτερης ιντιφάντα.

27122017-6.jpg

Στιγμιότυπο από διαδήλωση που διοργανώθηκε από το κράτος Jamiat-E-Ulama της Δυτικής Βεγγάλης κατά της απόφασης του Αμερικανού προέδρου Donald Trump να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, στην Κολκάτα της Ινδίας, στις 21 Δεκεμβρίου 2017. REUTERS/Rupak De Chowdhuri
------------------------------------------------------------------------------

Παραμονές της ειρηνευτικής διάσκεψης της Μαδρίτης το 1991, πολλές χώρες που είχαν διακόψει ή δεν διατηρούσαν διπλωματικές σχέσεις με το εβραϊκό κράτος, αποφάσισαν να μεταβάλουν την στάση τους, εγκαθιδρύοντας, αποκαθιστώντας ή αναβαθμίζοντας τις σχέσεις τους μαζί του. Το 1993, με τις συμφωνίες του Όσλο να δίνουν νέα δυναμική στην ειρηνευτική διαδικασία, νέες πρεσβείες έκαναν την εμφάνισή τους στην χώρα. Ωστόσο, όλες τους άνοιγαν στο Τελ Αβίβ και όχι στην Ιερουσαλήμ. Εκτός από το γεγονός ότι δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν την προσάρτηση της ανατολικής πλευράς της πόλης που είχε αποφασισθεί το 1980, υπήρχε και ένας νέος, πρόσθετος λόγος: Οι συμφωνίες του Όσλο όριζαν, ότι το τελικό καθεστώς της Ιερουσαλήμ θα επιλυόταν στο τελευταίο στάδιο των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινιακής Αρχής, «όταν πια θα έχουν επιλυθεί άλλα, ευκολότερα ζητήματα». Έτσι, καμία ξένη χώρα δεν ήθελε να υπεισέλθει στο θέμα της κυριαρχίας επί της Ιερουσαλήμ, για να μην δημιουργηθούν επιπλοκές στην ομαλή πορεία του Οδικού Χάρτη.

Την περίοδο εκείνη, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, φιλοϊσραηλινές ομάδες πίεσης στις οποίες περιλαμβάνονταν το ισχυρό εβραϊκό λόμπυ, επιχειρηματικοί παράγοντες και κύκλοι που διέπονται από νεοχριστιανικές ιδεολογικές τάσεις, κινήθηκαν συντονισμένα, με αποτέλεσμα το 1995 το αμερικανικό Κογκρέσο να υιοθετήσει ψήφισμα που καλούσε τον Πρόεδρο των ΗΠΑ να μεταφέρει την αμερικανική πρεσβεία από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, το αργότερο έως την 31η Μαΐου 1999. Σε περίπτωση μάλιστα, που η μεταφορά δεν θα πραγματοποιείτο, ορίζονταν ρήτρες που θα βάρυναν οικονομικά τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό. Ύστερα από πιέσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του προέδρου Κλίντον, το Κογκρέσο αναθεώρησε το ψήφισμά του, δίνοντας την δυνατότητα μετάθεσης της εκτελεστικής του ισχύος ανά εξάμηνο, αρχής γενομένης από την 1η Οκτωβρίου 1998. Από τότε έως και σήμερα, κάθε Αμερικανός πρόεδρος υπέγραφε διάταγμα που μετέθετε ανά έξι μήνες την μεταφορά της πρεσβείας των ΗΠΑ από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ. Με την πάροδο των ετών, η ανά εξάμηνο υπογραφή του διατάγματος κατέληξε να είναι μια τυπική διαδικασία που δεν επηρέαζε σε τίποτα την πρόοδο των συνομιλιών ανάμεσα στους Ισραηλινούς και τους Παλαιστινίους. Άλλωστε, ούτως ή άλλως, οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις είχαν διακοπεί προ πολλού.

ΤΟ ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ ΤΡΑΜΠ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

Το τέλος της θητείας του Μπαράκ Ομπάμα έβρισκε την αραβοϊσραηλινή ειρηνευτική διαδικασία αποτελματωμένη. Το διεθνές ενδιαφέρον είχε μετατεθεί στον συριακό εμφύλιο και στην παγίωση της ρωσικής παρουσίας στην Μέση Ανατολή, στην διπλωματική αναβάθμιση του Ιράν, στην αναθεωρητική στάση της Τουρκίας σε συνδυασμό με τις προσπάθειες των Κούρδων για ανεξαρτησία και στην από κοινού καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους. Το Παλαιστινιακό έτεινε να ξεχαστεί. Ο διχασμός Φατάχ - Χαμάς είχε παγιωθεί. Η αμετακίνητη στάση της κυβέρνησης Νετανιάχου δεν έδινε περιθώρια επανέναρξης των συνομιλιών, προκαλώντας τον εκνευρισμό του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του ιδίου του Μπαράκ Ομπάμα. Ο Οδικός Χάρτης για την Ειρήνη αποτελούσε συνώνυμο των φρούδων ελπίδων της ρομαντικής δεκαετίας του ’90.

Η εκλογή Ντόναλντ Τραμπ εισήγαγε ένα νέο ύφος πολιτικού λόγου, προκαλώντας αντιδράσεις εντός και εκτός Αμερικής. Πολλά και ποικίλα ήταν τα αρνητικά σχόλια για την δημόσια εικόνα του νέου προέδρου. Όσον αφορά την αραβοϊσραηλινή διένεξη, ήδη από τις προεκλογικές του δηλώσεις ο Τραμπ εκδήλωνε ξεκάθαρα την φιλοεβραϊκή του οπτική. Παραδόξως, το αμερικανοεβραϊκό στοιχείο -που παραδοσιακά πρόσκειται στους Δημοκρατικούς και όχι στους Ρεπουμπλικανούς- επέκρινε τη νέα εικόνα του Λευκού Οίκου. Αντιθέτως, οι μεσσιανικού τύπου δηλώσεις του Τραμπ, ενθουσίαζαν τις νεοχριστιανικές τάσεις της αμερικανικής κοινωνίας και αύξαιναν την δημοτικότητά του. Όσο περνούσαν οι μήνες, αναμενόταν με ενδιαφέρον –αλλά και με ανησυχία- με ποιόν ακριβώς τρόπο ο νέος πρόεδρος επρόκειτο να διαχειρισθεί την αραβοϊσραηλινή διένεξη.

Στην ουσία, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε δύο επιλογές: Η μια θα ήταν να αναστήσει τις διαδικασίες του Όσλο και τον ξεχασμένο Οδικό Χάρτη. Όμως, η τωρινή πραγματικότητα δεν είναι ίδια με εκείνην του 1993. Από ισραηλινής πλευράς, οι εβραϊκοί οικισμοί στην Δυτική Όχθη είχαν επεκταθεί ανεξέλεγκτα και νέα τετελεσμένα διαμορφώθηκαν. Υπουργοί της κυβέρνησης Νετανιάχου αμφισβητούσαν ανοικτά την αρχή «Δύο Έθνη - Δύο Κράτη». Σε καθαρά πολιτικό επίπεδο, η δημοτικότητα των ισραηλινών προσωπικοτήτων, που στήριζαν τη διαδικασία του Όσλο έχει καταβαραθρωθεί. Παράλληλα, η παλαιστινιακή κοινωνία παραμένει διχασμένη, οικονομικά και πολιτικά. Η Δυτική Όχθη και η Λωρίδα της Γάζας αποτελούν δύο οντότητες παντελώς ξένες μεταξύ τους και οι κατά καιρούς κινήσεις επαναπροσέγγισης της Χαμάς και της Φατάχ αποδείχθηκαν ανειλικρινείς. Στις πόλεις που ελέγχει η Παλαιστινιακή Αρχή, μια νέα μεσαία τάξη ευνοουμένων δίνει την εντύπωση ότι όχι μόνο δεν ενοχλείται από την στασιμότητα των διαπραγματεύσεων αλλά ότι επωφελείται από την υφιστάμενη κατάσταση και τα κονδύλια που ρέουν από την Ευρώπη. Οι μη προνομιούχοι απλοί πολίτες καταφεύγουν στον θρησκευτικό φανατισμό και θυσιάζουν τον εαυτό τους μεταφορικά και κυριολεκτικά. Το τοπικό πολιτικό σκηνικό βρίσκεται και αυτό σε τέλμα: Η βεβαρημένη υγεία του προέδρου Μαχμούντ Αμπάς προοιωνίζει το τέλος της καριέρας του, χωρίς όμως να διαφαίνεται ποιος θα τον διαδεχθεί. Συγχρόνως, στην Γάζα, ο κόσμος για πρώτη φορά από την επικράτηση της Χαμάς, βγήκε στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί εναντίον της, εξ αιτίας της τραγικής κατάστασης που επικρατεί καθ’ όλη την διάρκεια του τελευταίου εξαμήνου, με τις καθημερινές 20ωρες διακοπές ρεύματος, που έχουν παραλύσει τα πάντα.

Η δεύτερη επιλογή ήταν να μην ακολουθηθεί η ανεπιτυχής πεπατημένη. Ποια όμως θα είναι αυτή η νέα στρατηγική; Ένα πρώτο δείγμα της, φάνηκε στο διάγγελμα του Ντόναλντ Τραμπ, στις 6 Δεκεμβρίου 2017, το περιεχόμενο του οποίου συνοψίζεται ως εξής:

-Η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ έχει διαπιστωτικό και δηλωτικό χαρακτήρα. Οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν την υφιστάμενη κατάσταση, που ισχύει αδιάλειπτα τα τελευταία 68 χρόνια -από τις 13 Δεκεμβρίου 1949 μέχρι σήμερα.

-Για να αιτιολογήσει αυτήν την κίνηση, ο αμερικανός πρόεδρος ανέφερε συγκεκριμένους πολιτειακούς θεσμούς του Ισραήλ που εδρεύουν στην πόλη. Επικαλέσθηκε το επιχείρημα ότι στην Ιερουσαλήμ έχουν την έδρα τους ο Πρόεδρος του Κράτους, η Κυβέρνηση, το Κοινοβούλιο και το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας. Η επιλογή των ως άνω θεσμών δεν ήταν τυχαία: Όλοι εδρεύουν στον δυτικό τομέα της πόλης. Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός, ότι στην απαρίθμηση των ισραηλινών φορέων που εδρεύουν στην πόλη δεν περιέλαβε και υπηρεσίες του κράτους που βρίσκονται στην Ανατολική Ιερουσαλήμ. Εάν, για παράδειγμα, ο αμερικανός πρόεδρος θα έκανε λόγο για την έδρα του (σημαντικότατου) ισραηλινού Υπουργείου Δικαιοσύνης το οποίο εδρεύει στην οδό Σαλάχ Αλ-Ντιν, στην καρδιά της εμπορικής ζωής του ανατολικού τομέα της πόλης, αυτό θα σήμαινε ότι οι ΗΠΑ θα αναγνώριζαν την ισραηλινή προσάρτηση της Ανατολικής Ιερουσαλήμ. Κάτι τέτοιο ούτε ειπώθηκε ούτε υπονοήθηκε. Αντιθέτως, και όπως αναλύεται κατωτέρω, αυτό το ενδεχόμενο αποκλείσθηκε ρητώς.

-Ο πρόεδρος Τραμπ δήλωσε ρητά ότι οι ΗΠΑ είναι σταθερά προσηλωμένες στην εξεύρεση ειρηνικής λύσης επί τη βάσει της αρχής «Δύο Έθνη - Δύο Κράτη»

-Δήλωσε επίσης ρητά το ότι οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ δεν σημαίνει ότι αναγνωρίζεται και η υφιστάμενη ισραηλινή κυριαρχία εφ’ όλης της πόλης. Ο πρόεδρος Τραμπ κατέστησε σαφές ότι τα ακριβή όρια της ισραηλινής κυριαρχίας θα καθορισθούν μόνο μέσω των απ’ ευθείας διαπραγματεύσεων μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων για το τελικό καθεστώς της Ιερουσαλήμ. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την νέα προσέγγιση των ΗΠΑ, τα σαφή όρια της Ιερουσαλήμ ως «πρωτεύουσας του Ισραήλ» δεν συμπίπτουν με τα διευρυμένα όρια που διαμορφώθηκαν με την προσάρτηση της Ανατολικής Ιερουσαλήμ το 1980. Επίσης, δεν συμπίπτουν ούτε με τα εκτεταμένα όρια του σημερινού Δήμου της Ιερουσαλήμ όπως ισχύουν από το φθινόπωρο του 2017, με τον αποκλεισμό αραβικών αστικών κέντρων πέραν του λεγόμενου «Τείχους Ασφαλείας».

-Σε ό,τι αφορά το status quo των Ιερών Προσκυνημάτων στην Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ, ο Αμερικανός πρόεδρος τάχθηκε και πάλι ρητά υπέρ της διατήρησής του. Όσα ακούσθηκαν στο διάγγελμα περί ελευθερίας πρόσβασης σε όλους τους πιστούς του ενός και μοναδικού Θεού, δεν ήταν απλά σχήματα λόγου. Δεν θα πρέπει να μας εκπλήξει το ενδεχόμενο, η αμερικανική ειρηνευτική πρόταση να προωθήσει ένα σύστημα ad hoc συγκυριαρχίας (sui generis condominium) με φορείς εξουσίας τόσο το Ισραήλ όσο και τους Παλαιστινίους σε συγκεκριμένα σημεία εντός της Παλιάς Πόλης και στα πέριξ των Τειχών –περιοχές, που έχουν θρησκευτική σημασία όχι μόνο για τους Εβραίους και τους Μουσουλμάνους, αλλά και για τους Χριστιανούς.

-Τέλος, ο πρόεδρος Τραμπ μετέθεσε χρονικά την μεταφορά της πρεσβείας από το Τελ Αβίβ «για τα επόμενα χρόνια, έως ότου ανευρεθεί, σχεδιασθεί και ανεγερθεί κατάλληλο κτήριο, που θα στεγάσει την νέα πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ». Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες ήθελαν πράγματι να μεταφέρουν άμεσα την πρεσβεία στην διαφιλονικούμενη πόλη, θα μπορούσαν να το πράξουν αμέσως –ακόμα και την επόμενη μέρα. Οι ΗΠΑ λειτουργούν εδώ και δεκαετίες το προξενείο τους σε ένα εντυπωσιακά μεγάλο κτηριακό συγκρότημα στο κέντρο της Δυτικής Ιερουσαλήμ. Οι υφιστάμενες εγκαταστάσεις του αμερικανικού προξενείου της Ιερουσαλήμ δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από το εξίσου μεγάλο κτήριο της πρεσβείας στο Τελ Αβίβ. Η επίκληση της ανάγκης να ανευρεθεί, να σχεδιασθεί και εκ του μηδενός να ανοικοδομηθεί νέο κτήριο είναι τουλάχιστον προσχηματική –με μοναδικό σκοπό να κερδηθεί χρήσιμος διπλωματικός χρόνος. Αυτή η τεχνητή και ηθελημένη καθυστέρηση της μεταφοράς της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ αποτελεί μια πολύ σημαντική ένδειξη ότι σκοπός του Στέιτ Ντιπάρτμεντ είναι η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων –αλλά όχι με βάση τις συμφωνίες του Όσλο του 1993 και του Οδικού Χάρτη που, κατά κοινή ομολογία, δεν είναι σε θέση πια να οδηγήσει πουθενά.

Ο ΑΠΟΗΧΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ ΣΕ ΙΣΡΑΗΛ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΟΥΣ

Στο Ισραήλ, όπως ήταν αναμενόμενο, η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του κράτους δημιούργησε ενθουσιασμό. Ο Τραμπ φάνηκε συνεπής ως προς τις προεκλογικές του υποσχέσεις και ικανοποίησε το θυμικό της ισραηλινής κοινής γνώμης. Η αμερικανική αναγνώριση ενίσχυσε την δημοτικότητα του πρωθυπουργού Νετανιάχου, σε μια εποχή ιδιαίτερα δύσκολη για την δημόσια εικόνα του ιδίου, της οικογένειάς του και των στενών του συνεργατών. Παρ’ όλα αυτά, στα ΜΜΕ της χώρας δεν τονίσθηκε μια σημαντική λεπτομέρεια: Ανεξάρτητα από την έντονη φιλο-εβραϊκή χροιά του διαγγέλματος, ο Ντόναλντ Τραμπ κατέστησε σαφές ότι η ισραηλινή πρωτεύουσα που αναγνώρισε δεν συμπίπτει με τα εδαφικά όρια της πόλης όπως αυτά καθορίζονται από την ισραηλινή νομοθεσία. Δεν αναγνωρίσθηκε «ολόκληρη η Ιερουσαλήμ» ως πρωτεύουσα του εβραϊκού κράτους. Οι ΗΠΑ αναγνώρισαν την ισραηλινή πρωτεύουσα επί του τμήματος της Ιερουσαλήμ που θα καθορίσουν οι συνομιλίες με τους Παλαιστινίους. Κατέστη επίσης σαφές ότι η αρχή «Δύο Έθνη – Δύο Κράτη» συνεχίζει να είναι η βάση της τελικής λύσης. Παρ’ όλα αυτά, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η 6η Δεκεμβρίου 2017 είναι μια ημερομηνία-ορόσημο για την ισραηλινή Ιστορία –εφάμιλλη ίσως με την de jure αναγνώριση του Ισραήλ από τις ΗΠΑ επί προεδρίας Τρούμαν.

Αντιθέτως, προτού γίνει γνωστό το ακριβές περιεχόμενο του διαγγέλματος, το κλίμα στην Παλαιστινιακή Αρχή προμηνυόταν δυσάρεστο. Οι δηλώσεις που ακούγονταν από την Ραμάλα και την Γάζα συμφωνούσαν ότι, εάν οι ΗΠΑ αναγνωρίσουν την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, τότε αυτομάτως οι Αμερικανοί καθίστανται μέρος του προβλήματος και δεν θα νομιμοποιούνται στο εξής να μεσολαβήσουν για την επίλυσή του. Λιγοστοί Παλαιστίνιοι αξιωματούχοι άφηναν περιθώρια διαλλακτικότητας. Σύμφωνα με την δική τους άποψη, οι σχέσεις των ΗΠΑ με τους Παλαιστινίους θα έπρεπε να διακοπούν μόνο εάν ο Τραμπ αναγνώριζε «ολόκληρη της Ιερουσαλήμ» ως πρωτεύουσα του Ισραήλ. Αν και ο Αμερικανός πρόεδρος δεν παρέβη αυτήν την κόκκινη γραμμή, ο πρόεδρος Μαχμούντ Αμπάς συντάχθηκε με την οργισμένη πλειοψηφία των συμπατριωτών του.

Όπως ακριβώς οι Ισραηλινοί έδειχναν να μην θέλουν να σταθούν στις πραγματιστικές νύξεις του Τραμπ, αντίστοιχα, οι Παλαιστίνιοι προτίμησαν να «προσπεράσουν» τα σημεία του διαγγέλματος που ήταν θετικά για τις επιδιώξεις τους. Εν τέλει, το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου 2017 ούτε η πρεσβεία των ΗΠΑ μεταφέρθηκε από το Τελ Αβίβ ούτε αναγνωρίσθηκε «ολόκληρη» η Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ ούτε αναιρέθηκε η λύση των δύο κρατών. Από την άλλη πλευρά, είναι κατανοητή η αντίδραση του Αμπάς, μιας και θα ήταν πολύ περίεργο ένας Παλαιστίνιος πρόεδρος να μην αντιδράσει οργισμένα σε ένα διάγγελμα που ήταν διατυπωμένο κατά τέτοιον τρόπο που θα προκαλούσε πανηγυρισμούς στον εβραϊκό τομέα της πόλης. Έτσι, οι δηλώσεις του Παλαιστινίου προέδρου ικανοποίησαν το θυμικό των πολιτών του και με αυτόν τον τρόπο περιέσωσε την υστεροφημία του, χωρίς να δίνει περιθώρια στην Χαμάς να φανεί πιο πατριωτική. Τέλος, κινητοποίησε τους υπόλοιπους διεθνείς μεσολαβητές -Ρωσία, ΕΕ και ΟΗΕ ως επίσης και την Τουρκία- να λάβουν θέση υπέρ των παλαιστινιακών επιδιώξεων, με την ελπίδα ότι η διεθνής κοινότητα θα αποτελέσει ικανό αντίβαρο στο φιλοϊσραηλινό προφίλ της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ

Ο Οδικός Χάρτης και η ειρηνευτική διαδικασία των συμφωνιών του Όσλο απέτυχε. Πρόκειται για μια αλήθεια αδιαμφισβήτητη και ισχύει εδώ και χρόνια. Κάποτε θα ερχόταν η στιγμή να ειπωθεί και ανοιχτά. Και ο κλήρος έπεσε στον Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος δείχνει ότι θέλει να θέσει τις βάσεις μιας νέας στρατηγικής επίλυσης του Παλαιστινιακού.

Αν και ήταν σε όλους φανερό το παρατεταμένο αδιέξοδο, η πρώτη παραδοχή ήρθε από τις ΗΠΑ. Αυτό δεν είναι τυχαίο: Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι οι πρώτες που ενδιαφέρονται ώστε το Ισραήλ –που είναι ο ισχυρότερος θεματοφύλακας των συμφερόντων τους στην Μέση Ανατολή- να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά ενός «κανονικού κράτους», κι ας έχουν περάσει 70 χρόνια από την ίδρυσή του. Κάθε «κανονικό κράτος» έχει καθορισμένα σύνορα, καθορισμένη εδαφική κυριαρχία, και οπωσδήποτε μια πρωτεύουσα. Έτι περαιτέρω, ένα κράτος που δηλώνει ότι υιοθετεί ταυτόσημο πολιτειακό σύστημα με κάθε άλλη ευνομούμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία της Δύσης, πρέπει κάποτε να αποβάλει από πάνω του κάθε αμφιβολία για το κατά πόσον σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα –ανεξάρτητα από το εάν τα ίδια δικαιώματα καταπατώνται συγχρόνως και από τους επικριτές του.

Κατά συνέπεια, η λύση που θα βασίζεται στην αρχή «Δύο Έθνη-Δύο Κράτη» δεν διασφαλίζει μόνο την δίκαιη επιδίωξη των Παλαιστινίων να αποκτήσουν το δικό τους κράτος˙ η λύση θα ανοίξει το δρόμο και για το Ισραήλ να ενταχθεί ομαλά στο άμεσο περιβάλλον του. Για παράδειγμα, το 2017 ανέδειξε πόσο σημαντική θα ήταν για την περιοχή η προσέγγιση ανάμεσα στο Ισραήλ και την Σαουδική Αραβία, εάν θα μπορούσε να συμβεί σε ένα πλαίσιο υγιές και όχι πίσω από κλειστές πόρτες. Ενόσω, όμως, το Παλαιστινιακό παραμένει άλυτο, το Ισραήλ δεν μπορεί να υπηρετήσει αποτελεσματικά τον στρατηγικό του ρόλο -δηλαδή, την προάσπιση των Δυτικών συμφερόντων στην περιοχή.

Εάν αυτή η συλλογιστική δεν γίνει κατανοητή, δεν μπορεί να εξηγηθεί λογικά η επιμονή των ΗΠΑ να θέλουν να έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στην ειρηνευτική διαδικασία του Παλαιστινιακού. Η καθ’ όλα φιλοεβραϊκή διακυβέρνηση Τραμπ θα μπορούσε κάλλιστα να επαναπαυθεί στην στρατιωτική υπεροπλία του Ισραήλ, στην τεχνολογική του υπεροχή και στις εξαιρετικές οικονομικές του επιδόσεις, και δη σε δύσκολους καιρούς για την παγκόσμια οικονομία. Παρ’ όλα αυτά, οι ΗΠΑ δεν επαναπαύονται: Ο σημαντικότερος σύμμαχός τους στην περιοχή οφείλει να επιλύσει τις εγγενείς του αδυναμίες. Διαφορετικά, κινδυνεύει να χάσει την αξιοπιστία του, την στιγμή που η Μέση Ανατολή διανύει περίοδο μοιραίων ανακατατάξεων.

27122017-7.jpg

Η Αμερικανίδα πρέσβειρα στα Ηνωμένα Έθνη, Nikki Haley, αναγγέλλει το βέτο των ΗΠΑ στο αιγυπτιακού σχεδιασμού ψήφισμα σχετικά με τις πρόσφατες αποφάσεις για το καθεστώς της Ιερουσαλήμ, κατά την διάρκεια της συνεδρίασης του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για την κατάσταση στην Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένης της Παλαιστίνης, στην έδρα του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, στις 18 Δεκεμβρίου 2017. REUTERS/Brendan McDermid
-----------------------------------------------------------------------------

Εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς, γιατί ο πρόεδρος Τραμπ δεν επέλεξε την πεπατημένη και δεν αποφάσισε να αναβιώσει την διαδικασία του Όσλο. Και σε αυτό το ερώτημα η απάντηση είναι απλή: Στην πραγματικότητα, οι συμφωνίες του Όσλο επισφράγιζαν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90,για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όλοι οι σημαντικοί διεθνείς παίκτες -οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο ΟΗΕ– συμφώνησαν να εφαρμόσουν από κοινού ταυτόσημη πολιτική, για να επιλύσουν το πιο ακανθώδες διεθνές πρόβλημα, το Παλαιστινιακό. Τότε ήταν η κατάλληλη στιγμή για αυτό, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να είναι ο κυρίαρχος της διεθνούς διπλωματικής σκακιέρας.

Τώρα όμως, οι συνθήκες άλλαξαν: Η Ρωσία του Πούτιν έχει αποβάλλει οριστικά την μετασοβιετική της παρακμή και διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στα μεσανατολικά δρώμενα. Η Τουρκία του Ερντογάν -καλώς ή κακώς- αφέθηκε να δρα αναθεωρητικά σε περιφερειακό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τις εγγενείς της δυσκολίες, εκφράζει αυτόνομο λόγο στο Παλαιστινιακό ζήτημα έχοντας αναλάβει δυσβάσταχτες οικονομικές δεσμεύσεις. Το Ιράν έπαψε να βρίσκεται σε απομόνωση και απέδειξε ότι, όταν το επιθυμεί, είναι πρόθυμο να εξυπηρετήσει συμφέροντα αλλότρια -ακόμα και αυτά της Δύσης-, εντάσσοντάς τα, όμως, στην δική του αναθεωρητική ατζέντα. Τέλος, η Σαουδική Αραβία, υπό την νέα της ηγεσία, ξεδιπλώνει σιγά-σιγά τις δικές της προτεραιότητες, που θα της επιτρέψουν να διατηρήσει τα κεκτημένα της.

Δεδομένων των ανωτέρω, η πάλαι ποτέ «μονοπολική» ειρηνευτική διαδικασία του Όσλο, σήμερα δεν μπορεί να εφαρμοσθεί. Το διάγγελμα Τραμπ δεν αποτέλεσε την αιτία, αλλά την αφορμή, που έφερε στην επιφάνεια την ήδη υφιστάμενη πολυ-πολικότητα που θα καθορίσει στο εξής την έκβαση του Παλαιστινιακού. Απόδειξη της ορθότητας αυτού του συμπεράσματος είναι οι ποικίλες αντιδράσεις που ακολούθησαν μετά το τέλος του διαγγέλματος του αμερικανού προέδρου. Κάθε παίκτης που θέλει να έχει λόγο στις επικείμενες εξελίξεις, καθόρισε την μετέπειτα στάση του.

Συγκεκριμένα :

-Ο πρόεδρος Πούτιν αφ’ ενός ξεκαθάρισε ότι η Ανατολική Ιερουσαλήμ θα αποτελέσει την πρωτεύουσα της ανεξάρτητης Παλαιστίνης˙ αφ’ ετέρου, απέφυγε να ταυτίσει τα γεωγραφικά όρια του ανατολικού τομέα της πόλης με εκείνα που ίσχυαν πριν τον πόλεμο του 1967. Όπως η εβραϊκή Ιερουσαλήμ δεν είναι ίδια με εκείνην της «πράσινης γραμμής» του 1949, το ίδιο συμβαίνει και με τον αντίστοιχο αραβικό τομέα της πόλης.

-Η Ευρωπαϊκή Ένωση, δια της Φεντερίκα Μογκερίνι, επανέλαβε την προσήλωσή της στα σύνορα του 1967 – στηρίζοντας τις παλαιστινιακές θέσεις. Συγχρόνως, έχει την επίγνωση, ότι η πολύ-πολικότητα θα είναι αυτή που θα έχει τον πρώτο ρόλο στις επερχόμενες εξελίξεις. Έτσι, θα επιδιώξει να προσδώσει πιο ενεργό ρόλο στην Αίγυπτο και την Ιορδανία, ως επίσης και στην Νορβηγία - στο ‘μακρύ χέρι’ των Βρυξελλών στην Δυτική Όχθη και στην Γάζα. [5]
-Η Τουρκία για ακόμα μια φορά αξιοποιεί την αραβοϊσραηλινή διένεξη για να αναβαθμίσει τον ρόλο της στην περιοχή. Ο πρόεδρος Ερντογάν, σαν ένας νέος Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, αυτόκλητα αναλαμβάνει να προστατεύσει την «χαμένη αραβική τιμή». Ωστόσο, παρά την έξυπνη επικοινωνιακή της τακτική, η Τουρκία ποτέ δεν ξεχνά ότι συνεχίζει να ανήκει στην Δύση. Όπως εξυπηρέτησε τα Δυτικά συμφέροντα προσεταιριζόμενη επικοινωνιακά τον αραβικό κόσμο κατά την εποχή του Συμφώνου της Βαγδάτης, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο κινείται και σήμερα. Όσο για τις συνήθεις δραματικές δηλώσεις Ερντογάν, καλό θα είναι να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι οι πόλεμοι δεν διεξάγονται με δηλώσεις.
-Η Σαουδική Αραβία παρατηρεί μέχρι ποίου σημείου θα φτάσει η μουσουλμανοποίηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Εάν ο νέος της ηγέτης, Μωχάμαντ Μπιν Σαλμάν, καταφέρει να διατηρήσει τον πολιτικό έλεγχο της χώρας του, είναι ζήτημα χρόνου να αναδιατυπώσει το σαουδαραβικό σχέδιο ειρήνευσης του Παλαιστινιακού της δεκαετίας του ’80. Θα έχει ενδιαφέρον ποια στάση θα υιοθετήσει η Ουάσινγκτον σε μια τέτοια σαουδαραβική πρωτοβουλία, που θα είναι ικανή να εξουδετερώσει όχι μόνο τις επικοινωνιακές επιδιώξεις της Άγκυρας, αλλά και έναν ακόμα αυτόκλητο βοηθό του παλαιστινιακού λαού: Το σιιτικό Ιράν.

Έτσι, το διάγγελμα Τραμπ έγινε αφορμή να διατυπωθούν δημόσια οι ποικίλες δυναμικές. Με αυτόν τον τρόπο ξεδιπλώνεται μπροστά μας χρήσιμος διπλωματικός χρόνος, έως ότου οι ΗΠΑ ανακοινώσουν την δική τους νέα πρόταση για την επίλυση του Παλαιστινιακού –κάτι που φημολογείται ότι θα συμβεί τον ερχόμενο Μάρτιο.

Εάν υπάρχει κάτι θετικό σε όλα αυτά τα γεγονότα που σφραγίζουν το 2017, είναι ότι το Παλαιστινιακό έπαψε να αποτελεί ένα πρόβλημα ξεχασμένο. Μάλιστα, όλα δείχνουν ότι αυτή την φορά, το δύσκολο ζήτημα της Ιερουσαλήμ δεν θα αφεθεί στην τύχη του. Και αυτή η εξέλιξη δεν είναι απαραίτητα κακή.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

[1] Isaac Alteras, Eisenhower and Israel. US-Israeli Relations, 1953-1960 (Gainesville: University Press of Florida, 1993), 11.
[2] Yosef Govrin “Yakhasei Israel-Brit ha’Moatzot. Mi-kinun Israel (1948) ad peruk Brit ha’Moatzot (1990)” στο Moshe Yeger, Yosef Govrin, Arieh Oded eds. Misrad ha’Khutz-50 ha’Shanim ha’Rishonot (Jerusalem: Keter, 2002), 445-458.
[3] Israel State Archives/RG93/MFA/8692/5 Τμήμα Ερευνών (518/11.7.1952) Αντιδράσεις των ξένων κυβερνήσεων στην απόφαση μεταφοράς του ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών στην Ιερουσαλήμ. Πρβλ. Άγγελος Βλάχος, Μια Φορά κι Έναν Καιρό Ένας Διπλωμάτης (Αθήνα: Εστία, 1999 – Τόμος Δ’), 60-63.
[4] State of Israel - Government Yearbook 5714 [1953-1954] (Jerusalem: Government Printer, 1953), 162. Πρβλ. Αμίκαμ Ναχμάνι, Ισραήλ, Τουρκία και Ελλάδα: Ταραγμένες Σχέσεις στην Ανατολική Μεσόγειο (Αθήνα: Παπαζήσης, 2003), 292-306.
[5] Τοποθέτηση της Ύπατης Εκπροσώπου της ΕΕ για θέμα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, Federica Mogherini ενώπιον της Ολομελείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 12.12.2017, όσον αφορά το διάγγελμα της 6.12.2017 του Αμερικανού προέδρου: http://bit.ly/2BWx1sQ

Copyright © 2017 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition