Τα προβλήματα της επαναφοράς των κυρώσεων κατά του Ιράν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα προβλήματα της επαναφοράς των κυρώσεων κατά του Ιράν

Δεν είναι κάτι τόσο απλό όσο η απόσυρση από το JCPOA

Οι διοικήσεις του Μπους και του Ομπάμα αρχικά επέβαλαν κυρώσεις σε πολλές από αυτές τις στοχευμένες εταιρείες, με βάση το ότι συνδέονταν με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν ή παρείχαν οικονομική υποστήριξη στις πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν. Ωστόσο, όπως αναγνωρίζουν μέχρι και οι αξιωματούχοι της διοίκησης της Trump, το Ιράν έχει συμμορφωθεί με τις πυρηνικές υποχρεώσεις του JCPOA από τις αρχές του 2016, καθιστώντας απίθανο ότι η Ουάσινγκτον θα μπορούσε να αποδείξει ότι κάποια από τις επιχειρήσεις που αφαιρέθηκαν από τους καταλόγους κυρώσεων των ΗΠΑ συμμετείχαν πρόσφατα στις ιρανικές πυρηνικές δραστηριότητες. Αντ’ αυτού, ο Trump θα πρέπει να προσδιορίσει μια νέα νομική βάση για τον ορισμό των επιχειρήσεων στις οποίες θέλει να επιβάλλει κυρώσεις. Παρόλο που το Υπουργείο Οικονομικών έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να επιβάλει κυρώσεις και είναι πιθανό να βρει μια νομική βάση για να το πράξει, η διαδικασία θα είναι ένα έργο εντάσεως εργασίας και χρόνου.

Το τελικό ρυθμιστικό εμπόδιο που θα αντιμετωπίσει ο Trump στο να επιβάλλει κυρώσεις στο Ιράν είναι να εξασφαλίσει ότι οι ανανεωμένες κυρώσεις δεν αποκόπτουν την πρόσβαση του Ιράν στον τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό και τις υπηρεσίες που βοηθούν τους Ιρανούς πολίτες να επικοινωνούν και θέτουν υπόλογη την κυβέρνησή τους.

Μετά τις λαϊκές διαδηλώσεις στο Ιράν στα τέλη του 2017, ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Στίβεν Μνούτσιν, επανεπιβεβαίωσε ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμεύονται να δώσουν δύναμη στους Ιρανούς να εμπλακούν με τον κόσμο, να εκφραστούν, και να καταστήσουν το ιρανικό καθεστώς υπεύθυνο για τις πράξεις του». Το Υπουργείο Οικονομικών επανέλαβε την υποστήριξή του για τις άδειες που εκδόθηκαν το 2014 και οι οποίες εξουσιοδοτούν τις αμερικανικές και ξένες εταιρείες να παρέχουν smartphone, tablet, λογισμικό επικοινωνιών και υπηρεσίες Διαδικτύου στο Ιράν. Παρόλο που η απόσυρση από το JCPOA δεν θα άφηνε αυτές τις άδειες σε νομικό κενό, θα καθιστούσε πολύ πιο δύσκολο για τις εταιρείες πληροφορικής να πωλούν προϊόντα και υπηρεσίες στο Ιράν χωρίς επιθετικές κανονιστικές και πολιτικές προσπάθειες της διοίκησης.

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΑ ΕΜΠΟΔΙΑ

Αυτές οι νομικές και κανονιστικές προκλήσεις, αν και σημαντικές, ωχριούν σε σύγκριση με τις διπλωματικές προκλήσεις που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ο Trump προκειμένου να πείσει τις ξένες κυβερνήσεις και εταιρείες να μειώσουν πραγματικά τις δραστηριότητές τους με την Τεχεράνη. Μεταξύ 2006 και 2015, οι κυβερνήσεις Μπους και Ομπάμα συμμετείχαν σε μια πολύπλοκη πολυμερή διπλωματική εκστρατεία για να πείσουν ξένες κυβερνήσεις και εταιρείες να συμπαραταχθούν με τις Ηνωμένες Πολιτείες στο να επιβάλλουν κυρώσεις στο Ιράν. Δεκάδες χώρες σε όλο τον κόσμο θέσπισαν τις δικές τους κυρώσεις, ενισχύοντας την πίεση των ΗΠΑ με το να περιορίσουν τις δουλειές που θα μπορούσαν να κάνουν οι εταιρείες και οι πολίτες τους στο Ιράν. Ακόμη και σε περιπτώσεις όπου οι κυβερνήσεις δεν θέσπισαν επίσημα τις δικές τους κυρώσεις, οι ξένοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι ήταν συχνά πρόθυμοι να πιέσουν διακριτικά τις επιχειρήσεις των χωρών τους για να συμμορφωθούν με τις κυρώσεις των ΗΠΑ επειδή μοιράζονταν την ανησυχία της κυβέρνησης των ΗΠΑ για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Η διοίκηση του Trump δεν θα βρει παρόμοιο πνεύμα συνεργασίας από κυβερνήσεις που αποξενώνονται λόγω της απόσυρσης των ΗΠΑ από το JCPOA.

Ίσως η μεγαλύτερη διπλωματική πρόκληση που θα αντιμετώπιζε ο Trump στην αποκατάσταση των κυρώσεων κατά του Ιράν, είναι να πείσει τους αγοραστές ιρανικού πετρελαίου να μειώσουν τις αγορές τους. Μεταξύ 2012 και 2013, η κυβέρνηση Ομπάμα έπεισε τους αγοραστές να μειώσουν τις εισαγωγές ιρανικού αργού κατά περίπου 50%, τραυματίζοντας δραματικά τα έσοδα της ιρανικής κυβέρνησης. Η Ευρώπη ουσιαστικά εξάλειψε τις εισαγωγές ιρανικού πετρελαίου, ενώ άλλοι σημαντικοί αγοραστές όπως η Κίνα, η Ινδία, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, μείωσαν τις αγορές τους κατά εκατοντάδες χιλιάδες βαρέλια την ημέρα. Οι χώρες που συνέχισαν να εισάγουν πετρέλαιο συμφώνησαν να διατηρήσουν τις πληρωμές σε λογαριασμούς μεσεγγύησης, περιορίζοντας την πρόσβαση του Ιράν στα έσοδα από τις εναπομείνασες πωλήσεις πετρελαίου του.

Δεδομένου ότι οι κυρώσεις ανεστάλησαν στις αρχές του 2016, όμως, οι εξαγωγές πετρελαίου του Ιράν ανέκαμψαν, φθάνοντας τα περίπου δύο εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως το 2017. Η Κίνα και η Ινδία είναι οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς, με τη Νότια Κορέα, την Ιαπωνία και αρκετά ευρωπαϊκά κράτη να αγοράζουν επίσης σημαντικές ποσότητες ιρανικού αργού πετρελαίου. Η Κίνα φαίνεται εξαιρετικά απίθανο να μειώσει τις αγορές του ιρανικού αργού, δεδομένων των αυξημένων εντάσεων μεταξύ του Πεκίνου και της Ουάσινγκτον όσον αφορά διμερή εμπορικά και επενδυτικά ζητήματα.