Τα ελλείμματα των ΗΠΑ πλήττουν τις αναδυόμενες αγορές | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα ελλείμματα των ΗΠΑ πλήττουν τις αναδυόμενες αγορές

Γιατί η Τουρκία και η Αργεντινή αισθάνονται τον πόνο

Στην Αργεντινή, η κυβέρνηση είναι αυτή που δανείζεται από το εξωτερικό. Πριν από μερικά χρόνια, ο Αργεντινός πρόεδρος, Mauricio Macri, ήταν ο αγαπημένος της διεθνούς αγοράς ομολόγων αφότου συμφώνησε με τους αντιστεκόμενους πιστωτές της Αργεντινής. Αυτό επέτρεψε στην χώρα να ξεκινήσει εκ νέου την έκδοση ομολόγων στην παγκόσμια αγορά. Αλλά ο δανεισμός δεκάδων δισεκατομμυρίων ετησίως συσσωρεύθηκε γρήγορα και το ισχυρό πέσο της Αργεντινής άρχισε να επιβαρύνει τις εξαγωγές. Το 2017, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Αργεντινής σχεδόν διπλασιάστηκε, φτάνοντας περίπου το 5% του ΑΕΠ. Όλο και περισσότερο, τα δολάρια που δανείστηκε η κυβέρνηση της Αργεντινής από τον κόσμο κατευθύνονταν στην πληρωμή εισαγωγών, όχι στην ανοικοδόμηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της. Εκτός από αυτά τα προβλήματα, η Αργεντινή υπέφερε από μια κακή σοδειά το 2017-18, γεγονός που μπορεί να μειώσει το ΑΕΠ μέχρι και κατά 1%. Η χώρα γρήγορα βρέθηκε σε πραγματικό πρόβλημα, με μια αυξανόμενη ανάγκη δανεισμού από το εξωτερικό, αλλά και με μια μειωμένη ικανότητα να βρίσκει πρόθυμους δανειστές στην αγορά.

Η Αργεντινή είδε τους κακούς οιωνούς και τον Μάιο στράφηκε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για δάνειο ύψους 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Το ΔΝΤ τής ζήτησε να κάνει πιο αυστηρή την δημοσιονομική πολιτική της σε μια προσπάθεια να μειώσει σταδιακά την ανάγκη δανεισμού της από τον υπόλοιπο κόσμο. Σε αντάλλαγμα, το ΔΝΤ τής επέτρεψε να αντλήσει κεφάλαια από το κεφάλαιο του ΔΝΤ για να καλύψει ορισμένες από τις ανάγκες χρηματοδότησής της. Σε μια δυνητικά επικίνδυνη απόφαση, το ΔΝΤ έχει χτίσει το πρόγραμμά του γύρω από ένα στοίχημα ότι η αξία του αργεντίνικου πέσο έχει ήδη μειωθεί όσο χρειάζεται και ότι οι επακόλουθες πτώσεις δεν θα αυξήσουν το βάρος του μεγάλου εξωτερικού συναλλαγματικού χρέους της Αργεντινής περαιτέρω.

04072018-2.jpg

Ο Mauricio Macri και η Christine Lagarde στην σύνοδο κορυφής του G7 στο Quebec, στον Καναδά, τον Ιούνιο του 2018. REUTERS
------------------------------------------------------------

Στην Τουρκία, οι μεγάλοι δανειζόμενοι ήταν τράπεζες και επιχειρήσεις, όχι η κυβέρνηση. Από αυτή την άποψη, η κατάσταση στην Τουρκία έχει κάποιες ομοιότητες με τις χώρες που υπέστησαν την ασιατική κρίση πριν από 20 χρόνια. Η Τουρκία μπήκε στα προβλήματα επειδή ο μεγαλύτερος δανεισμός από τις εγχώριες επιχειρήσεις πέρυσι διεύρυνε το εμπορικό έλλειμμα της χώρας, και η επακόλουθη αύξηση της ανάγκης της για ξένη χρηματοδότηση την άφησε ευάλωτη στο ανατιμώμενο δολάριο και στις υψηλότερες τιμές του πετρελαίου.

Προς το παρόν, η Τουρκία προσπαθεί να τα βγάλει πέρα από μόνη της. Οι υπερχρεωμένες τουρκικές επιχειρήσεις μιλούν με τις τράπεζές τους για την επαναδιαπραγμάτευση των δανείων τους και η Κεντρική Τράπεζα αναγκάστηκε να αυξήσει τα επιτόκια για να ενισχύσει την πτωτική λίρα παρά τις επιθυμίες του Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος από καιρό φοβόταν ότι τα υψηλότερα επιτόκια θα βλάψουν την ανάπτυξη. Η αύξηση των επιτοκίων έχει σταματήσει την πτώση της λίρας, αλλά θα αναγκάσει επίσης τις τράπεζες της Τουρκίας να περιορίσουν την εγχώρια δανειοδότησή τους.

Παραδόξως, το γενικότερο πρόβλημα της οικονομίας της Τουρκίας είναι ότι έχει δανειστεί πάρα πολύ σε δολάρια, αλλά το ειδικότερο πρόβλημα των τραπεζών είναι ότι διαρκώς έχουν έλλειμμα τουρκικών λιρών για να δανείσουν. Οι τράπεζες έχουν πολλές εγχώριες καταθέσεις σε δολάρια, καθώς και την ικανότητα, τουλάχιστον στις καλές στιγμές, να δανείζονται δολάρια στο εξωτερικό, αλλά μπορούν να δανείζουν τα τουρκικά νοικοκυριά μόνο σε λίρες. Ως αποτέλεσμα, έχουν καταλήξει να βασίζονται στην ικανότητά τους να δανείζονται δολάρια και να ανταλλάσσουν αυτά τα δολάρια για λίρες στην διεθνή χρηματοπιστωτική αγορά και, αν είναι ανάγκη, να δανείζονται λίρες από την κεντρική τράπεζα. Τα υψηλότερα εγχώρια επιτόκια θα επιβραδύνουν τις καταναλωτικές δαπάνες και θα μειώσουν το εμπορικό έλλειμμα της Τουρκίας και θα καταστήσουν τους ξένους επενδυτές πιο πρόθυμους να συνεχίσουν να ανταλλάσσουν λίρες για τα δολάρια που περισσεύουν στο τραπεζικό σύστημα της Τουρκίας. Ωστόσο, η χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Τουρκίας θα εξακολουθήσει να εξαρτάται από την προθυμία των εξωτερικών πιστωτών της να συνεχίσουν να μεταχρονολογούν (roll over) την μεγάλη μάζα βραχυπρόθεσμου δολαριακού χρέους της χώρας.

Αργά ή γρήγορα, τόσο η Αργεντινή όσο και η Τουρκία θα αντιμετωπίσουν πιέσεις για να μειώσουν τον εξωτερικό δανεισμό τους, ούτως ή άλλως. Άλλες, ισχυρότερες αναδυόμενες οικονομίες αντιμετώπισαν επίσης ορισμένες δυσκολίες. Η Βραζιλία και η Ινδία, για παράδειγμα, έχουν δει πρόσφατα τα νομίσματά τους να γίνονται πιο αδύναμα. Αλλά αμφότερες έχουν μεγάλα αποθέματα ως «μαξιλάρι» και κατά συνέπεια περισσότερες επιλογές. Αμφότερες έχουν μικρότερα εξωτερικά ελλείμματα από όσο είχαν όταν κατευθύνονταν προς το λεγόμενο taper tantrum [στμ: την σταδιακή απομείωση της «ποσοτικής χαλάρωσης»] του 2013, όταν το κόστος δανεισμού αυξήθηκε για πολλές αναπτυσσόμενες χώρες αφότου η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Αμερικής σηματοδότησε ότι θα τερμάτιζε το πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων γνωστό ως «ποσοτική χαλάρωση» (quantitative easing).

Αυτή την στιγμή, οι αναδυόμενες οικονομίες που επιθυμούν να προσελκύσουν ξένες επενδύσεις και έχουν εμπορικά ελλείμματα, δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν με τις Ηνωμένες Πολιτείες για τις διαθέσιμες αποταμιεύσεις του κόσμου. Αυτό θα διευρύνει το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ παρά τις επιθυμίες της διοίκησης του Trump. Όσον αφορά την λογιστική, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να δανειστούν από τον υπόλοιπο κόσμο για να καλύψουν το αυξανόμενο δημοσιονομικό έλλειμμα, διατηρώντας παράλληλα τις επιχειρηματικές επενδύσεις ψηλά χωρίς να παρουσιάσουν επίσης ένα υψηλότερο εμπορικό έλλειμμα.