Παίζοντας το χαρτί της Ταϊβάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Παίζοντας το χαρτί της Ταϊβάν

Ο Τραμπ προκαλεί χωρίς λόγο την Κίνα
Περίληψη: 

Με δήλωσή της, η κινεζική πρεσβεία στην Ουάσινγκτον προέτρεψε τις Ηνωμένες Πολιτείες να «σταματήσουν να επιδιώκουν οποιουσδήποτε επίσημους δεσμούς με την Ταϊβάν ή να βελτιώσουν τις σημερινές τους σχέσεις με την Ταϊβάν με οποιονδήποτε ουσιαστικό τρόπο».

Ο DANIEL LYNCH είναι καθηγητής Ασιατικών και Διεθνών Σπουδών στο City University of Hong Kong, με άδεια από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας.

Την Παρασκευή, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, υπέγραψε την Ταξιδιωτική Πράξη για την Ταϊβάν (Taiwan Travel Act, ΤΤΑ), έναν νόμο που δίνει στον πρόεδρο πολιτική κάλυψη για να μεταβάλει σημαντικά την πολιτική των ΗΠΑ προς την Ταϊβάν με τρόπο που θα ενοχλήσει πολύ το Πεκίνο. Η νομοθεσία, την οποία εισήγαγαν οι Ρεπουμπλικανοί πριν από έναν χρόνο, και την οποία αμφότερα τα ομοσπονδιακά σώματα ψήφισαν ομόφωνα τον Φεβρουάριο, υποστηρίζει ότι «πρέπει να αποτελέσει την πολιτική των ΗΠΑ», για να επιτρέπει σε Αμερικανούς αξιωματούχους σε όλα τα επίπεδα να ταξιδεύουν στην Ταϊβάν ώστε να συναντηθούν με Ταϊβανέζους ομολόγους τους, και σε υψηλόβαθμους Ταϊβανέζους αξιωματούχους να εισέρχονται στις ΗΠΑ «για να συναντηθούν με Αμερικανούς αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένων αξιωματούχων από τα Υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας». Με το να υπογράψει το νομοσχέδιο, ο Τραμπ έδειξε στο Πεκίνο ότι θα εξέταζε το ενδεχόμενο να επιτρέψει υψηλού επιπέδου επαφές ΗΠΑ-Ταϊβάν του είδους που προορίζονται συνήθως για έθνη με επίσημους διπλωματικούς δεσμούς.

21032018-1.jpg

Ένας άνδρας της τιμητικής φρουράς κρατά την εθνική σημαία της Ταϊβάν, στην Ταϊπέι, στις 16 Μαρτίου 2018. TYRONE SIU / REUTERS
---------------------------------------------------------------------------------

Δεδομένου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες απο-αναγνώρισαν την Ταϊβάν και καθιέρωσαν σχέσεις με την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ) το 1979, η Ουάσιγκτον διατηρεί μόνο ανεπίσημες σχέσεις με την κυβέρνηση της Ταϊβάν. Οι σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ θεμελιώνονται από τρία κοινά ανακοινωθέντα (που συμφωνήθηκαν το 1972, το 1979 και το 1982) στα οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες «αναγνώρισαν», αλλά δεν αποδέχτηκαν ρητά, την κινεζική θέση ότι υπάρχει μόνο «μια Κίνα» [1] και ότι η Ταϊβάν είναι τμήμα της Κίνας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εξακολουθήσουν να διατηρούν ανεπίσημες σχέσεις με τον «λαό της Ταϊβάν», συμπεριλαμβανομένων εκείνων με την κυβέρνηση της Ταϊβάν, μέσω του Αμερικανικού Ινστιτούτου της Ταϊβάν, μιας οντότητας που μοιάζει με πρεσβεία, η οποία θεσπίστηκε μέσω του Νόμου περί Σχέσεων με την Ταϊβάν, το 1979. Ο νόμος αυτός δηλώνει ότι η απόφαση της Ουάσιγκτον να καθιερώσει διπλωματικές σχέσεις με την ΛΔΚ «στηρίζεται στην προσδοκία ότι το μέλλον της Ταϊβάν θα καθοριστεί με ειρηνικά μέσα». Για να προωθηθεί μια ειρηνική λύση, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πουλούσαν όπλα αμυντικού χαρακτήρα στην Ταϊβάν και θα διατηρούσαν την στρατιωτική ικανότητα να αντισταθούν στην κινεζική καταπίεση.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έως το 2008, η ΛΔΚ αύξησε ταχύτατα την στρατιωτική της πίεση επί της Ταϊβάν. Το Πεκίνο δεν σταμάτησε να απειλεί την Ταϊβάν μετά το 2008, αλλά κατευθύνει το μεγαλύτερο μέρος των στρατιωτικών ενεργειών του για να εξασφαλίσει τις επεκτατικές διεκδικήσεις του σε σχεδόν όλα εδαφικά στοιχεία στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Οι ανησυχίες για τον κινεζικό αλυτρωτισμό και επεκτατισμό [2] οδήγησαν σε εκκλήσεις για ενίσχυση της δέσμευσης των ΗΠΑ προς την Ταϊβάν. Η πρόταση να ενθαρρυνθούν οι επίσημες επαφές υψηλού επιπέδου μεταξύ των ΗΠΑ και της Ταϊβάν προέκυψε εξαιτίας αυτών των ανησυχιών -αναδεικνύοντας την πιθανότητα ότι μια τέτοια επαφή θα μπορούσε θεωρητικά να χρησιμεύσει για να ανασχέσει το Πεκίνο. Δυστυχώς, η Ταξιδιωτική Πράξη για την Ταϊβάν είναι πλέον μπλεγμένη στο χάος της διοίκησης του Τραμπ και η εφαρμογή της είναι πιθανότερο να υπονομεύσει την ασφάλεια της Ταϊβάν παρά να την ενισχύσει. Στην καλύτερη περίπτωση, η Κίνα θα βλέπει την TTA ως ένα αδικαιολόγητο χαστούκι στο πρόσωπό της. Αλλά στην χειρότερη περίπτωση, θα το θεωρήσει ως ένα τέχνασμα με σκοπό να διαχωρίσει μόνιμα την Ταϊβάν από την Κίνα, ένα σενάριο που το Πεκίνο δεν θα δεχτεί.

Λόγω της έλλειψης προβλεψιμότητας και της αστάθειας της διοίκησης του Trump, η Κίνα, ήδη στα πρόθυρα ενός εμπορικού πολέμου με τις Ηνωμένες Πολιτείες, πρέπει να εξετάσει την πολύ πραγματική πιθανότητα ότι ο Trump θα σκεφθεί να εφαρμόσει την Πράξη και να επιτρέψει επίσημες ανταλλαγές [επισκέψεων] υψηλού επιπέδου με την Ταϊβάν. Αυτό θα ήταν ακόμη πιο πιθανό εάν, όπως φημολογείται, μια προσωπικότητα όπως ο John Bolton πρόκειται να γίνει ο επόμενος Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας. Το 2016, ο Μπόλτον κάλεσε την Ουάσινγκτον να παίξει το «χαρτί της Ταϊβάν» [3], προχωρώντας μέχρι τέλους στο να αναγνωρίσει την κυριαρχία της Ταϊβάν, προκειμένου να εξαναγκάσει το Πεκίνο να αποσυρθεί από την θάλασσα της Νότιας Κίνας και να διαλύσει τις στρατιωτικές του βάσεις εκεί. Με δεδομένη αυτή την δυνατότητα, η κινεζική πρεσβεία στην Ουάσινγκτον έκανε μια σκληρή δήλωση αποκηρύσσοντας την ΤΤΑ, προειδοποιώντας ότι «οι σχετικές ρήτρες [της ΤΤΑ] παραβιάζουν σοβαρά την αρχή της “μιας Κίνας”, το πολιτικό θεμέλιο των σχέσεων Κίνας-ΗΠΑ˙ καθώς και τα τρία κοινά ανακοινωθέντα». Η δήλωση προέτρεψε τις Ηνωμένες Πολιτείες να «σταματήσουν να επιδιώκουν οποιουσδήποτε επίσημους δεσμούς με την Ταϊβάν ή να βελτιώσουν τις σημερινές τους σχέσεις με την Ταϊβάν με οποιονδήποτε ουσιαστικό τρόπο».

Λόγω της ομολογημένης αποφασιστικότητας του Πεκίνου να «ενοποιήσει» την δημοκρατική Ταϊβάν [4] με την βία εάν καταστεί απαραίτητο, η διατήρηση της σταθερότητας στο Στενό της Ταϊβάν ήταν πάντα δύσκολη αφότου η Tsai Ing-wen έγινε ο τέταρτος εκλεγμένος πρόεδρος της Ταϊβάν τον Μάιο του 2016. Η ιδρυτική αρχή τού Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος της Τσάι (DPP), το οποίο κέρδισε επίσης τις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου του 2016, είναι ότι η Ταϊβάν είναι ένα ανεξάρτητο, κυρίαρχο έθνος που ποτέ δεν θα γίνει μέρος της Κίνας. Με ισχυρή λαϊκή υποστήριξη, η Tsai αρνήθηκε να αποδεχθεί, αντίθετα από τον άμεσο προκάτοχό της, τον Ma Ying-jeou του κόμματος Kuomintang, την λεγόμενη Συναίνεση του 1992, μια πολιτική που διακηρύσσει ότι και οι δύο πλευρές του Στενού ανήκουν σε «μια Κίνα» αλλά η κάθε πλευρά μπορεί να προσφέρει την δική της ερμηνεία για το τι είναι «μια Κίνα».