Ευρώπη, πλήρωνε! | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ευρώπη, πλήρωνε!

Τι καταλαβαίνει ορθώς ο Trump για το ΝΑΤΟ

Ο Donald Trump, ο 45ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, έχει ένα δίκιο για την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ [2]. Τον Μάιο, σε μια ομιλία στην έδρα της συμμαχίας στις Βρυξέλλες, είπε στους συναδέλφους του ηγέτες ότι «τα μέλη του ΝΑΤΟ πρέπει τελικά να συμβάλουν το δίκαιο μερίδιό τους». Τον Ιούλιο επανέλαβε την προειδοποίηση στην Βαρσοβία. «Η Ευρώπη πρέπει να κάνει περισσότερα», είπε.

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες μπορεί να βρίσκουν αυτές τις απαιτήσεις τραχιές, ειδικά αν ληφθεί υπόψη η δημοφιλία του Trump μεταξύ των ψηφοφόρων τους, αλλά πρέπει να τις λάβουν υπόψη. Τα τελευταία χρόνια, η Ευρώπη έχει γίνει ένα επικίνδυνο μέρος. Σε αναζήτηση εγχώριας στήριξης, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν [3] έχει στραφεί με επιθετικότητα στο εξωτερικό, εισβάλλει στην Ουκρανία και παρεμβαίνει στην Συρία. Δεδομένου ότι οποιαδήποτε στρατιωτική περιπέτεια μπορεί να προσφέρει μόνο προσωρινή ώθηση της δημοτικότητας, ο Πούτιν θα χρειάζεται πάντα νέα θύματα. Αυτό τον καθιστά μια συνεχή απειλή. Ωστόσο, ακριβώς όταν το ΝΑΤΟ έγινε και πάλι απαραίτητο για την ασφάλεια της Ευρώπης, η εκλογή του Trump έθεσε υπό αμφισβήτηση το μέλλον του ρόλου των ΗΠΑ στην συμμαχία.

10062018-1.jpg

Το αρχηγείο του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, τον Μάιο του 2017. CHRISTIAN HARTMANN / REUTERS
-----------------------------------------------------------------------------

Για τους λόγους αυτούς, ο Trump έχει δίκιο: Για να ενισχυθεί το ΝΑΤΟ και να ενθαρρύνουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να συνεχίσουν την δέσμευσή τους στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, τα ευρωπαϊκά μέλη της συμμαχίας θα πρέπει να συμβάλουν περισσότερο. Εξίσου σημαντικό, όμως, για την ευρωπαϊκή και την Δυτική ασφάλεια είναι να αναλάβουν οι Ηνωμένες Πολιτείες άλλες πολυμερείς πρωτοβουλίες για να υπερασπιστούν τα συμφέροντα και τις αξίες που έχουν από κοινού η Βόρεια Αμερική και η Ευρώπη. Χωρίς αυτή την ηγεσία, η Ευρώπη -και ο υπόλοιπος κόσμος- θα είναι ένας πιο άγριος τόπος.

ΠΑΛΙΑ ΛΑΘΗ

Για τις δυόμισι δεκαετίες μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η λέξη που ο υποψήφιος Τραμπ έγραφε για να περιγράψει το ΝΑΤΟ -«παρωχημένο»- ήταν σε μεγάλο βαθμό ακριβής [4]. Δεν είναι πλέον. Το 2014, η Ρωσία έθεσε τέρμα στην ευρωπαϊκή ειρήνη μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Έχει εισβάλει στην Ουκρανία, υποστηρίζει φιλορώσους πολιτικούς στις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες και έκτοτε έχει αναμειχθεί στις εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Γαλλία. Αυτή η ανανεωμένη επιθετικότητα πηγάζει από την ανάγκη του Πούτιν για δημόσια υποστήριξη ώστε να διατηρήσει την κλεπτοκρατία στην οποία προεδρεύει. Κατά την διάρκεια των δύο πρώτων θητειών του ως προέδρου, από το 2000 έως το 2008, η απογείωση των τιμών του πετρελαίου, του σημαντικότερου εξαγωγικού προϊόντος της Ρωσίας, επέτρεψε στον Πούτιν να αγοράσει δημοτικότητα. Αλλά το 2014, δύο χρόνια μετά την επιστροφή του στην προεδρία, η τιμή του πετρελαίου κατέρρευσε.

Αναγκάστηκε να στραφεί στη μοναδική άλλη αξιόπιστη πηγή υποστήριξης που είχε στην διάθεσή του: Τον επιθετικό εθνικισμό. Εκείνη την χρονιά, απαντώντας σε μια λαϊκή εξέγερση στην Ουκρανία, γνωστή ως επανάσταση του Euromaidan, που ανέτρεψε τον διεφθαρμένο, φιλορώσο πρόεδρο Viktor Yanukovych, ο Πούτιν ξεκίνησε μια εισβολή, αρχικά μεταμφιεσμένη ως αυθόρμητη αντίδραση των τοπικών δυνάμεων. Τα ρωσικά στρατεύματα κατέλαβαν την χερσόνησο της Κριμαίας και ξεκίνησαν μια εκστρατεία υποστήριξης των φιλορώσων αυτονομιστών στις ανατολικές επαρχίες της Ουκρανίας.

Ο Πούτιν ισχυρίστηκε ότι οι ενέργειες της Ρωσίας ήταν απαραίτητες επειδή η επανάσταση του Euromaidan προέκυψε από μια Δυτική συνωμοσία για να απομονώσει, να ταπεινώσει και τελικά να καταστρέψει την Ρωσία. Το ρωσικό κοινό τον πίστεψε σε μεγάλο βαθμό. Τα ποσοστά έγκρισής του [στις δημοσκοπήσεις] αυξήθηκαν απότομα και έπειτα πήραν μια περαιτέρω ώθηση από την παρέμβασή του στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας στο πλευρό του βάρβαρου δικτάτορα Μπασάρ αλ-Άσαντ.

Αν και ο Πούτιν και το καθεστώς του φέρουν την πρωταρχική ευθύνη για την επιστροφή του πολέμου στην Ευρώπη, η Δύση, ιδιαίτερα οι Ηνωμένες Πολιτείες, συνέβαλαν ακούσια στην επίτευξη αυτής της επικίνδυνης κατάστασης. Στην δεκαετία του 1990, το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε προς τα ανατολικά, ενάντια στις επιθυμίες των Ρώσων σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, ακόμη και εκείνων που ευνοούσαν την Δύση, και παρά τις προηγούμενες διαβεβαιώσεις των Δυτικών ηγετών προς τους Σοβιετικούς και αργότερα τους Ρώσους ομολόγους τους ότι δεν θα συμβεί μια τέτοια επέκταση.

Η Δύση ακολούθησε επίσης άλλες πολιτικές στις οποίες η Ρωσία αντιτάχθηκε επί ματαίω, συμπεριλαμβανομένων των πολέμων που διεξήχθησαν από τις ΗΠΑ στην Βοσνία, το Κοσσυφοπέδιο και το Ιράκ, καθώς και την μονομερή απόσυρση των ΗΠΑ το 2002 από την Συνθήκη του 1972 για τους Αντιβαλλιστικούς Πυραύλους (Anti-Ballistic Missile Treaty), μια συμφωνία η οποία είχε μειώσει τον αριθμό των αμυντικών πυραυλικών συστημάτων που μπορούσαν να κατασκευάσουν η Σοβιετική Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Μαζί, αυτές οι πρωτοβουλίες δημιούργησαν ένα εκλογικό σώμα για τον ισχυρισμό του Πούτιν, τον οποίο χρησιμοποιεί για να δικαιολογήσει την επιθετική εξωτερική του πολιτική [5], ότι η Δύση ακολουθούσε μια αντι-ρωσική εκστρατεία που εκείνος ενεργούσε για να αποτρέψει.

Ενώ η διεύρυνση του ΝΑΤΟ κινητοποίησε την Ρωσία, καθησύχασε την Δύση. Για να κερδίσουν εγχώρια αποδοχή της πολιτικής αυτής, οι Δυτικές κυβερνήσεις την απεικόνισαν ως μια ακίνδυνη χειρονομία καλής θέλησης από έναν οργανισμό που μεταμορφώθηκε από αμυντικός πολυεθνικός στρατός σε ένα καλοπροαίρετο κλαμπ δημοκρατιών. Η επέκταση, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της, δεν θα απαιτούσε καμία προσπάθεια ή δαπάνη εκ μέρους των νυν μελών του ΝΑΤΟ. Ούτε η Ρωσία θα αντιτασσόταν σε αυτήν, πρόσθεταν, παρά τις σημαντικές αποδείξεις για το αντίθετο. Αυτοί οι ψευδείς ισχυρισμοί έχουν αφήσει τους τελικούς διαιτητές της τύχης του ΝΑΤΟ -τους ψηφοφόρους των χωρών-μελών της συμμαχίας- απροετοίμαστους για την ανανεωμένη απειλή στην Ευρώπη [6] και την ανάγκη για αυξημένες προσπάθειες προς αντιμετώπισή της.

Αξίζει να υπενθυμίσουμε την γκάφα της επέκτασης του ΝΑΤΟ και τις συνέπειες που είχαν οι παρεπόμενες Δυτικές πολιτικές στην Ρωσία, για την περίπτωση που η Ρωσία είχε, όπως όντως είχε στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, μια κυβέρνηση πρόθυμη να συμμετάσχει σε μια τάξη ασφαλείας βασισμένη στην συνεργασία και την διαφάνεια. Σήμερα, ωστόσο, είναι ταυτόχρονα και πολύ αργά και πολύ νωρίς για μια τέτοια διευθέτηση.

ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Η βασική προϋπόθεση που έδωσε ώθηση στο ΝΑΤΟ κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, μια απειλή από την ανατολή, επέστρεψε [7]. Αλλά δεν επανεμφανίστηκαν όλα τα χαρακτηριστικά της σύγκρουσης ΗΠΑ-Σοβιετικών. Η Ρωσία έχει τα τρία τέταρτα της επικράτειας και τον μισό πληθυσμό της Σοβιετικής Ένωσης. Θέτει μια συμβατική στρατιωτική απειλή μόνο στην Ευρώπη, όχι, όπως στην σοβιετική εποχή, σε χώρες αλλού. Η σημερινή Ρωσία στερείται επίσης το είδος της μεσσιανικής ιδεολογίας που καθοδηγούσε την σοβιετική εξωτερική πολιτική. Ωστόσο, προκαλεί όντως την Ευρώπη με δύο γνωστούς τρόπους.

Πρώτον, διαθέτει πυρηνικά όπλα, τα οποία άλλες ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να εξισορροπούν με τα δικά τους ή με εκείνα των Ηνωμένων Πολιτειών. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία έχουν διατηρήσει τα πυρηνικά οπλοστάσιά τους από την δεκαετία του 1950 και την δεκαετία του '60, αντίστοιχα. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, τα άλλα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα η Δυτική Γερμανία, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτά [τα πυρηνικά] δεν θα μπορούσαν να αποτρέψουν την Σοβιετική Ένωση από μόνα τους. Η αποτελεσματική αποτροπή απαιτούσε το πολύ μεγαλύτερο οπλοστάσιο των Ηνωμένων Πολιτειών. Τα γερμανικά πυρηνικά όπλα θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τα αμερικανικά, αλλά κανένας, τουλάχιστον από τους ίδιους τους Γερμανούς [8], δεν ήθελε να τα αποκτήσει η Γερμανία.

10062018-2.jpg

Αλεξιπτωτιστές του ΝΑΤΟ συμμετέχουν σε εκπαιδευτική άσκηση στην Βουλγαρία, τον Ιούλιο του 2017. STOYAN NENOV / REUTERS
--------------------------------------------------------------------------

Η ίδια αρχή ισχύει και σήμερα. Τον Μάιο, η καγκελάριος της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ, υπαινίχθηκε τη μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης από τις Ηνωμένες Πολιτείες, λέγοντας σε πλήθος ανθρώπων σε μια πολιτική συγκέντρωση στο Μόναχο ότι «οι καιροί που μπορούσαμε να στηριχθούμε τελείως σε άλλους έχουν σε κάποιο βαθμό τελειώσει». Αλλά χωρίς τον γνωστό ρόλο των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, τα ευρωπαϊκά μέλη του θα αντιμετωπίσουν μια ανεπιθύμητη επιλογή μεταξύ της ρωσικής κυριαρχίας και των γερμανικών πυρηνικών όπλων.

Το δεύτερο πρόβλημα που έχει αναστήσει ο Πούτιν περιλαμβάνει τις τρεις χώρες της Βαλτικής, οι οποίες όλες ανήκουν στο ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με μια μελέτη της Rand το 2016 από τους αμυντικούς αναλυτές David Shlapak και Michael Johnson, επειδή η Εσθονία, η Λετονία και η Λιθουανία είναι τόσο μικρές και μοιράζονται σύνορα με την Ρωσία, «όπως είναι στημένες σήμερα, το ΝΑΤΟ δεν μπορεί να τις υπερασπιστεί με επιτυχία» ενάντια σε μια ρωσική εισβολή. Κατά τον ίδιο τρόπο, κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η συμμαχία δεν μπορούσε να ελπίζει να υπερασπιστεί με επιτυχία το Δυτικό Βερολίνο, ένα μικρό Δυτικό νησί που ήταν περικυκλωμένο από την κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία. Η πρόληψη μιας άμεσης σοβιετικής επίθεσης απαιτούσε ενεργητικές προσπάθειες από διαδοχικές αμερικανικές διοικήσεις για να πείσουν την Σοβιετική Ένωση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν δεσμευμένες στο να κρατήσουν την πόλη απαλλαγμένη από τον κομμουνιστικό έλεγχο. Προκειμένου να προστατευθούν οι χώρες της Βαλτικής από τη Μόσχα σήμερα, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να αναλάβει μια παρόμοια αξιόπιστη δέσμευση.

Τον Σεπτέμβριο του 2014, σε ομιλία του στην πρωτεύουσα της Εσθονίας, Ταλίν [9], ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, δήλωσε: «Θα υπερασπιστούμε την εδαφική ακεραιότητα κάθε κοινού σύμμαχου … επειδή η υπεράσπιση του Ταλίν και της Ρίγας και του Βίλνιους είναι εξίσου σημαντική με την υπεράσπιση του Βερολίνου και του Παρισιού και του Λονδίνου». Σε αντιδιαστολή, κατά την διάρκεια του ταξιδιού του στην Ευρώπη τον περασμένο Μάιο, ο Τραμπ απέτυχε να υποστηρίξει το άρθρο 5 της ιδρυτικής συνθήκης του ΝΑΤΟ, το οποίο δεσμεύει κάθε μέλος της συμμαχίας στην υπεράσπιση των άλλων. Μόνο τον Ιούνιο, σε συνέντευξη Τύπου με τον πρόεδρο της Ρουμανίας, Klaus Iohannis, ο Trump δέσμευσε τις Ηνωμένες Πολιτείες στην εν λόγω διάταξη της Συνθήκης.

Αυτή η αδιαφορία για τον καθιερωμένο ρόλο των ΗΠΑ στην Ευρώπη δεν είναι απλώς μια προσωπική εκκεντρικότητα που θα εξαφανιστεί μετά την αποχώρηση του Trump. Οι Αμερικανοί ψηφοφόροι, τελικά, ήξεραν τις απόψεις του και τον εξέλεξαν ως αρχηγό. Για πολλούς από αυτούς, η συζήτηση σχετικά με τις ρωσικές απειλές και την αποτροπή των ΗΠΑ στην Ευρώπη φαίνεται μακράν ξεπερασμένη. Ακόμη και οι Αμερικανοί που βλέπουν συμπαθητικά την ανάγκη για συνεχιζόμενη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην [γηραιά] ήπειρο, γνωρίζουν ότι οι πλούσιες ευρωπαϊκές χώρες είναι σε θέση να συμβάλουν περισσότερο για την δική τους ασφάλεια. Ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Τζέιμς Μάττις, μίλησε εξ ονόματος πολλών όταν δήλωσε στα μέλη του ΝΑΤΟ σε συνάντηση στις Βρυξέλλες τον Φεβρουάριο ότι θα πρέπει να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες αφού «οι Αμερικανοί δεν μπορεί να ενδιαφέρονται περισσότερο για το μέλλον των παιδιών σας από ό, τι εσείς».

Το 2014, τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ συμφώνησαν όντως να αφιερώσουν το 2% του ΑΕΠ τους στην άμυνα μέχρι το 2024, αλλά μόνο πέντε από τα 29 μέλη του ΝΑΤΟ το κάνουν αυτή την στιγμή. Αυτός ο στόχος είναι αυθαίρετος και η επίτευξή του δεν θα μεγιστοποιούσε από μόνη της την στρατιωτική ισχύ της συμμαχίας. Παρόλα αυτά, η επίτευξη [αυτού του στόχου] θα στείλει ένα μήνυμα στο αμερικανικό κοινό ότι η Ευρώπη παίρνει στα σοβαρά την υπεράσπισή της και έτσι αξίζει την υποστήριξη των ΗΠΑ.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

Όσο σημαντικές κι αν είναι οι αυξημένες αμυντικές δαπάνες, το ΝΑΤΟ δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά μόνο με στρατιωτικά μέσα την απειλή που θέτει η Ρωσία του Πούτιν. Εξάλλου, η στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ των δύο συνασπισμών του Ψυχρού Πολέμου έληξε σε αδιέξοδο. Ήταν στην οικονομική σφαίρα που η Δύση θριάμβευσε: Οι οικονομίες της τής ελεύθερης αγοράς ξεπέρασαν αποφασιστικά τα κεντρικά σχεδιασμένα συστήματα του κομμουνιστικού κόσμου. Η ευημερία της Δυτικής Γερμανίας σε αντιπαραβολή με την σχετική οικονομική καθυστέρηση της Ανατολικής Γερμανίας προσέφερε την πιο ξεκάθαρη αντίθεση.

Σήμερα, η αντιπαλότητα μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας έρχεται πιο κοντά στην αναπαραγωγή του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο Γερμανιών. Μια σταθερή, ευημερούσα και δημοκρατική Ουκρανία θα αποτελέσει το παράδειγμα για τον λαό της Ρωσίας που θα κάνει περισσότερα από οτιδήποτε άλλο για να δυσφημίσει και να ανατρέψει το κλεπτοκρατικό ρωσικό πολιτικό σύστημα.

Το δίδυμο σοκ της επανάστασης του Euromaidan και της ρωσικής εισβολής παρήγαγε μια ουκρανική κυβέρνηση που δεσμεύτηκε, τουλάχιστον ρητορικά [10], στην φιλελεύθερη δημοκρατία και στην οικονομία της αγοράς. Αν και έχει σημειώσει κάποια πρόοδο, η χώρα απέχει πολύ από την επίτευξη αμφοτέρων. Η επιτυχία θα εξαρτηθεί κυρίως από τις προσπάθειες των ίδιων των Ουκρανών. Παρόλα αυτά, άλλες χώρες μπορούν να παράσχουν οικονομική στήριξη στην αναμορφωτική κυβέρνηση στο Κίεβο, όπως κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, μέσω της ΕΕ, έχουν ήδη κάνει. Με αυτόν τον τρόπο, οι ευρωπαϊκές χώρες συμβάλλουν σημαντικά στην ευρωπαϊκή ασφάλεια.

10062018-3.jpg

Φάλαγγα Αμερικανών στρατιωτών σε αυτοκινητόδρομο κοντά στην Βαρσοβία, στην Πολωνία, τον Μάρτιο του 2017. KACPER PEMPEL / REUTERS
-----------------------------------------------------------------------------------

Εκτός από την υποστήριξη της Ουκρανίας, η Δύση προσπάθησε να τιμωρήσει την Ρωσία. Σε απάντηση της εισβολής της Ρωσίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ επέβαλαν κυρώσεις σε αρκετές ρωσικές προσωπικότητες και επιχειρήσεις. Μαζί με τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου, αυτά βλάπτουν την οικονομία της χώρας, καταστρέφοντας το κύρος του Πούτιν στο ρωσικό κοινό. Έχουν επίσης σηματοδοτήσει ότι περαιτέρω επιθέσεις θα προκαλέσουν ακόμη πιο σκληρές οικονομικές κυρώσεις.

Επειδή έχουν επιφέρει ένα οικονομικό κόστος όχι μόνο στην Ρωσία αλλά και στις χώρες που τις επιβάλλουν, οι κυρώσεις έχουν γίνει αμφιλεγόμενες στην Ευρώπη. Πράγματι, ο Πούτιν θα μπορούσε εύκολα να σκεφθεί ότι η δημόσια αντιπολίτευση θα αναγκάσει τους Ευρωπαίους ηγέτες να τις άρουν. Αν ναι, έκανε λάθος. Έμειναν στην θέση τους, σε μεγάλο βαθμό χάρη στις προσπάθειες της Μέρκελ, που καταλαβαίνει, όπως πολλοί από τους συμπατριώτες της, την απειλή που θέτει ο Πούτιν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ θα πρέπει να είναι έτοιμες να επιβάλουν πρόσθετες, αυστηρότερες οικονομικές κυρώσεις, αν το δικαιολογήσει η ρωσική πολιτική.

ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΑΠΕΙΛΕΣ

Η Ευρώπη δεν είναι ο μόνος τόπος όπου μια επιθετική δύναμη απειλεί την ασφάλεια των γειτόνων της. Στη Μέση Ανατολή, το Ιράν έχει επιδιώξει [να αποκτήσει] πυρηνικά όπλα και πολέμησε πολέμους δια πληρεξουσίων στην Συρία και την Υεμένη. Σε ανταπόκριση της επιθετικότητάς του, οι ευρωπαϊκές χώρες εντάχθηκαν στο διεθνές καθεστώς κυρώσεων κατά του Ιράν που προηγήθηκε της πυρηνικής συμφωνίας του 2015, η οποία [συμφωνία] επιβράδυνε το πρόγραμμα πυρηνικών όπλων του Ιράν. Δεδομένων των αδυναμιών των περιορισμών αυτής της συμφωνίας και της έντασης με την οποία το Ιράν προσπαθεί να κυριαρχήσει στην περιοχή, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι ευρωπαϊκές χώρες ενδέχεται σύντομα να χρειαστεί να επιβάλλουν εκ νέου οικονομικούς περιορισμούς στην χώρα.

Οι ευρωπαϊκές χώρες διαδραματίζουν επίσης ένα ρόλο στην προστασία των Δυτικών συμφερόντων και αξιών στην Ασία. Εκεί, η Κίνα διεκδίκησε κυριαρχία και έχτισε στρατιωτικές βάσεις [11] σε αμφισβητούμενες περιοχές στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Ταυτόχρονα, έχει εκμεταλλευτεί την αυξανόμενη οικονομική δύναμή της για να προσπαθήσει να αποσπάσει πολιτικές παραχωρήσεις από άλλες ασιατικές χώρες. Το 2010, για παράδειγμα, η κινεζική κυβέρνηση εμπόδισε ορισμένες εξαγωγές ορυκτών σπάνιων γαιών στην Ιαπωνία έως ότου η ιαπωνική κυβέρνηση απελευθερώσει έναν Κινέζο ψαρά που συνελήφθη κοντά στα αμφισβητούμενα νησιά Diaoyu / Senkaku, ένα αρχιπέλαγος στην Ανατολική Θάλασσα της Κίνας. Νωρίτερα το 2017, ως αντίδραση σε μια συμφωνία μεταξύ της Σεούλ και της Ουάσινγκτον για την ανάπτυξη ενός συστήματος αμερικανικών βαλλιστικών πυραύλων στη Νότια Κορέα, η Κίνα άρχισε μια ανεπίσημη οικονομική εκστρατεία εναντίον της χώρας, απαγορεύοντας ορισμένες εισαγωγές και πιέζοντας τα κινεζικά πρακτορεία ταξιδίων να σταματήσουν τα ταξίδια στη Νότια Κορέα.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη έχουν ήδη προβεί σε κάποιες οικονομικές ενέργειες για να στηρίξουν τις συναδέλφους τους δημοκρατίες στην Ασία. Στο μέλλον, οι ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να συμμετάσχουν σε πολυεθνικές προσπάθειες για να αντισταθούν στις κινεζικές οικονομικές πιέσεις, μέσω αποζημιώσεων σε στοχευμένες χώρες, αντίποινα μποϊκοτάζ ή κυρώσεις. Σίγουρα, το να περιμένουμε από τους Ευρωπαίους ψηφοφόρους να κάνουν οικονομικές θυσίες για χάρη μακρινών χωρών είναι σαν να ζητάμε πολλά από αυτούς. Ωστόσο, αυτή η παγκόσμια οικονομική και πολιτική αλληλεγγύη μπορεί να αποδειχθεί απαραίτητη για να αντιμετωπιστούν οι επεκτατικές φιλοδοξίες της Κίνας.

Για να οδηγήσουν σε επιτυχία οι Δυτικές αντιδράσεις στην επεκτατική κινεζική και ρωσική συμπεριφορά, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ηγηθούν. Μόνο εκείνες έχουν την δύναμη και την θέση να ξεκινήσουν παγκόσμιες πρωτοβουλίες αυτού του είδους, όπως συνέβαινε για παράδειγμα το 1990, όταν ο πρόεδρος George H. W. Bush συγκέντρωσε τον παγκόσμιο συνασπισμό που εξεδίωξε τις ιρακινές δυνάμεις από το Κουβέιτ. Δυστυχώς, ο Trump δεν έδειξε ούτε την τάση ούτε την ικανότητα να ασκήσει τέτοια ηγεσία.

Η δημιουργία ενός παγκόσμιου συνασπισμού που θα αντισταθεί στον κινεζικό οικονομικό εκφοβισμό (bullying) και την ρωσική επιθετικότητα θα απαιτήσει επίσης μια ευρεία αίσθηση κοινότητας μεταξύ των δημοκρατιών, βασισμένη όχι μόνο στα κοινά συμφέροντα αλλά και στις κοινές αξίες. Στον πυρήνα της απροκάλυπτης απέχθειας των Ευρωπαίων ηγετών για τον Trump φαίνεται να είναι η απογοήτευσή τους ότι, αντίθετα με τους προκατόχους του από τουλάχιστον τον Franklin Roosevelt μέχρι τώρα, και παρά το ότι υπερασπίστηκε εντυπωσιακά τις Δυτικές αξίες στην Βαρσοβία τον Ιούλιο, [ο Τραμπ] δεν προσυπογράφει την ιδέα μιας παγκόσμιας δημοκρατικής κοινότητας.

Η Ευρώπη πρέπει να αναλάβει περισσότερες ευθύνες για την υπεράσπιση των Δυτικών συμφερόντων και αξιών, αλλά δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Χωρίς αυτή την ηγεσία, ο κόσμος που οι δημοκρατίες έφτιαξαν με τις νίκες τους στις τρεις μεγάλες παγκόσμιες συγκρούσεις του εικοστού αιώνα -τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους και τον Ψυχρό Πόλεμο-, ένας κόσμος πιο ελεύθερος, πιο ειρηνικός και πιο ευημερών από οποιαδήποτε άλλη περίοδο στην ιστορία, δεν θα αντέξει.

Copyright © 2018 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/europe/2017-08-15/pay-europe

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.amazon.com/Mission-Failure-America-World-Post-Cold/dp/019046...
[2] https://www.foreignaffairs.com/topics/nato
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2016-04-18/russian-po...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2016-09-12/ripped
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/ukraine/2016-04-18/russias-perpe...
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/europe/2017-03-02/real-problems-...
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/europe/2016-06-13/natos-next-act
[8] https://www.foreignaffairs.com/articles/germany/2017-06-13/keine-atombom...
[9] https://obamawhitehouse.archives.gov/the-press-office/2014/09/03/remarks...
[10] https://www.foreignaffairs.com/articles/ukraine/2017-06-29/ukraine-s-sta...
[11] https://www.nytimes.com/interactive/2015/07/30/world/asia/what-china-has...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition