Μια σημαντική ανακατάταξη συμβαίνει στη Μέση Ανατολή; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια σημαντική ανακατάταξη συμβαίνει στη Μέση Ανατολή;

Γιατί η Τουρκία στρέφεται προς το Ιράν και την Ρωσία
Περίληψη: 

Η κοσμοθεωρία του Ερντογάν μοιράζεται πολλές αρχές με εκείνες της Ισλαμικής Δημοκρατίας και της Ρωσίας. Όπως και η Μόσχα και η Τεχεράνη, η Άγκυρα είναι τώρα πιο αντι-δυτική από οποιαδήποτε άλλη στιγμή της πρόσφατης μνήμης. Με αυτή την έννοια, η Τουρκία απομακρύνεται από το ΝΑΤΟ και τείνει προς τις δύο αναθεωρητικές δυνάμεις.

Ο COLIN P. CLARKE είναι πρόσθετος ανώτερος Πολιτικός Επιστήμονας στον μη κερδοσκοπικό, μη κομματικό οργανισμό RAND Corporation και ανώτερος ερευνητής στο Κέντρο Soufan.
Η ARIANE M. TABATABAI είναι συνεργαζόμενη Πολιτικός Επιστήμονας στην RAND.

Έχοντας επικρίνει επί μακρόν την πολιτική των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, ο πρόεδρος Donald Trump σκιαγράφησε το περίγραμμα μιας νέας προσέγγισης στην περιοχή. Τον περασμένο μήνα, η διοίκησή του αποκάλυψε τη νέα στρατηγική της για την Συρία [1], σηματοδοτώντας την απομάκρυνση από μια αποστολή επικεντρωμένη στην αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους (ή ISIS) προς μια αποστολή που αποσκοπούσε στην ανάσχεση του Ιράν. Αλλά αυτά τα νέα σχέδια δεν εξετάζουν μια κρίσιμη πρόκληση: Τις μεταβαλλόμενες συμμαχίες στην περιοχή, οι οποίες έχουν ενταθεί μετά την δολοφονία του Σαουδάραβα δημοσιογράφου Jamal Khashoggi στο σαουδαραβικό Προξενείο της Κωνσταντινούπολης.

01112018-2.jpg

Οι πρόεδροι Χασάν Ρουχανί του Ιράν, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν της Τουρκίας και Βλαντιμίρ Πούτιν της Ρωσίας σε κοινή συνέντευξη Τύπου μετά την συνάντησή τους στην Άγκυρα, τον Απρίλιο του 2018. UMIT BEKTAS / REUTERS
----------------------------------------------------------------------

Οι συμμαχίες στη Μέση Ανατολή είναι από καιρό μετατοπιζόμενες τεκτονικές πλάκες. Επί δεκαετίες, οι περιφερειακές δυνάμεις -ιδίως το Ιράν, το Ιράκ, το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία- ανταγωνίζονταν για να μεγιστοποιήσουν την ισχύ τους έχοντας ως φόντο τις παρεμβάσεις της Ρωσίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και, αργότερα, των Ηνωμένων Πολιτειών. Μέχρι πρόσφατα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι περιφερειακοί σύμμαχοί τους -το Ισραήλ, η πλειοψηφία των κρατών του Αραβικού Κόλπου και η Τουρκία- ευθυγραμμίζονταν εναντίον του Ιράν. Μετά την πυρηνική συμφωνία του 2015, φαινόταν βέβαιο ότι αυτές οι περιφερειακές δυνάμεις, υποστηριζόμενες από την Ουάσινγκτον, θα κατάφεραν να απομονώσουν τους μουλάδες. Ωστόσο, πολλοί εσωτερικοί, περιφερειακοί και διεθνείς παράγοντες συνέβαλαν στην άρση αυτού του μακρόχρονου status quo. Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων είναι η αποστασιοποίηση της Τουρκίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες και η κλίση της προς το Ιράν και την Ρωσία.

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΑΓΚΥΡΑΣ

Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για την αναδυόμενη ευθυγράμμιση της Άγκυρας με την Τεχεράνη και τη Μόσχα. Πρώτον, η ανάρρηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην τουρκική προεδρία το 2014 -μια κίνηση που σηματοδότησε την εδραίωση της εξουσίας του μετά από μια δεκαετία ως πρωθυπουργός- σηματοδότησε μια αλλαγή στις πολιτικές της χώρας. Ο Ερντογάν ενίσχυσε θρησκευτικές παρατάξεις και μετακίνησε την χώρα μακριά από τον περίφημο κοσμικό χαρακτήρα της Άγκυρας, που χρονολογείτο από τον ιδρυτή της, Κεμάλ Ατατούρκ, στις αρχές του εικοστού αιώνα. Η κοσμοθεωρία του Ερντογάν μοιράζεται πολλές αρχές με εκείνες της Ισλαμικής Δημοκρατίας και της Ρωσίας. Όπως και η Μόσχα και η Τεχεράνη, η Άγκυρα είναι τώρα πιο αντι-δυτική από οποιαδήποτε άλλη στιγμή της πρόσφατης μνήμης. Με αυτή την έννοια, η Τουρκία απομακρύνεται από το ΝΑΤΟ και τείνει προς τις δύο αναθεωρητικές δυνάμεις.

Οι πεποιθήσεις του Ερντογάν διαμορφώνουν την αντίληψή του για την περιφερειακή τάξη. Ο Τούρκος πρόεδρος φαίνεται να βλέπει τον εαυτό του ως σύγχρονο σουλτάνο, τον νόμιμο κληρονόμο της ηγεσίας των Σουνιτών. Το έχει προχωρήσει τόσο πολύ ώστε να ισχυριστεί [3] ότι η δική του «είναι η μόνη χώρα που μπορεί να ηγηθεί του μουσουλμανικού κόσμου». Αυτό καθιστά τον Οίκο των Σαούντ λιγότερο σύμμαχο και περισσότερο ανταγωνιστή.

Πράγματι, η δολοφονία του Khashoggi είναι μόνο η τελευταία σε μια σειρά εξελίξεων που έχουν επιδεινώσει τις εντάσεις μεταξύ Τουρκίας και Σαουδικής Αραβίας. Στο συνεχιζόμενο ρήγμα στον Περσικό Κόλπο, όπου η Σαουδική Αραβία και οι σύμμαχοί της διέκοψαν τους δεσμούς με το Κατάρ (φαινομενικά λόγω της ισχυρής και ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής του Κατάρ, αλλά στην πραγματικότητα λόγω των αυξανόμενων εντάσεων που απορρέουν από την σαουδαραβική προσέγγιση προς το Ιράν και από τον πόλεμο στην Υεμένη), η Άγκυρα συμπαρατάχθηκε με την Τεχεράνη στηρίζοντας τη Ντόχα. Για την Τουρκία, το κράτος του Κόλπου ήταν ένας σημαντικός σύμμαχος του οποίου η περιφερειακή προοπτική ευθυγραμμίζεται με την δική της. Και οι οικονομικοί δεσμοί των δύο χωρών ήταν επίσης σημαντικοί για την Άγκυρα. Ακόμη και πριν από την κρίση, η Τουρκία είχε υπογράψει [4] στρατιωτικό πρωτόκολλο με το Κατάρ και άνοιξε την πρώτη στρατιωτική βάση της στην περιοχή το 2015. Πιο πρόσφατα, η Τουρκία υπέγραψε συμφωνία [5] για την αγορά ρωσικών πυραυλικών συστημάτων S-400, παρακινώντας τον υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ, Τζέιμς Μάττις, να προειδοποιήσει [6] την Τουρκία ότι θα πρέπει να επανεξετάσει την κίνηση, καθώς το ΝΑΤΟ δεν θα ήταν σε θέση να ενσωματώσει αυτά τα όπλα στον στρατιωτικό σχηματισμό.

Αυτές οι εξελίξεις σημειώθηκαν με φόντο την συριακή σύγκρουση, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σαουδική Αραβία παρέμειναν ενωμένες λόγω της μακρόχρονης συνεργασίας, της αντίστοιχης εχθρότητάς τους προς το Ιράν και του συνεχιζόμενου πολέμου στην Υεμένη. Για την Τουρκία, ο σύνδεσμος Ιράν-Ρωσία φαίνεται να της ταιριάζει καλύτερα από το ΝΑΤΟ. Η Άγκυρα ενδιαφέρεται για την σταθεροποίηση της Συρίας, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι ο πρόεδρος Μπασάρ αλ-Άσαντ θα παραμείνει στην εξουσία. Ο στόχος αυτός ευθυγραμμίζεται με τους στόχους του Ιράν και της Ρωσίας. Η Μόσχα και η Τεχεράνη συνεργάστηκαν στενά στην Συρία -με την Ρωσία να παρέχει αεροπορική κάλυψη στα στρατεύματα ξηράς του Ιράν- για να εξασφαλίσουν τόσο την λαβή του Assad στην εξουσία όσο και την δική τους περιφερειακή θέση. Αμφότερες, όσο και η Τουρκία, ενδιαφέρονται για την διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας, κάτι που θα μπορούσε να τους βοηθήσει να αποφύγουν έναν πιθανό περιφερειακό κατακερματισμό και μια κρατική αποτυχία που θα μπορούσε να διαχυθεί και να απειλήσει την επιβίωσή τους.