Εθνική ταυτότητα και πολιτική εξουσία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Εθνική ταυτότητα και πολιτική εξουσία

Πώς η εκπροσώπηση θρέφει τον πατριωτισμό

Όλες οι έρευνες περιείχαν την ίδια ερώτηση: «Πόσο υπερήφανοι είστε για το έθνος σας;». Πολλοί επίσης ρώτησαν για το εθνοτικό υπόβαθρο των ερωτηθέντων, όπως οι «Ασιάτες Αμερικανοί» στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι «τουρκόφωνοι» στην Βουλγαρία, οι Sikh στην Ινδία και οι Ουιγούροι στην Κίνα. Αυτό μου επέτρεψε να συνδέσω τις απαντήσεις της έρευνας με ένα άλλο σύνολο δεδομένων που αναφέρει ποιες εθνικές ομάδες εκπροσωπούνται στην εκτελεστική κυβέρνηση (όπως η προεδρία, η πρωθυπουργία και το υπουργικό συμβούλιο) σε κάθε χώρα και κάθε χρονιά, και ποιες εξαιρούνται από την πολιτική εξουσία, όπως ήταν οι Αφροαμερικανοί μέχρι την επανάσταση για τα πολιτικά δικαιώματα, και όπως είναι οι Ρομά στην Ανατολική Ευρώπη σήμερα.

Η στατιστική ανάλυση παρήγαγε αποτελέσματα που συμφωνούν με την ιδέα ότι η εθνική συνταύτιση αποτελεί συνάρτηση της πολιτικής εκπροσώπησης. Όσο μεγαλύτερο είναι το μερίδιο του πληθυσμού που δεν εκπροσωπείται στην εκτελεστική κυβέρνηση, τόσο λιγότερο υπερήφανοι, κατά μέσο όρο, είναι οι πολίτες για το έθνος τους.

Σε ακραίες περιπτώσεις, ο κυβερνών συνασπισμός αποτελείται από μια μικρή δημογραφική μειονότητα. Αυτό συμβαίνει στην Συρία, όπου οι Αλαουίτες κυριαρχούν στην εκτελεστική κυβέρνηση [10], στον στρατό και στις μυστικές υπηρεσίες, παρά το γεγονός ότι αντιπροσωπεύουν μόνο το 12% του πληθυσμού. Σε τέτοιες χώρες, τα μέλη αποκλεισμένων εθνικών ομάδων συνταυτίζονται πολύ λιγότερο με το έθνος από ό, τι τα μέλη των ομάδων που έχουν καταλάβει το κράτος. Και πράγματι, οι Αλαουίτες είναι πολύ πιο περήφανοι για το γεγονός ότι είναι Σύροι από τους Κούρδους και τους Σουνίτες. Αντιστρόφως, σε πιο συμπεριληπτικές χώρες, όπως η Ελβετία, όπου κάθε μια από τις τρεις μεγαλύτερες γλωσσικές ομάδες (γαλλόφωνοι, ιταλόφωνοι και γερμανόφωνοι) εκπροσωπείται στα υψηλότερα κυβερνητικά επίπεδα, τα μέλη όλων των ομάδων είναι υπερήφανα για την χώρα τους. Οι γαλλόφωνες και ιταλόφωνες μειονότητες είναι ακόμα πιο περήφανες που είναι Ελβετοί από όσο η γερμανόφωνη πλειοψηφία.

Όπως θα περίμενε κανείς, οι ομάδες που παρουσιάζουν την λιγότερη εθνική υπερηφάνεια είναι εκείνες που υφίστανται ενεργά διακρίσεις από τις πολιτικές ελίτ και την κοινωνία γενικότερα. Παραδείγματα είναι οι Ρομά στην Ανατολική Ευρώπη, οι Ρώσοι στην Λετονία και οι Μουσουλμάνοι στην Σερβία. Και αντίθετα με εκείνους που υποστήριξαν ότι οι πλειοψηφίες είναι εξ ορισμού πιο πατριωτικές από τις μειονότητες, τα στοιχεία δείχνουν ότι η πολιτική αντιπροσώπευση, και όχι το δημογραφικό μέγεθος, είναι αυτό που πραγματικά έχει σημασία. Οι μειονότητες στην εξουσία, όπως οι Άραβες στην Ιορδανία, δείχνουν τόση εθνική υπερηφάνεια όση και οι πλειοψηφίες, όπως οι Αλβανοί στην Αλβανία. Αντίθετα, οι μεγάλες περιθωριοποιημένες ομάδες –οι εθνικοί Ρώσοι στην Λετονία, για παράδειγμα- συνταυτίζονται τόσο λίγο με το έθνος όσο και οι μικρότερες, όπως οι Ρομά. Τέλος, οι πιο ποικίλοι πληθυσμοί δεν είναι λιγότερο υπερήφανοι για το έθνος τους απ 'ό, τι οι πολίτες ομοιογενών χωρών. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι η ποικιλομορφία per se, αλλά ο τρόπος με τον οποίο συνδέεται με την πολιτική εκπροσώπηση και την εξουσία.

Η εθνική υπερηφάνεια, ωστόσο, δεν είναι στατική με την πάροδο του χρόνου. Σε συμφωνία με το επιχείρημά μου, διαπίστωσα ότι οι ομάδες θα συνταυτιστούν πιο θετικά με το έθνος όταν κερδίσουν εξουσία και λιγότερο θετικά αν την χάσουν. Οι λευκοί στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, κατά μέσο όρο ήταν λιγότερο υπερήφανοι για την χώρα τους μετά την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα ως προέδρου [11] το 2008, όπως και οι Ταϊβανοί των οποίων οι παππούδες γεννήθηκαν στο νησί, αφότου το Kuomintang, η ηγεσία του οποίου προέρχεται από τους Κινέζους της ηπειρωτικής χώρας, επέστρεψε στην εξουσία το 2008. Στη Νότια Αφρική, οι Ασιάτες και οι μαύροι πολίτες εξέφρασαν μεγαλύτερη εθνική υπερηφάνεια μετά το τέλος του απαρτχάιντ, ενώ η τάση για τους λευκούς, μετά από μια σύντομη άνοδο της υπερηφάνειας αμέσως μετά την μετάβαση, πήγε προς την αντίθετη κατεύθυνση.

17042018-3.jpg

Ο πρόεδρος της Νοτίου Αφρικής, Νέλσον Μαντέλα, στην Πρετόρια, τον Ιούνιο του 1995. JUDA NGWENYA / REUTERS
---------------------------------------------------------------------------

Το εάν οι πολίτες ταυτίζονται με το έθνος εξαρτάται επίσης από την εκτίμησή τους για το μέλλον. Εάν δεν μπορούν να εμπιστεύονται ότι θα συνεχίσουν να εκπροσωπούνται στην εθνική κυβέρνηση, τείνουν να είναι λιγότερο υπερήφανοι για το έθνος τους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στις χώρες με ιστορικό εμφυλίου πολέμου -οι προηγούμενες συγκρούσεις καθιστούν πιο δύσκολη την εμπιστοσύνη των ελίτ διαφορετικών υποβάθρων να εμπιστευθούν η μια την άλλη και να σχηματίσουν ανθεκτικούς συνασπισμούς. Σε χώρες με ιστορικό εθνικών συγκρούσεων, όπως η Μυανμάρ [12], ο μέσος πολίτης είναι λιγότερο υπερήφανος για το έθνος από ό, τι σε ειρηνικές χώρες, όπως η Γκάνα. Το ίδιο ισχύει και για τα μέλη συγκεκριμένων υποεθνικών ομάδων, όπως οι Ιρακινοί Κούρδοι, που πολέμησαν σε πολλές βίαιες συγκρούσεις με την Βαγδάτη κατά τις προηγούμενες γενιές.

Η εμπιστοσύνη στη μελλοντική εκπροσώπηση μειώνεται επίσης εάν μια χώρα διοικείται από έναν πολυεθνικό συνασπισμό, όπως στο Βέλγιο ή στο Ιράκ μετά την πτώση του Σαντάμ Χουσεΐν. Τέτοιες συμμαχίες είναι λιγότερο σταθερές από ό, τι τα πιο μονολιθικά καθεστώτα. Σε τέτοιες καταστάσεις, τα άτομα μπορεί να ανησυχούν για το εάν η ομάδα τους θα εξακολουθήσει να εκπροσωπείται στην εθνική κυβέρνηση στο μέλλον ή εάν οι ελίτ από άλλη εθνική ομάδα θα ωθήσουν τους δικούς τους αντιπροσώπους έξω από την εξουσία.

ΦΤΙΑΓΜΕΝΗ ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙ