Κίνα, ο πράσινος γίγαντας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Κίνα, ο πράσινος γίγαντας

Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και κινεζική ισχύς

Το 1997, η Κίνα, έχοντας ανάγκη αυξανόμενων εισαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου για να τροφοδοτήσει την επιταχυνόμενη οικονομία της [1], ξεκίνησε μια νέα ενεργειακή πολιτική. Έχοντας την πρόθεση να αναπαράξει τις στενές σχέσεις της Ουάσινγκτον με τις μεγάλες πετρελαιοπαραγωγές χώρες, οι διπλωμάτες της περιόδευσαν σε πρωτεύουσες πετρο-κρατών, προσφέροντας επενδύσεις και όπλα με αντάλλαγμα εγγυημένες προμήθειες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίαζαν οι κυβερνήσεις που εξοστρακίστηκαν από τις Δυτικές δυνάμεις -ένα άνοιγμα, όπως πίστευε το Πεκίνο, που θα του επέτρεπε να εξισορροπήσει τον ενεργειακό ανταγωνισμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες και να έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα να τροφοδοτεί τις συγκρούσεις που θα αποσπούν τον αμερικανικό στρατό ακριβώς όταν προσπαθεί να επικεντρωθεί εκ νέου στην Ασία.

26112018-1.jpg

Ηλιακοί συλλέκτες στην επαρχία Zhejiang, στην Κίνα, τον Δεκέμβριο του 2014. CHINA STRINGER NETWORK / REUTERS
---------------------------------------------------------------------

Ωστόσο, πολλές από τις επιδρομές της Κίνας εξελίχθηκαν άσχημα. Οι νέοι εταίροι αθέτησαν τα δάνεια και απέτυχαν να παραδώσουν το υπεσχημένο πετρέλαιο. Η πρακτική της επένδυσης σε επικίνδυνα μέρη, εκεί όπου άλλοι δεν θα επένδυαν, έθεσε σε κίνδυνο τις ζωές Κινέζων εργαζομένων. Εγχωρίως, αρκετοί ηγέτες μεγάλων ενεργειακών εταιρειών έχουν εκκαθαριστεί στις αποκαλούμενες διώξεις κατά της διαφθοράς [2]. Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες απολαμβάνουν μια εγχώρια ενεργειακή έκρηξη που τις μετατρέπει γρήγορα σε σημαντικό εξαγωγέα πετρελαίου και φυσικού αερίου και προστατεύει την οικονομία τους ενάντια σε σοκ των τιμών πετρελαίου. Το Πεκίνο έχει αρχίσει να ανησυχεί ότι, δεδομένης της μειούμενης εξάρτησης των Ηνωμένων Πολιτειών από τον Περσικό Κόλπο, η Ουάσιγκτον μπορεί να παρεμβαίνει πιο αργά για να μειώνει τις διαταραχές στη Μέση Ανατολή που απειλούν να διακόψουν την ροή του πετρελαίου.

Ως εκ τούτου, από την ανάληψη των καθηκόντων του το 2012, ο Κινέζος πρόεδρος Xi Jinping έχει στραφεί σε μια νέα στρατηγική: Την ανανεώσιμη ενέργεια. Η Κίνα κυριαρχεί ήδη στην παγκόσμια αγορά ηλιακών συλλεκτών, αλλά τώρα επεκτείνει την υποστήριξή της στις τεχνολογίες εξοικονόμησης πετρελαίου, χρηματοδοτώντας την ανάπτυξη και την παραγωγή των πάντων, από μπαταρίες έως ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Ο στόχος δεν είναι μόνο να μειωθεί η εξάρτηση της Κίνας από το ξένο πετρέλαιο και φυσικό αέριο, αλλά και να αποφευχθεί να τεθεί η χώρα σε οικονομικά μειονεκτική θέση έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες θα δουν την ανάπτυξή τους να ενισχύεται λόγω των εξαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου προς την Κίνα. Οι στόχοι της Κίνας είναι επίσης στρατηγικοί. Με το να πάρει το προβάδισμα στην πράσινη ενέργεια, το Πεκίνο ελπίζει να γίνει ένας εξαγωγέας ενέργειας που θα ανταγωνιστεί τις Ηνωμένες Πολιτείες, προσφέροντας σε άλλες χώρες την ευκαιρία να μειώσουν τις αγορές ξένου πετρελαίου και φυσικού αερίου -και να μειώσουν τις εκπομπές άνθρακα στην διαδικασία.

Εάν πετύχει η νέα ενεργειακή στρατηγική του Πεκίνου, θα βοηθήσει τόσο στην παγκόσμια μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής όσο και στην φιλοδοξία της Κίνας να αντικαταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως τον σημαντικότερο παράγοντα σε πολλές περιφερειακές συμμαχίες και εμπορικές σχέσεις. Αυτή η φιλοδοξία ενισχύθηκε από την οπισθοδρομική προσέγγιση της διοίκησης Trump στην ενεργειακή πολιτική: Την εστίασή της στον άνθρακα, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο˙ την εγκατάλειψη των διεθνών οργανισμών που διαμορφώνουν τις παγκόσμιες αγορές ενέργειας˙ και την απόρριψη της συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα. Τέτοιες κινήσεις βοηθούν να στρωθεί ο δρόμος της Κίνας για να γίνει η υπερδύναμη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας του μέλλοντος. Η Ουάσινγκτον πρέπει να ανταποκριθεί πριν είναι πολύ αργά.

ΠΕΤΡΕΛΑΪΚΟ ΣΟΚ

Ξεκινώντας από την πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα, η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη στην Κίνα δημιούργησε μια ανάγκη για ξένο πετρέλαιο και φυσικό αέριο, οδηγώντας τον μετασχηματισμό της Κίνας από μια περιφερειακή δύναμη σε μια παγκόσμια. Παράλληλα με τον ανταγωνισμό για πόρους από τις μεγάλες Δυτικές πετρελαϊκές εταιρείες, το Πεκίνο επικεντρώθηκε στα λεγόμενα εγκληματικά κράτη (rogue states), όπου, λόγω των Δυτικών κυρώσεων, εκείνες οι αντίπαλες εταιρείες δεν μπορούσαν να επενδύσουν. Αρχικά στόχευσε το Ιράν, το Ιράκ και το Σουδάν, στην συνέχεια την Ρωσία και την Βενεζουέλα.

Τα αποτελέσματα ήταν κατώτερα από καταπληκτικά. Στο Ιράν, οι Δυτικές κυρώσεις και στην συνέχεια οι κυρώσεις των Ηνωμένων Εθνών εμπόδισαν τις κινεζικές προσπάθειες για αρκετά χρόνια, περιορίζοντας το ποσό των χρημάτων που θα μπορούσαν να ξοδέψουν οι κινεζικές επιχειρήσεις στο Ιράν. Ακόμη και όταν η πυρηνική συμφωνία του Ιράν χαλάρωσε τις κυρώσεις, προέκυψαν άλλα προβλήματα. Στις αρχές του 2016, για παράδειγμα, δύο κινεζικές εθνικές πετρελαϊκές εταιρείες πετρελαίου, η Sinopec και η China National Petroleum Corporation, τελικά κατάφεραν να κάνουν την παραγωγή να προχωρήσει σε δύο πεδία στην επαρχία Khuzestan του Ιράν, αλλά τώρα πρέπει να ανησυχούν για τους Άραβες αυτονομιστές που υποστηρίζονται από την Σαουδική Αραβία, οι οποίοι πρόσφατα βομβάρδισαν πετρελαϊκές εγκαταστάσεις εκεί.

Η Κίνα αντιμετώπισε παρόμοια προβλήματα και στο Ιράκ, όπου η έλλειψη ασφάλειας έχει μαστίσει τα πετρελαϊκά έργα. Και στην ασφαλέστερη κουρδική περιοχή, οι εκτιμήσεις για τα πετρελαϊκά αποθέματα περικόπηκαν κατά το ήμισυ σε σχέση με τις αρχικές έρευνες. Μαζί με τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου, αυτό σημαίνει ότι η Sinopec είναι απίθανο να πραγματοποιήσει κέρδη στις επενδύσεις της εκεί. Η κινεζική εξερεύνηση φυσικού αερίου στην Σαουδική Αραβία επίσης δεν απέδωσε τίποτα.

Στην Αφρική, τα κινεζικά σχέδια απέδωσαν λίγο καλύτερα. Οι παρατεταμένοι εμφύλιοι πόλεμοι στο Σουδάν και το Νότιο Σουδάν έχουν περιορίσει σοβαρά την ποσότητα πετρελαίου που μπορούν να αντλήσουν οι κινεζικές επιχειρήσεις που λειτουργούν εκεί. Το Πεκίνο αντιμετώπισε διεθνή καταδίκη για την υποστήριξή του στην σουδανική κυβέρνηση, η οποία έχει υποστεί κυρώσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες για εγκλήματα πολέμου. Και οι επιθέσεις σε Κινέζους πετρελαϊκούς εργάτες στην Αιθιοπία, την Λιβύη, τη Νιγηρία, το Σουδάν και το Νότιο Σουδάν, ανάγκασαν την κινεζική κυβέρνηση να εκκενώσει το προσωπικό της και οδήγησε σε πολιτικές επικρίσεις εγχωρίως.

Η Κίνα έχει αγωνιστεί ακόμη και σε σχετικά σταθερούς τόπους. Τον περασμένο Σεπτέμβριο, ένας κινεζικός όμιλος επένδυσε 9 δισεκατομμύρια δολάρια στον ελεγχόμενο από το κράτος ρωσικό πετρελαϊκό γίγαντα Rosneft με αντάλλαγμα 14% συμμετοχή στο κεφάλαιο. Όμως, η Rosneft βαρύνεται με χρέη ύψους σχεδόν 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων και έχει αναλάβει ένα πρόγραμμα φιλόδοξων διεθνών δαπανών που καθοδηγείται λιγότερο από μια συνεκτική στρατηγική κέρδους από όσο από τα στρατηγικά συμφέροντα της Ρωσίας. Η απόφαση αυτή, εκτός από την αβεβαιότητα που προκαλούν οι αμερικανικές κυρώσεις στην Ρωσία, οδήγησε στην πτώση της τιμής της μετοχής της Rosneft κατά 23% το 2017, γεγονός που μεταφράζεται σε απώλεια πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων για τον κινεζικό όμιλο.

Η ιστορία είναι παρόμοια στην Βενεζουέλα. Από το 2007 έως το 2014, οι κινεζικές εταιρείες χορήγησαν στο Καράκας περίπου 60 δισεκατομμύρια δολάρια σε δάνεια με εγγύηση πετρέλαιο. Ωστόσο, οι εξαγωγές αργού πετρελαίου της Βενεζουέλας στην Κίνα έφθασαν μόλις τα 450.000 βαρέλια ημερησίως το 2017, μόνο το ήμισυ του όγκου που είχαν προβλέψει οι Κινέζοι. Ένας από τους μεγαλύτερους δανειστές, η Αναπτυξιακή Τράπεζα της Κίνας (China Development Bank), λαμβάνει σήμερα από την Βενεζουέλα πετρέλαιο και εξευγενισμένα προϊόντα πετρελαίου που δύσκολα επαρκούν για να καλύψουν τις πληρωμές τόκων στα δάνειά της.

Συνολικά, οι δαπάνες της Κίνας ύψους 160 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε περιουσιακά στοιχεία πετρελαίου και φυσικού αερίου τής εξασφάλισαν λιγότερη ενέργεια από όση θα περίμενε. Οι ξένες πηγές πετρελαίου της αναμένεται να παραγάγουν περίπου 2 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως μέχρι το 2028. Σε σύγκριση, μόλις πριν από μια δεκαετία, η Σαουδική Αραβία δαπάνησε 14 δισεκατομμύρια δολάρια για να προσθέσει νέα παραγωγή δύο εκατομμυρίων βαρελιών την ημέρα. Οι εισαγωγές πετρελαίου της Κίνας ωχριούν σε σύγκριση με την εγχώρια παραγωγή πετρελαίου των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία ανερχόταν στα 9,8 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα στο τέλος του 2017 και θα μπορούσε να φθάσει τα 20 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα την επόμενη δεκαετία. Επιπλέον, η παραγωγή πετρελαίου της ίδιας της Κίνας, που σήμερα ανέρχεται σε 3,9 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, μειώνεται γρήγορα λόγω κακοδιαχείρισης, εξαντλημένων κοιτασμάτων και χαμηλών τιμών. Η Κίνα εισάγει σήμερα περίπου το 70% του πετρελαίου που χρησιμοποιεί. Μέχρι το 2030, ο αριθμός αυτός αναμένεται να φτάσει το 80%.

Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες πιθανότατα θα γίνουν καθαροί εξαγωγείς πετρελαίου και φυσικού αερίου μέχρι την δεκαετία του 2030, αν όχι νωρίτερα. Όταν συμβεί αυτό, άλλοι παραγωγοί ενέργειας θα χάσουν τη μακροχρόνια μόχλευσή τους έναντι της πολιτικής των ΗΠΑ. (Το 1973, για παράδειγμα, ο ΟΠΕΚ επέβαλε εμπάργκο στις εξαγωγές πετρελαίου σε χώρες που υποστήριξαν το Ισραήλ κατά τον πόλεμο του Yom Kippur, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών). Και η αμερικανική οικονομία, η οποία διαθέτει εκατοντάδες χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας στους τομείς πετρελαίου και φυσικού αερίου, θα είναι καλύτερα θωρακισμένη από την οικονομία της Κίνας από μια απότομη πτώση της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου.

Η αυξανόμενη εξάρτηση της Κίνας από το ξένο πετρέλαιο έχει κάνει τους ηγέτες της να ανησυχούν. Το 12ο πενταετές ενεργειακό της σχέδιο, το οποίο έληξε το 2015, σημείωσε «μια βαθιά προσαρμογή των προτύπων παροχής ενέργειας» που προκύπτουν από την ανάπτυξη νέων πηγών πετρελαίου και φυσικού αερίου στον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Χαρακτηρίζει την κατάσταση της ενεργειακής ασφάλειας της Κίνας ως «απαισιόδοξη», σε αντίθεση με την κατάσταση των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτές οι τάσεις άλλαξαν επίσης τον υπολογισμό του Πεκίνου για τη Μέση Ανατολή. Παρόλο που η Ουάσινγκτον εξακολουθεί να είναι υπεύθυνη για την προστασία των πετρελαϊκών ροών της περιοχής, μια πετρελαϊκή διακοπή που θα προκληθεί από συγκρούσεις θα προξενούσε τώρα περισσότερες ζημιές στην οικονομία της Κίνας από όσες σε εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών. Το Πεκίνο πρέπει να λάβει υπόψη του τον αυξανόμενο κίνδυνο ότι η Ουάσιγκτον θα παραιτηθεί από τον ρόλο του προστάτη της περιοχής ή, τουλάχιστον, θα αναγκάσει την Κίνα και άλλες χώρες να αναλάβουν μεγαλύτερο μερίδιο του λογαριασμού.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΝΘΙΣΗ

Αυτή η νέα πραγματικότητα ώθησε την Κίνα να αυξήσει τις επενδύσεις της στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στις τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Δεν αναζητά μόνο την εγχώρια ενεργειακή ασφάλεια αλλά βασίζεται στα πράσινα ενεργειακά προϊόντα ως σημαντικές βιομηχανικές εξαγωγές που θα ανταγωνίζονται το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Η Κίνα επιδιώκει να γίνει το κέντρο του κόσμου της καθαρής ενέργειας, που θα πωλεί τα αγαθά και τις υπηρεσίες της για να βοηθήσει άλλες χώρες να αποφύγουν τα περιβαλλοντικά λάθη που παραδέχεται τώρα ότι αποτελούν μέρος της δικής της πρόσφατης οικονομικής ανάπτυξης.

Υπάρχει ένα προηγούμενο για αυτήν την προσέγγιση. Ξεκινώντας πριν από περίπου δέκα χρόνια, μια ανθίζουσα βιομηχανία ηλιακής ενέργειας στην Γερμανία βοήθησε τον κατασκευαστικό κλάδο της ηλιακής βιομηχανίας της Κίνας να απογειωθεί. Η κινεζική κυβέρνηση σχεδιάζει να επαναλάβει αυτή την επιτυχία σε μεγαλύτερη κλίμακα. Ελπίζει ότι η ζήτηση για τεχνολογία καθαρής ενέργειας από χώρες που επιθυμούν να μειώσουν τις εκπομπές άνθρακα θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας για Κινέζους εργαζόμενους και ισχυρές σχέσεις μεταξύ ξένων πρωτευουσών και του Πεκίνου, περίπου όπως οι πωλήσεις πετρελαίου συνέδεαν την Σοβιετική Ένωση με τη Μέση Ανατολή μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό σημαίνει ότι στο μέλλον, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα προσπαθούν να πουλήσουν το υγροποιημένο φυσικό αέριο σε χώρες της Ασίας και της Ευρώπης, μπορεί να βρεθούν να ανταγωνίζονται όχι τόσο με το ρωσικό αέριο όσο με τα κινεζικά ηλιακά πάνελ και τις κινεζικές μπαταρίες.

Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας της Κίνας θα επενδύσουν περισσότερα από 6 τρισεκατομμύρια δολάρια σε ηλεκτροπαραγωγή χαμηλών εκπομπών άνθρακα και άλλες τεχνολογίες καθαρής ενέργειας έως το 2040. Ο κινεζικός τομέας ανανεώσιμης ενέργειας διαθέτει ήδη 125 γιγαβάτ εγκατεστημένης ηλιακής ισχύος, πάνω από το διπλάσιο των στοιχείων για τις Ηνωμένες Πολιτείες (47 gigawatts) και την Γερμανία (40 gigawatts). Οι κινεζικές επιχειρήσεις έχουν τώρα την ικανότητα να παράγουν φωτοβολταϊκά πάνελ ικανότητας 51 gigawatts κάθε χρόνο, υπερβαίνοντας κατά το διπλάσιο την συνολική παγκόσμια παραγωγή το 2010. Το αμερικανικό Υπουργείο Ενέργειας υπολογίζει ότι η κινεζική κυβέρνηση έχει διαθέσει μέχρι και 47 δισεκατομμύρια δολάρια σε άμεση χρηματοδότηση, δάνεια, φορολογικές πιστώσεις και άλλα κίνητρα για τους κατασκευαστές ηλιακών συλλεκτών από το 2008. Κατά την τελευταία δεκαετία, οι κινεζικές εξαγωγές συνέβαλαν σε μια μείωση κατά 80% των παγκόσμιων τιμών των ηλιακών πάνελ. Οι μελλοντικές κινεζικές επενδύσεις σε τεχνολογία μπαταριών είναι πιθανό να έχουν παρόμοια επίδραση στις τιμές των μπαταριών. Συνολικά, η Κίνα παράγει σήμερα το 24% της ενέργειάς της από ανανεώσιμες πηγές˙ οι Ηνωμένες Πολιτείες παράγουν το 15%.

Η Κίνα στοιχηματίζει επίσης στα ηλεκτρικά οχήματα, επιδοτώντας σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξή τους και την παραγωγή τους. Το 2015, οι κινεζικές κρατικές επιδοτήσεις για ηλεκτρικά οχήματα ανήλθαν σε πάνω από δέκα φορές το ποσό που χορήγησε η κυβέρνηση των ΗΠΑ. Πάνω από 100 κινεζικές εταιρείες κατασκευάζουν επί του παρόντος ηλεκτρικά αυτοκίνητα και λεωφορεία. Ο κινεζικός κατασκευαστής αυτοκινήτων BYD είναι πλέον ο μεγαλύτερος παραγωγός ηλεκτρικών οχημάτων στον κόσμο, ενώ άλλες έξι κινεζικές εταιρείες κατατάσσονται επίσης στις είκοσι κορυφαίες. Το 2015, η Κίνα ξεπέρασε τις Ηνωμένες Πολιτείες σε ετήσιες και σωρευτικές πωλήσεις ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Υπάρχουν πάνω από ένα εκατομμύριο ηλεκτρικά αυτοκίνητα στους κινεζικούς δρόμους σήμερα, σχεδόν διπλάσιος αριθμός από εκείνον στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μέχρι το 2020, η Κίνα σκοπεύει να έχει πέντε εκατομμύρια σε λειτουργία. Η Κίνα θα μπορούσε τελικά να διαθέτει έως και 100 εκατομμύρια ηλεκτρικά οχήματα. Τον Σεπτέμβριο, οι Κινέζοι αξιωματούχοι επιβεβαίωσαν ότι η κυβέρνηση αναπτύσσει ένα χρονοδιάγραμμα για τον τερματισμό της χρήσης βενζινοκίνητων αυτοκινήτων στην Κίνα, σε αρμονία με άλλες χώρες, όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, που αποσκοπούν στην εξάλειψή τους μέχρι το 2040.

Το Πεκίνο εργάζεται επίσης για να κυριαρχήσει στην χρηματοδότηση της πράσινης ενέργειας. Στα τέλη Δεκεμβρίου, ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να δημιουργήσει τη μεγαλύτερη αγορά άνθρακα στον κόσμο, στην οποία οι επιχειρήσεις θα εμπορεύονται πιστώσεις για το δικαίωμα εκπομπής αερίων θερμοκηπίου. Η Κίνα αγοράζει ήδη περισσότερα «πράσινα ομόλογα» -τα οποία χρηματοδοτούν έργα που αποσκοπούν στην πρόληψη της κλιματικής αλλαγής ή στην άμβλυνση των επιπτώσεών της- από οποιαδήποτε άλλη χώρα και προωθεί ενεργά την λεγόμενη «πράσινη» χρηματοδότηση στον χρηματοπιστωτικό της τομέα, ενθαρρύνοντας τις μεγάλες τράπεζές της, συμπεριλαμβανομένης της Λαϊκής Τράπεζας της Κίνας (People’s Bank of China), να επιταχύνει την έκδοση πράσινων ομολόγων και άλλων ειδών πιστώσεων για καθαρή ενέργεια. Η κινεζική κυβέρνηση έχει αρχίσει να προωθεί την συνεργασία στην πράσινη χρηματοδότηση μεταξύ κινεζικών και ξένων επιχειρήσεων μέσω διμερών προσπαθειών, όπως ο οικονομικός και χρηματοοικονομικός διάλογος Ηνωμένου Βασιλείου-Κίνας. Επίσης, ενισχύει τα περιβαλλοντικά πρότυπά της για να προσελκύσει πολυεθνικούς δανειστές να πληρώσουν για την φιλόδοξη, ύψους 1,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, Πρωτοβουλία Belt and Road, ένα πρόγραμμα υποδομών που αποσκοπεί στην επέκταση της επιρροής του Πεκίνου στην Ασία.

Το στοίχημα της Κίνας για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τις ηλεκτρικές μεταφορές έχει επίσης σχεδιαστεί για να βελτιώσει την εθνική της ασφάλεια. Οι Κινέζοι αναλυτές έχουν από καιρό επικρίνει τους κινδύνους της ναυτιλίας μέσω θαλάσσιων διαύλων που κυριαρχούνται από τον αμερικανικό στρατό και απειλούνται όλο και περισσότερο από τους αναπτυσσόμενους στόλους των περιφερειακών δυνάμεων όπως η Ινδία και η Ιαπωνία. Η αντικατάσταση του ξένου πετρελαίου με εγχώριες πηγές ανανεώσιμης ενέργειας θα εξαλείψει αυτό το πρόβλημα. Εν τω μεταξύ, τα ευέλικτα ενεργειακά μικροσυστήματα (τα οποία παράγουν και διανέμουν ισχύ σε αυτοδύναμα δίκτυα που μπορούν να αποσυνδεθούν από τα κεντρικά συστήματα κατά την διάρκεια μιας κρίσης) και τα συστήματα μεταφοράς πολλαπλών καυσίμων (που απομακρύνονται από την αποκλειστική εξάρτηση από την βενζίνη και το ντίζελ που βασίζονται στο πετρέλαιο) θα βοηθήσουν την Κίνα να αντέξει κυβερνοεπιθέσεις και να περιορίσει τις επιπτώσεις των φυσικών καταστροφών και των πολέμων. Οι προηγμένες τεχνολογίες καθαρής ενέργειας ενδέχεται επίσης να τροφοδοτούν αυτόνομα όπλα όπως τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drone), τεχνητή νοημοσύνη και βασισμένο σε δορυφόρους εξοπλισμό που μπορούν να απενεργοποιήσουν τους δορυφόρους των ΗΠΑ, και τα παγκόσμια συστήματα εντοπισμού θέσης (global positioning systems, GPS), στα οποία η Κίνα προσπαθεί να κυριαρχήσει.

26112018-2.jpg

Ηλεκτρικά αυτοκίνητα φορτίζουν τις μπαταρίες τους σε εμπορικό κέντρο στο Liuzhou, στην Αυτόνομη Περιφέρεια Guangxi Zhuang, στην Κίνα, τον Νοέμβριο του 2017. NORIHIKO SHIROUZU / REUTERS
--------------------------------------------------------------------------

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ

Η ενεργειακή στροφή της Κίνας υπόσχεται να αναμορφώσει την διεθνή τάξη. Ο πιο άμεσος αντίκτυπός της θα είναι η παγκόσμια αντίδραση στην αλλαγή του κλίματος. Ακριβώς όπως η μεγάλη κίνηση της Κίνας στην κατασκευή ηλιακών πάνελ μειώνει το κόστος της τεχνολογίας αυτής, οι τιμές των μπαταριών, των ηλεκτρικών αυτοκινήτων και της δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα πιθανόν να καταρρεύσουν καθώς η Κίνα επενδύει.

Η ενεργειακή στροφή επίσης αλλάζει ήδη τον τρόπο με τον οποίο η Κίνα συναλλάσσεται με τον υπόλοιπο κόσμο. Φλερτάρει χώρες της Ευρώπης, της Κεντρικής Ασίας και της Νοτιοανατολικής Ασίας με την υπόσχεση για φθηνά δάνεια, αναβαθμισμένες υποδομές ενέργειας και μεταφορών, καθώς και την ελευθερία από ενεργειακές ελλείψεις και την ρύπανση που οφείλεται στην ενέργεια. Το ιστορικό της Ρωσίας σχετικά με τις αδέξιες απειλές της να διακόψει τις προμήθειες πετρελαίου και φυσικού αερίου στους γείτονές της έχει καταστήσει ευκολότερη την δουλειά του Πεκίνου. Η παροχή βοήθειας στις χώρες να παράγουν καθαρή και άφθονη ενέργεια θα επιτρέψει στην Κίνα να ανταγωνιστεί πιο επιθετικά τις Ηνωμένες Πολιτείες, υπονομεύοντας την ικανότητα της Ουάσινγκτον να χρησιμοποιήσει τις νέες εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου για να αναπτύξει στενότερες σχέσεις με άλλες χώρες. Οι Κινέζοι αξιωματούχοι έχουν υποστηρίξει ακόμη ότι η Κίνα, με το να βοηθήσει χώρες να αναπτύξουν πράσινα επιχειρηματικά μοντέλα και με το να παρέχει πρόσβαση σε αξιόπιστη ενέργεια και σύγχρονες υποδομές στις φτωχότερες χώρες, μπορεί να συμβάλει στην αποκατάσταση της ανισότητας μεταξύ των εθνών και στην δημιουργία μιας συνεπέστερης παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης, μειώνοντας τους κινδύνους της τρομοκρατίας και των συγκρούσεων.

Δεν θα αποδειχθούν όλες οι συνέπειες της κίνησης της Κίνας προς τις καθαρές πηγές ενέργειας τόσο καλοπροαίρετες. Αν η Κίνα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την εγχώρια ενέργεια, θα είναι λιγότερο πρόθυμη να προσφέρει προνομιακά δάνεια σε αποτυχημένα πετρο-κράτη. Αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί καταστροφικό για ορισμένες χώρες, ειδικά εάν οι εξαγωγές κινεζικής τεχνολογίας ανανεώσιμης ενέργειας εξαλείψουν επίσης ένα σημαντικό ποσοστό της παγκόσμιας ζήτησης για πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Αυτή η ιστορία έχει ήδη παιχτεί στην Βενεζουέλα. Το 2016, η Κίνα αρνήθηκε να παράσχει νέα δάνεια στο Καράκας, διακόπτοντας την σημαντικότερη εναπομείνασα οικονομική γραμμή ζωής της Βενεζουέλας και πιέζοντας βαθύτερα την χώρα στα χρέη, την φτώχεια και την πολιτική διάλυση. Καθώς η Κίνα πωλεί όλο και περισσότερες τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και ηλεκτρικά οχήματα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, άλλα πετρελαϊκά κράτη, όπως η Αγκόλα, η Νιγηρία και η Ρωσία, θα μπορούσαν να βιώσουν παρόμοια μοίρα. Ακόμα και χώρες του Περσικού Κόλπου θα μπορούσαν να υποφέρουν εάν δεν μεταρρυθμίσουν τις οικονομίες τους. Το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι [η ανάδυση] πολύ πιο επικίνδυνων αποτυχημένων κρατών με πληθυσμούς χωρίς εκλογικά δικαιώματα.

Η ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ

Η νέα ενεργειακή στρατηγική της Κίνας εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την ενεργειακή και κλιματική πολιτική των ΗΠΑ. Η κυβέρνηση Trump υποστηρίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να διατηρήσουν την ενεργειακή κυριαρχία των ΗΠΑ με την πώληση των τεράστιων αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου τους στον υπόλοιπο κόσμο, αρκεί οι εγχώριοι παραγωγοί να μην είναι περιορισμένοι από υπερβολική κυβερνητική ρύθμιση. Όμως, η επιτυχία αυτού του οράματος θα βασιστεί στους διεθνείς κανόνες για την ενέργεια και τον άνθρακα. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες παραιτηθούν από τον παγκόσμιο ρόλο τους, αυτοί [οι κανόνες] θα μπορούσαν να καθοριστούν από άλλες χώρες.

Αν και ο πρόεδρος Donald Trump ανακοίνωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αποσυρθούν από την κλιματική συμφωνία του Παρισιού, η χώρα δεν μπορεί να το κάνει τυπικά μέχρι το 2020. Αυτό σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να κατέχουν ηγετικές θέσεις στα όργανα που θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στον προσδιορισμό των κανονισμών της παγκόσμιας ενεργειακής αγοράς, τις πολιτικές για την τιμολόγηση της ενέργειας και του άνθρακα, και ενδεχομένως ακόμη και το ποια καύσιμα -άνθρακας, πετρέλαιο, φυσικό αέριο, πυρηνικά ή ανανεώσιμες πηγές ενέργειας- θα ευνοηθούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκαταλείψουν αυτές τις ομάδες, [οι ομάδες] μπορεί να σχεδιάσουν μια παγκόσμια ενεργειακή αρχιτεκτονική που να ευνοεί τα συμφέροντα της Κίνας. Αυτό θα μπορούσε να επιτρέψει στην Κίνα να πωλήσει τα ενεργειακής τεχνολογίας προϊόντα της στο εξωτερικό χωρίς δασμούς, ενώ τα τέλη για εκπομπές άνθρακα θα παρεμπόδιζαν τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου των ΗΠΑ. Θα μπορούσε επίσης να καταστήσει ως παγκόσμιο πρότυπο τις κινεζικές προϋποθέσεις για την σήμανση και την αποδοτικότητα των ενεργειακών προϊόντων και για τα οχήματα με μηδενικές εκπομπές, αντί για εκείνες των ΗΠΑ. Και αν τα κινεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα βοηθήσουν να οριστούν οι κανόνες και τα πρότυπα για την πράσινη χρηματοδότηση, θα μπορούσαν να διευθετήσουν το θέμα προς όφελός τους, τραυματίζοντας τις τράπεζες των ΗΠΑ σε αυτό που πρόκειται να γίνει μια βιομηχανία πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων τις επόμενες δεκαετίες.

Για να παραμείνουν ανοικτές οι επιλογές των Ηνωμένων Πολιτειών, η διοίκηση Trump πρέπει να βρει έναν δημιουργικό τρόπο για να εκπληρώσει την αρχική δέσμευση της χώρας στην συμφωνία του Παρισιού να μειώσει τις εκπομπές της κατά περίπου 27% από τα επίπεδα του 2005 μέχρι το 2025. Υπάρχει ακόμη χρόνος να γίνει αυτό. Η πλειοψηφία των πολιτειών και των μεγάλων πόλεων των ΗΠΑ θα συνεχίσουν να υλοποιούν τις πρωτοβουλίες που εκπόνησαν για να ευθυγραμμιστούν με το Σχέδιο Καθαρής Ενέργειας (Clean Power Plan), μια πολιτική της εποχής Ομπάμα που αποσκοπεί να κάνει τις πολιτείες να μειώσουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, το οποίο ακύρωσε η διοίκηση Trump τον Οκτώβριο. Οι Αμερικανοί κατασκευαστές αυτοκινήτων και φορτηγών και οι εταιρίες διαμοιρασμού διαδρομών (ride-sharing) εμπλέκουν την Κίνα να πουλήσει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους σε Κινέζους καταναλωτές. Με το να επαναδεσμευθεί με την συμφωνία του Παρισιού, ακόμα και με μια λιγότερο φιλόδοξη στρατηγική, η διοίκηση Trump θα αποφύγει να ανταγωνιστεί άσκοπα χώρες που ενδιαφέρονται για την συμφωνία και να διατηρήσει την επιρροή των ΗΠΑ στην παγκόσμια θέσπιση κανόνων για την ενέργεια.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει επίσης να εργαστούν τόσο εντός όσο και εκτός του πλαισίου της συμφωνίας του Παρισιού για την δημιουργία εμπορικών κανόνων και συστημάτων εμπορίας άνθρακα που θα ευνοούσαν τις αμερικανικές εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου και θα θέσουν τις βάσεις για την προώθηση των αμερικανικών εταιρειών καθαρής τεχνολογίας μακροπρόθεσμα. Ένα καλό μοντέλο υπάρχει στην συμφωνία που ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο μεταξύ της Αλάσκα, της Sinopec, της Τράπεζας της Κίνας και του κρατικού ταμείου επενδύσεων της Κίνας, η οποία θα οδηγήσει σε μια κινεζική επένδυση έως 43 δισ. δολαρίων για την ανάπτυξη αποθεμάτων φυσικού αερίου στην βόρεια Αλάσκα. Το φυσικό αέριο θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον άνθρακα σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία, μειώνοντας τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Και η σύνδεση της Κίνας με την εξόρυξη πόρων από τις ΗΠΑ θα βοηθούσε στην ενίσχυση της ενεργειακής συνεργασίας μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας και θα εξασφάλιζε ότι οι αμερικανικές εξαγωγές ενέργειας θα παραμείνουν ανταγωνιστικές με εκείνες άλλων χωρών που προσπαθούν να πουλήσουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο στην Κίνα.

26112018-3.jpg

Ο Trump ανακοινώνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αποσυρθούν από την κλιματική συμφωνία του Παρισιού στον Κήπο των Ρόδων, τον Ιούνιο του 2017. JOSHUA ROBERTS / REUTERS
--------------------------------------------------------------------

Μέχρι στιγμής, η διοίκηση Trump έχει δείξει λίγα σημάδια ότι έχει ένα πραγματικό όραμα για την διατήρηση της αμερικανικής ενεργειακής κυριαρχίας. Φαίνεται να κλίνει προς το να επεκτείνει τους κανόνες που έχει θέσει η Επιτροπή Ξένων Επενδύσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες (Committee on Foreign Investment in the United States) προκειμένου να προστατεύσει τα πλεονεκτήματα των ΗΠΑ στην τεχνητή νοημοσύνη και σε άλλες ψηφιακές τεχνολογίες σημαντικές για την προστασία της ενεργειακής υποδομής των ΗΠΑ. Αυτό θα μπορούσε να είναι χρήσιμο, αλλά η διοίκηση θα χρειαστεί ένα πολύ ευρύτερο όραμα, το οποίο θα πηγαίνει πέρα από τους προτεινόμενους μικρούς δασμούς για τα εισαγόμενα ηλιακά πάνελ και θα βλέπει το υπόλοιπο σύμπλεγμα καθαρών τεχνολογιών των ΗΠΑ, το οποίο περιλαμβάνει νέες μπαταρίες, ψηφιακά προϊόντα εξοικονόμησης ενέργειας και οχήματα εναλλακτικών καυσίμων.

Η διοίκηση Τραμπ έχει ξεκινήσει την διαδικασία του ξαναγραψίματος του Σχεδίου Καθαρής Ενέργειας (Clean Power Plan). Έχει προτείνει την βελτίωση της αποδοτικότητας των σταθμών παραγωγής ενέργειας με τη μείωση των διαρροών και την χρήση νέων ψηφιακών τεχνολογιών για την βελτίωση των συστημάτων ελέγχου. Αλλά αυτό δεν θα είναι αρκετό. Πρέπει επίσης να χαράξει πολιτικές για την προώθηση της καινοτομίας και την προώθηση της υιοθέτησης τεχνολογιών που να ανταγωνίζονται τα κινεζικά προϊόντα, όπως οι έξυπνοι μετρητές και οι ηλιακοί συλλέκτες ή οι ανεμογεννήτριες με συνδεδεμένες μπαταρίες για την αποθήκευση της παραγόμενης ενέργειας. Νέοι κανονισμοί για την βιομηχανία ηλεκτροπαραγωγής θα πρέπει να επιβραβεύουν τις πολιτείες, τις κομητείες και τις πόλεις που θέλουν να στραφούν στην καθαρή ενέργεια και να εκδώσουν πράσινα ομόλογα.

Ο Rick Perry, ο υπουργός Ενέργειας, υποστήριξε ότι το φυσικό αέριο και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι λιγότερο αξιόπιστα από τα ορυκτά καύσιμα ή την πυρηνική ενέργεια και έτσι η διοίκηση θα πρέπει να επιχορηγήσει τον άνθρακα και την πυρηνική ενέργεια στις αγορές-κλειδιά για να αποτρέψει τις διακοπές στον εφοδιασμό. Αλλά αυτό το επιχείρημα αποτυγχάνει να συνειδητοποιήσει ότι οι νέες τεχνολογίες μπορούν να δημιουργήσουν ένα ευέλικτο, ανταποκρινόμενο δίκτυο ικανό να αντιδρά γρήγορα μετά από αιφνίδιες αυξήσεις της ζήτησης, φυσικές καταστροφές ή κυβερνοεπιθέσεις.

Η διοίκηση θα πρέπει επίσης να σκεφτεί δημιουργικά σχετικά με το πώς να αξιοποιήσει καλύτερα το αυξανόμενο πλεόνασμα των ΗΠΑ σε φθηνό φυσικό αέριο για να μειώσει τις εκπομπές της χώρας και να εκπληρώσει την δέσμευσή της βάσει της συμφωνίας του Παρισιού. Η Ουάσινγκτον πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο να στηρίξει νέες χρήσεις φυσικού αερίου, όπως για την κίνηση φορτηγών μεγάλων αποστάσεων ή για την παραγωγή καυσίμων υδρογόνου για άλλα οχήματα. Το να πράξει έτσι ενώ θα ελαχιστοποιεί τις εκπομπές, θα απαιτήσει κανόνες που θα διέπουν την διαρροή μεθανίου από την παραγωγή, τη μεταφορά και την διάθεση πετρελαίου και φυσικού αερίου. Αυτοί οι κανόνες έχουν διακομματική υποστήριξη στο Κογκρέσο καθώς και υποστήριξη από πολλούς φορείς της βιομηχανίας. Αλλά το Υπουργείο Εσωτερικών έχει καθυστερήσει την εφαρμογή τους και μάλιστα πρότεινε ότι σκέφτεται να τους απορρίψει τελείως.

Υπάρχουν και μερικά καλά νέα. Το ρεπουμπλικανικό νομοσχέδιο περί φορολογικής μεταρρύθμισης, το οποίο υπογράφηκε από τον Trump τον Δεκέμβριο, άφησε ανέπαφες την ομοσπονδιακή υποστήριξη για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τις πιστώσεις για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα (μια προηγούμενη έκδοση του νομοσχεδίου τις είχε εξαλείψει). Αλλά αυτά τα προγράμματα δεν κάνουν αρκετά για να αντιμετωπίσουν την πρόκληση των μαζικών δημόσιων επενδύσεων της Κίνας.

Η Ουάσινγκτον πρέπει να υιοθετήσει πρόσθετες πολιτικές για την προώθηση των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα σε καθαρές τεχνολογίες, όπως να επιτραπεί στους επενδυτές στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας να δημιουργήσουν master limited partnerships (MLPs), έναν τύπο [επιχειρηματικής] οντότητας που διαπραγματεύεται δημόσια [στο χρηματιστήριο] και αποφεύγει την διπλή φορολογία για τους μετόχους του. Επί του παρόντος, οι MLP περιορίζονται σε εταιρείες που εξάγουν ή επεξεργάζονται φυσικούς πόρους ή εκμισθώνουν ακίνητα. Το φορολογικό νομοσχέδιο μείωσε τον φορολογικό συντελεστή για τις MLP, καθιστώντας τις ακόμα πιο ελκυστικές, αλλά απέτυχε να επεκτείνει την [επιχειρηματική αυτή] δομή στην παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, παρότι μια διακομματική ομάδα του Κογκρέσου πρότεινε ακριβώς αυτό μόλις τον περασμένο Οκτώβριο.

Η απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτειών από την συμφωνία του Παρισιού θα συνοδεύεται πιθανότατα από την ανεπάρκεια της συμμετοχής των ΗΠΑ στην Mission Innovation, μια παγκόσμια πρωτοβουλία στην οποία συμμετέχουν η Ευρωπαϊκή Ένωση και 22 μεγάλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών, για να επιταχύνουν τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια με το να διπλασιάσουν τους δημόσιους προϋπολογισμούς Έρευνας & Ανάπτυξης των συμμετεχουσών χωρών. Η μη συμμετοχή θα ήταν λάθος. Η Κίνα κατασκευάζει ένα ενεργειακό σύστημα που θα βοηθήσει την οικονομία της και θα επιτρέψει στον στρατό της να αντισταθεί καλύτερα σε κυβερνοεπιθέσεις και φυσικές καταστροφές. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να κάνουν το ίδιο. Αυτό σημαίνει ανάπτυξη και εγκατάσταση νέων τεχνολογιών, όπως έξυπνα δίκτυα, ηλιακούς συλλέκτες και ανεμογεννήτριες, στις στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ για τη μείωση των ζημιών από ενδεχόμενες διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος ή επιθέσεις σε πηγές ενέργειας.

Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνειδητοποίησαν τις πιθανές οικονομικές και στρατιωτικές συνέπειες του να χάσουν την κούρσα του διαστήματος και στάθηκαν στο καθήκον. Η αντιμετώπιση της πρόκλησης της στροφής της Κίνας στην ανανεώσιμη ενέργεια δεν θα είναι διαφορετική. Οι Ηνωμένες Πολιτείες κινδυνεύουν να αποδυναμώσουν την κυριαρχία τους στην παγκόσμια αγορά ενέργειας. Ωστόσο, με ισχυρή ηγεσία και μακροπρόθεσμη δέσμευση, μπορεί να εξασφαλίσουν το ενεργειακό μέλλον τους για τις επόμενες δεκαετίες.

Copyright © 2018 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2018-02-13/green-giant

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/asia/1997-03-01/china-i-coming-c...
[2] https://www.foreignaffairs.com/reviews/review-essay/2017-06-13/dirty-deeds

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition