Μια νέα ταυτότητα για τα Σκόπια | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια νέα ταυτότητα για τα Σκόπια

Το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ με όρους ισχύος

Στο επίκεντρο, λοιπόν, αυτού του εθνικού συμφέροντος των Σκοπίων βρισκόταν, και βρίσκεται ακόμα (καθώς η εσωτερική ενδυνάμωση και σταθεροποίηση της χώρας δεν έχει ολοκληρωθεί μέχρι και σήμερα), η εθνική της ταυτότητα, η οποία συνδέεται φυσικά άρρηκτα με την ονομασία της. Να σημειώσουμε εδώ ότι τα ζητήματα εθνικής ταυτότητας δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ήσσονος σημασίας ως προς την ισχύ ενός κράτους, καθώς αποτελούν μέρος της ίδιας της υπόστασής του, και την βάση πάνω στην οποία θα αναπτυχθούν και θα εδραιωθούν όλοι οι υπόλοιποι συντελεστές ισχύος του. Αν ένα κράτος δε διαθέτει μια σαφώς διαμορφωμένη και αυτόνομη εθνική ταυτότητα, εντός τουλάχιστον του ισχύοντος εθνοκεντρικού διεθνούς συστήματος, τότε θα αντιμετωπίσει προβλήματα και στην εσωτερική πολιτική και πολιτειακή οργάνωσή του (λόγω της αντιπαλότητας των διάφορων εθνοτικών ομάδων) αλλά και στην οικονομική και στρατιωτική ενδυνάμωσή του.

Είναι, λοιπόν, αναμενόμενο ένα νεοσύστατο κράτος να αρχίσει άμεσα την αναζήτηση/διαμόρφωση μιας εθνικής ταυτότητας προκειμένου να αποφύγει την κατάρρευση. Πολύ δε περισσότερο όταν προέρχεται από μια κρατική οντότητα που η ίδια κατέρρευσε λόγω αυτής της ύπαρξης πολλών εθνοτικών ομάδων και τα διάδοχα κράτη της ενεπλάκησαν σε εσωτερικές πολεμικές αντιπαραθέσεις που οδήγησαν στην περαιτέρω διάσπασή τους. Η επιλογή της τότε ηγεσίας της ΠΓΔΜ ήταν να αξιοποιήσει το ιδεολόγημα του «μακεδονισμού» που είχε αναπτυχθεί ήδη από τον Μεσοπόλεμο, να το συνδέσει με την ιστορική παρακαταθήκη της αρχαίας Μακεδονίας και να διεκδικήσει την γραμμή διαδοχής ενός αρχαίου ένδοξου βασιλείου που δεν συνδεόταν με την ιστορία κανενός από τα γειτονικά κράτη (Σερβία, Βουλγαρία και Αλβανία) που διέθεταν δικές τους μειονοτικές εθνικές ομάδες στο έδαφός της και που θα μπορούσαν να τις αξιοποιήσουν προς όφελός τους στο πλαίσιο μιας αναθεωρητικής εξωτερικής πολιτικής.

Δυστυχώς για την ελληνική περίπτωση και την ιστορική αλήθεια, η προσπάθεια αυτή της γειτονικής χώρας έγινε αποδεκτή από τις Μεγάλες Δυνάμεις για τους λόγους που προαναφέρθηκαν και έτσι οδηγηθήκαμε στην ενδιάμεση συμφωνία του 1995, η οποία οδήγησε με την σειρά της στην defacto αναγνώριση της ΠΓΔΜ με το συνταγματικό της όνομα από ένα πολύ μεγάλο αριθμό χωρών. Έτσι οικοδομήθηκε και η αντίστοιχη εθνική ταυτότητα, η οποία δεν έχει εδραιωθεί ακόμα, κυρίως λόγω της ισχυρής αλβανικής μειονότητας της χώρας, αλλά καλλιεργείται συστηματικά μέσω προγραμμάτων όπως το «Σκόπια 2014», τα οποία μπορεί να φαντάζουν γραφικά και να συγκεντρώνουν τα σκωπτικά σχόλια μερίδας του εγχώριου και διεθνούς Τύπου, αλλά δεν παύουν να συνιστούν μια οργανωμένη προσπάθεια εδραίωσης της όποιας εθνικής ταυτότητας της χώρας.

Εφόσον, λοιπόν, γίνει αντιληπτό το πλαίσιο εντός του οποίου διαμορφώθηκε το ζήτημα της ονομασίας, υπάρχουν περιθώρια ρεαλιστικής αντιμετώπισής του. Καταρχήν θα πρέπει να σταθμιστεί κατά πόσο η κατάρρευση της ΠΓΔΜ, την οποία μπορεί να επιφέρει μια άνωθεν επιβεβλημένη αλλαγή ονομασίας, και άρα εθνικής ταυτότητας, είναι προς όφελος της Ελλάδας. Κι αυτό γιατί μια διάσπαση ή αποσταθεροποίησή της θα ενδυναμώσει τα γειτονικά κράτη της Βουλγαρίας και της Αλβανίας, τα οποία εμφανίζουν κατά διαστήματα αναθεωρητικές τάσεις (ιδίως η Αλβανία) και αποτελούν ισχυρότερους εν δυνάμει αντίπαλους από τα ασθενικά Σκόπια. Αν λοιπόν δεν αποτελεί επιδίωξη η περαιτέρω αποσταθεροποίηση της ΠΓΔΜ, θα πρέπει να διαμορφωθεί μια στρατηγική επηρεασμού και διαμόρφωσης των εξελίξεων στην χώρα ως προς το ζήτημα της ονομασίας, αλλά όχι η εύκολη επιλογή του συμβιβασμού για μια άμεση λύση, που ουσιαστικά θα επικυρώσει το υπάρχον καθεστώς.

Η πρώτη λύση που προκρίνεται πάντα σε ανάλογες περιπτώσεις είναι η άσκηση πιέσεων είτε άμεσα (εφόσον υπάρχουν μοχλοί άσκησή τους και άρα σημαντική ισχύς) είτε έμμεσα (μέσω των συμμάχων και των δικτύων συμμαχικών σχέσεων που μια χώρα μπορεί να διαθέτει). Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα έχει περιοριστεί μέχρι στιγμής σε αυτή την παραδοσιακή στρατηγική, εναλλάσσοντας στο μέτρο του δυνατού, τη μια μορφή άσκησης πιέσεων με την άλλη (από το εμπάργκο της δεκαετίας του 1990 έως το βέτο της Συνόδου του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008). Εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι η στρατηγική αυτή μπορεί να επιτρέπει την καθυστέρηση των όποιων εξελίξεων, αλλά δυστυχώς δεν μεταβάλλει την defacto κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, και η οποία βασίζεται στην προώθηση των συμφερόντων των συμμάχων της Ελλάδας στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Συνεπώς, θα πρέπει να αναζητηθεί μια στρατηγική η οποία θα οδηγήσει σταδιακά στη μεταστροφή της πολιτικής ηγεσίας της ΠΓΔΜ στο ζήτημα της ονομασίας. Μια τέτοια πιθανή εναλλακτική θα ήταν η εκκίνηση μιας συντονισμένης προσπάθειας από την ελληνική πλευρά, με πιθανούς συμμάχους και εκτός συνόρων, όχι για την απόδειξη της ελληνικότητας του μεγαλύτερου μέρους της γεωγραφικής Μακεδονίας, κάτι που είναι αυταπόδεικτο και καταγεγραμμένο σε πλήθος πλέον αξιολογότατων μονογραφιών, αλλά για την διαμόρφωση και τεκμηρίωση μιας ξεχωριστής εθνικής ταυτότητας των κατοίκων της ΠΓΔΜ στην βάση της ιστορικής πραγματικότητας της περιοχής. Με τον τρόπο αυτό, η Ελλάδα θα καταφέρει να εμπλακεί στην διαδικασία εσωτερικής ενδυνάμωσης της χώρας επηρεάζοντας την ανάπτυξη ενός ιδιαίτερα σημαντικού συντελεστή ισχύος της, όπως είναι η ιδεολογική βάση της εθνοκρατικής της υπόστασης, και αυξάνοντας την επιρροή της στην γειτονική χώρα αλλά και την ευρύτερη περιοχή.

Copyright © 2017 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.