Τι θα πρέπει να συμφωνήσει ο Trump με τον Xi | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι θα πρέπει να συμφωνήσει ο Trump με τον Xi

Εστιάστε στις επενδύσεις, όχι στο εμπόριο, στο G-20
Περίληψη: 

Ο Trump θα πρέπει να πιέσει τον Xi για μεγαλύτερη πρόσβαση στην αγορά και καλύτερη προστασία για τις πολυεθνικές εταιρείες των ΗΠΑ που επενδύουν και λειτουργούν στην Κίνα. Θα πρέπει επίσης να αλλάξει τους όρους των κινεζικών επενδύσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο στόχος θα πρέπει να είναι λιγότερες εξαγορές υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων από κινεζικές εταιρείες, περισσότερες επενδύσεις σε νέα έργα που υπόσχονται να δημιουργήσουν αμερικανικές θέσεις εργασίας.

Ο GEOFFREY GARRETT είναι πρύτανης στο Wharton School of Business.

Ο Κινέζος πρόεδρος, Xi Jinping, θα πάει στην Σύνοδο Κορυφής του G-20 στο Μπουένος Άιρες στα τέλη Νοεμβρίου, με ένα πράγμα στο μυαλό του: Να αποκλιμακώσει τον εμπορικό πόλεμο με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό σημαίνει να επιτύχει μια συμφωνία, και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Donald Trump, βρίσκεται σε ισχυρή διαπραγματευτική θέση. Οι τρέχοντες «οφθαλμόν-αντί-οφθαλμού» δασμοί βλάπτουν την Κίνα [1] περισσότερο από όσο [βλάπτουν] τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η κινεζική οικονομία εξαρτάται περισσότερο από τις Ηνωμένες Πολιτείες από όσο η οικονομία των ΗΠΑ από την Κίνα. Οι προοπτικές για την οικονομία των ΗΠΑ φαίνονται πολύ καλές˙ υπάρχουν αυξανόμενα βαριά σύννεφα πάνω από την κινεζική οικονομία. Εν ολίγοις, [το] πλεονέκτημα [το έχει η] Αμερική. Αλλά τι είδους συμφωνία πρέπει να προωθήσει ο Trump;

Το πρόβλημα για τον Trump είναι ότι ο Xi δεν μπορεί να του δώσει αυτό που λέει ότι θέλει: Μια άμεση και δραματική μείωση του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ με την Κίνα [2]. Ο Trump θα πάρει πιθανώς κάποιες εγγυήσεις για αγορές περισσότερων αμερικανικών εξαγωγών -για παράδειγμα, νέες συμβάσεις για την Boeing ώστε να προμηθεύσει την μεγάλη και αναπτυσσόμενη εμπορική αεροπορική αγορά της Κίνας. Αλλά αυτά δεν θα αλλάξουν την υποκείμενη διαρθρωτική πραγματικότητα που οδηγεί την τεράστια εμπορική ανισορροπία: Οι Κινέζοι αποταμιεύουν πολύ περισσότερο από τους Αμερικανούς. Οι Αμερικανοί καταναλώνουν πολύ περισσότερο από τους Κινέζους.

14112018-1.jpg

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Donald Trump, συμμετέχει σε μια τελετή καλωσορίσματος με τον πρόεδρο της Κίνας, Xi Jinping, στο Πεκίνο, τον Νοέμβριο του 2017. DAMIR SAGOLJ / REUTERS
----------------------------------------------------------------

Αυτό που μπορεί να δώσει η Κίνα -και αυτό που πρέπει να αποδεχθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες- αφορά τις επενδύσεις, όχι το εμπόριο. Ο Trump θα πρέπει να πιέσει για μεγαλύτερη πρόσβαση στην αγορά και καλύτερη προστασία, συμπεριλαμβανομένης της πνευματικής ιδιοκτησίας, για τις πολυεθνικές εταιρείες των ΗΠΑ που επενδύουν και λειτουργούν στην Κίνα. Θα πρέπει επίσης να αλλάξει τους όρους των κινεζικών επενδύσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο στόχος θα πρέπει να είναι λιγότερες εξαγορές υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων από κινεζικές εταιρείες, περισσότερες επενδύσεις σε νέα έργα που υπόσχονται να δημιουργήσουν αμερικανικές θέσεις εργασίας.

ΠΟΥΛΩΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ

Ο βετεράνος Αμερικανός επιχειρηματικός ηγέτης Maurice Greenberg έθεσε τα πράγματα συνοπτικά σε ένα άρθρο γνώμης στην [εφημερίδα] Wall Street Journal το περασμένο καλοκαίρι [3]. «Η Κίνα δεν μπορεί να περιμένει να συνεχίσει να λαμβάνει ευνοϊκούς όρους εμπορίου και επενδύσεων στις ξένες αγορές όταν δεν επιθυμεί να ανταποδώσει», έγραψε. «Είναι προς το συμφέρον της Κίνας να μεταρρυθμιστεί, και οι ΗΠΑ έχουν δίκιο να πιέσουν για να κάνουν το πεδίο του ανταγωνισμού να έχει ίσους όρους για όλους».

Οι πιθανές νίκες για τις Ηνωμένες Πολιτείες στην επενδυτική πλευρά υπερκαλύπτουν εκείνα στην πλευρά του πιο ελεύθερου και πιο δίκαιου εμπορίου. Οι σημερινές πολυεθνικές εταιρείες επικεντρώνονται όλο και περισσότερο στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και στα δίκτυα διανομής. Πολύ λιγότερα προϊόντα κατασκευάζονται εξ ολοκλήρου σε μια χώρα και εξάγονται σε μια άλλη. Ο καλύτερος τρόπος πώλησης σε μια ξένη αγορά είναι η προσαρμογή των προϊόντων στις τοπικές συνθήκες. Και αυτό συχνά σημαίνει να λειτουργείς εκεί. Απλά δείτε όλα τα γερμανικά SUV της BMW και της Mercedes σχεδιασμένα, κατασκευασμένα, και πωλούμενα στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Σύμφωνα με έρευνα της Deutsche Bank, οι πωλήσεις των αμερικανικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην Κίνα είναι τουλάχιστον διπλάσιες από τις εξαγωγές των ΗΠΑ προς την Κίνα. Η General Motors, για παράδειγμα, πωλεί περισσότερα οχήματα στην Κίνα από όσα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά αυτά τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά κατασκευάζονται στην Κίνα, και όχι στο Ντιτρόιτ, σε μια κοινοπραξία με την κρατική επιχείρηση SAIC Motor Corporation, ίσως τη μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία παγκοσμίως. Οι μέτοχοι της GM επωφελούνται σαφώς από τις πωλήσεις αυτές στην Κίνα. Και οι Αμερικανοί εργαζόμενοι επίσης, όταν η GM επανεπενδύει τα κινεζικά κέρδη της μέσα στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Αλλά οι σημερινές συνθήκες λειτουργίας της GM στην Κίνα είναι λιγότερο από ιδανικές. Σύμφωνα με κανόνες που αναπτύχθηκαν σχεδόν πριν από 20 χρόνια, όταν η κινεζική οικονομία ήταν πολύ λιγότερο ανεπτυγμένη από όσο σήμερα, η κινεζική κυβέρνηση απέκλεισε την GM από το να έχει πλειοψηφικό έλεγχο της κινεζικής θυγατρικής της. Η GM και πολλές άλλες αμερικανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Κίνα θα προτιμούσαν να λειτουργούν εκεί θυγατρικές εταιρείες που να τους ανήκουν εξ ολοκλήρου, πιο ελεύθερες από κυβερνητικούς περιορισμούς και λιγότερο ανήσυχες ότι μοιράζονται χωρίς να το θέλουν δικές τους πληροφορίες και διαδικασίες με επίδοξους Κινέζους ανταγωνιστές.

Η ικανότητα του ανεξάρτητου επιχειρείν αποτελεί τον πυρήνα της πιο ελεύθερης και πιο δίκαιης πρόσβασης στην αγορά. Υπάρχουν στοιχεία ότι η κινεζική κυβέρνηση έχει αρχίσει τελικά να κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Όταν η Tesla ανοίξει εργοστάσιο στην Σαγκάη, όλα τα σημάδια δείχνουν ότι θα λειτουργήσει ως θυγατρική που θα ανήκει εξ ολοκλήρου στη μητρική εταιρεία, χωρίς κανέναν Κινέζο εταίρο. Η BMW ανακοίνωσε πρόσφατα ότι αύξησε το ποσοστό συμμετοχής της στην κινεζική θυγατρική της σε ισχυρή πλειοψηφική θέση. Η κινεζική κυβέρνηση έχει χαλαρώσει τους κανόνες για την ξένη ιδιοκτησία σε επιχειρήσεις χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στην ηπειρωτική χώρα, ένα άνοιγμα που εκμεταλλεύτηκε η αμερικανική διαχειρίστρια χρημάτων, Fidelity.