Το παιχνίδι της Γαλλίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το παιχνίδι της Γαλλίας

Καθώς η Αμερική υποχωρεί, ο Macron προωθείται
Περίληψη: 

Η αναβίωση της λεγόμενης γαλλο-γερμανικής μηχανής είναι καθοριστικής σημασίας για την πρωτόγνωρη αίσθηση αυτοπεποίθησης της ηπείρου, μια συγκυρία στην οποία ο Macron θέλει να κεφαλαιοποιήσει.

Η NATALIE NOUGAYRÈDE είναι αρθρογράφος στην εφημερίδα The Guardian.

Παρά τον εξυψωτικό χαρακτηρισμό της Γαλλίας ως του παλαιότερου συμμάχου των Ηνωμένων Πολιτειών -από την βοήθεια του μαρκήσιου ντε Λαφαγιέτ στην αμερικανική επανάσταση μέχρι το δώρο της Γαλλίας, το Άγαλμα της Ελευθερίας, και μέχρι τον κοινό αγώνα σε δύο παγκόσμιους πολέμους- η αμερικανο-γαλλική σχέση [1] ήταν πάντα περίπλοκη. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο Γάλλος πρόεδρος Charles de Gaulle έσπευσε να συμπαραταχθεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες όταν είχε σημασία, όπως κατά την διάρκεια της πυραυλικής κρίσης της Κούβας το 1962. Αλλά συγκρούστηκε επίσης με ηγέτες των ΗΠΑ καθώς προσπάθησε να διεκδικήσει την γαλλική αυτονομία εντός του ΝΑΤΟ και να τοποθετήσει την χώρα του έξω από την αμερικανική και σοβιετική αντιπαλότητα. Στην δεκαετία του 1980, οι υπέρ της πολιτικές ελεύθερης αγοράς του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Ρόναλντ Ρήγκαν, έκαναν πολλούς Γάλλους να υποχωρήσουν (έτειναν να παραβλέπουν τις επιτυχημένες προσπάθειές του για να κερδίσει τον Ψυχρό Πόλεμο). Αλλά ο Γάλλος ομόλογός του, Φρανσουά Μιτεράν, επίσης στάθηκε απέναντι στην Σοβιετική Ένωση και δήλωσε με αξιοσημείωτο τρόπο το 1983 [2] ότι οι «ειρηνιστές είναι στη Δύση, αλλά οι πύραυλοι βρίσκονται στην Ανατολή». Αφότου ο πρόεδρος των ΗΠΑ, George W. Bush, διέταξε την εισβολή στο Ιράκ, η δημοτικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών στην Γαλλία έπιασε πάτο. Τα πράγματα έγιναν τόσο άσχημα ώστε μια δημοσκόπηση του 2003 διαπίστωσε ότι το 33% των Γάλλων ήλπιζε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χάσουν από τον Σαντάμ Χουσεΐν. Δεν βοηθούσε ότι οι Αμερικανοί είχαν αρχίσει να αποκαλούν τους Γάλλους «παραδομένους πίθηκους που τρώνε τυριά» [3] και να τοποθετούν αυτοκόλλητα «Πρώτα το Ιράκ, μετά η Γαλλία», στα αυτοκίνητά τους. Ωστόσο, οι αμερικανο-γαλλικές σχέσεις επέζησαν από την διαφωνία για το Ιράκ, με τον Γάλλο πρόεδρο Ζακ Σιράκ να επιδιώκει με επιτυχία την στήριξη του Μπους για μια κοινή προσπάθεια να κάνει τα συριακά στρατεύματα να αποσυρθούν από τον Λίβανο το 2005.

01032018-1.jpg

Ο Trump και ο Macron στο παλάτι του Ελιζέ, στο Παρίσι, τον Ιούλιο του 2017.
POOL/REUTERS
--------------------------------------------------------------------------------

Η εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα σίγουρα επηρέασε την γαλλική κοινή γνώμη. Μέχρι το καλοκαίρι του 2009, σύμφωνα με έρευνα του Ερευνητικού Κέντρου Pew, τα ευνοϊκά ποσοστά των Ηνωμένων Πολιτειών στην Γαλλία ήταν στο 75% (το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη), από 42% το 2003. Ωστόσο, οι σχέσεις μεταξύ Ομπάμα και του Γάλλου προέδρου, Nicolas Sarkozy, ήταν περίεργες. Ο Σαρκοζί βρήκε τον Αμερικανό ομόλογό του ψυχρό και ο Ομπάμα αστειεύτηκε για την εμφάνιση του Σαρκοζί και την γρήγορη ομιλία του. Οι εντάσεις για το Ιράν έγιναν βαθύτερες: Οι Γάλλοι ήταν επιφυλακτικοί για το απλωμένο χέρι του Ομπάμα και πίεζαν για σκληρότερες κυρώσεις. Η παρέμβαση του ΝΑΤΟ στην Λιβύη ήταν ένα άλλο εμπόδιο, με τον Σαρκοζί απογοητευμένο από την απόφαση του Ομπάμα να αποσύρει αμερικανικά βομβαρδιστικά δέκα μέρες μετά την επέμβαση.

Και μετά ήρθε ο Donald Trump, ένας πρόεδρος των ΗΠΑ σαν κανέναν άλλο. Κατά την διάρκεια της αμερικανικής προεκλογικής καμπάνιας του περασμένου φθινοπώρου, ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας, ο σοσιαλιστής François Hollande, μίλησε εξ ονόματος πολλών συμπατριωτών του όταν είπε ότι οι «υπερβολές» του Τραμπ τον έκαναν να θέλει να κάνει «εμετό» [4]. Στα δεξιά, ο Bruno Le Maire (ο οποίος έκτοτε έγινε υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας) χαρακτήρισε τον Trump ως «επικίνδυνο άνθρωπο». Ημέρες μετά την εκλογή του Trump, μια έρευνα διαπίστωσε ότι το 75% των Γάλλων είχε αρνητική γνώμη για τον επερχόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ. Οι περισσότεροι ήταν πεπεισμένοι ότι θα έβλαπτε τις σχέσεις ΗΠΑ-Ευρώπης και θα απειλούσε την παγκόσμια ειρήνη. Ακόμα και οι μισοί υποστηρικτές της ακροδεξιάς Γαλλίδας προεδρικής υποψήφιας, Marine Le Pen, αντιτάχθηκαν στο Τραμπ, παρά το γεγονός ότι μοιράζονταν πολλές από τις απόψεις του για το Ισλάμ, τη μετανάστευση και το εμπόριο.

Ωστόσο, πίσω από αυτή την γενικευμένη ανατροπή βρίσκεται μια διπλωματική ευκαιρία. Με τις Ηνωμένες Πολιτείες να κοιτάζουν προς το εσωτερικό τους και τον Trump να έχει σκίσει το παραδοσιακό βιβλίο των κανόνων της εξωτερικής πολιτικής, ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας, Εμμανουέλ Μακρόν, επιδιώκει να αναζωογονήσει το ευρωπαϊκό σχέδιο ως τρόπο αποκατάστασης της γαλλικής ηγεσίας. Η γαλλική ισχύς, φυσικά, δεν υποκαθιστά την αμερικανική ισχύ. Αλλά με την εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών, τον παγκόσμιο ρόλο τους και την αξιοπιστία τους να είναι και πάλι αβέβαια, οι Ευρωπαίοι αισθάνονται ένα κενό που πρέπει κάποιος να γεμίσει -και η Γαλλία νομίζει ότι πρέπει τουλάχιστον να προσπαθήσει να κάνει ακριβώς αυτό.

ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ

Η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν παράσχει ιστορικά παρόμοια αλλά ανταγωνιστικά μηνύματα στον κόσμο: Η «αμερικανική ιδιαιτερότητα» (american exceptionalism) αντιστοιχεί με το αίτημα της Γαλλίας να είναι «η γενέτειρα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Όπως ο Σαρκοζί κάποτε ευφυολόγησε, τις δύο χώρες «χωρίζουν κοινές αξίες». Η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να μην βλέπονται πάντα κατάματα στην πολιτική, αλλά και οι δύο υποστηρίζουν τις ανθρωπιστικές αξίες που ανάγονται στον Διαφωτισμό. Σε αυτό το πλαίσιο, η άγρια εγκατάλειψη από τον Trump ακόμη και της προσποίησης της υπεράσπισης της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης και του συνοδευτικού συνόλου των συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, σηματοδότησε μια κρίσιμη καμπή.