Πώς να πληγεί η Ρωσία εκεί που πονάει | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς να πληγεί η Ρωσία εκεί που πονάει

Μια μακροπρόθεσμη στρατηγική για την ενίσχυση της οικονομικής πίεσης

Οποιαδήποτε εκστρατεία οικονομικής πίεσης που ενδέχεται να επηρεάσει τις προοπτικές της Ρωσίας πρέπει να κάνει το στρατιωτικο-βιομηχανικό συγκρότημα της χώρας να λιμοκτονήσει. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη το γνωρίζουν αυτό: Ενέκριναν εξαγωγικούς ελέγχους κατά των ρωσικών αμυντικών βιομηχανιών το 2014, και το 2017 το Κογκρέσο των ΗΠΑ εξέδωσε νόμο που επιβάλλει κυρώσεις σε ξένες εταιρείες και κυβερνήσεις οι οποίες πραγματοποιούν «σημαντικές συναλλαγές» με τον ρωσικό αμυντικό τομέα. Αυτές οι κυρώσεις απειλούν την δυνατότητα της Ρωσίας να εξάγει στρατιωτικό εξοπλισμό, ένα εμπόριο που αποφέρει δισεκατομμύρια [7] δολάρια στην Ρωσία ετησίως και συμβάλλει στην επέκταση της παγκόσμιας επιρροής της χώρας. Τον Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους, η διοίκηση του Trump επέβαλλε κυρώσεις [8] σε έναν Κινέζο ανώτερο αξιωματικό του στρατιού και στο Τμήμα Ανάπτυξης Εξοπλισμού του κινεζικού στρατού επειδή αγόρασαν ρωσικά μαχητικά αεροσκάφη και ένα ρωσικό σύστημα αεροπορικής άμυνας.

Η Ουάσινγκτον θα πρέπει να πιέσει περαιτέρω το πλεονέκτημα αυτό, πείθοντας τις χώρες-εταίρους των ΗΠΑ, όπως η Ινδία και η Τουρκία, να ακυρώσουν προγραμματισμένες αγορές [9] σημαντικών ρωσικών αμυντικών συστημάτων. Με τον τρόπο αυτό, η διοίκηση Trump θα πρέπει να στηριχθεί όχι μόνο στην απειλή κυρώσεων αλλά και σε θετικά κίνητρα όπως η δυνατότητα μεγαλύτερης συνεργασίας με τον στρατό των ΗΠΑ. Η απόφαση της Ουάσιγκτον [10] στα τέλη του περασμένου μήνα για την έγκριση της πώλησης πυραύλων Patriot στην Τουρκία, για παράδειγμα, επιτρέπει σε έναν σύμμαχο των ΗΠΑ να χρησιμοποιήσει αμερικανικό στρατιωτικό εξοπλισμό αντί για ρωσική τεχνολογία.

Ταυτόχρονα, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να ασκήσουν πίεση στις αλυσίδες εφοδιασμού του στρατού της Ρωσίας. Παρόλο που η Ρωσία παράγει το μεγαλύτερο μέρος του αμυντικού εξοπλισμού της στην εγχώρια αγορά, εξακολουθεί να εισάγει εξαρτήματα και εξοπλισμό διπλής χρήσης (τεχνολογία που έχει στρατιωτικές και μη στρατιωτικές χρήσεις). Οι τεχνολογικές καινοτομίες με σημαντικές στρατιωτικές εφαρμογές, όπως τα αυτόνομα οχήματα, κυριαρχούνται από τις αμερικανικές επιχειρήσεις και πιθανότατα θα αυξήσουν την μόχλευση των ΗΠΑ και της Ευρώπης σε αυτόν τον τομέα. Οποιαδήποτε μέτρα που μπορούν να λάβουν οι Δυτικές κυβερνήσεις για να περιορίσουν την πρόσβαση της Ρωσίας σε τέτοιες αναδυόμενες τεχνολογίες αξίζει να επιδιωχθούν.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Δύσης έχουν ήδη συνειδητοποιήσει την ανάγκη να παρακρατούν πόρους από τον στρατό της Ρωσίας. Ωστόσο, οι στρατιωτικές κυρώσεις είναι μόνο ένα κομμάτι μιας μεγαλύτερης και πιο σύνθετης προσπάθειας για την συρρίκνωση της οικονομίας της Ρωσίας και των κρατικών εσόδων της. Από το 2014, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες ήταν επιφυλακτικοί στο να επιβάλουν τις αυστηρότερες κυρώσεις στην Ρωσία, όπως να βάλουν στη μαύρη λίστα τις μεγαλύτερες ρωσικές τράπεζες ή να πετάξουν την Ρωσία έξω από το διεθνές δίκτυο πληρωμών της Εταιρείας Παγκόσμιας Διατραπεζικής Χρηματοπιστωτικής Τηλεπικοινωνίας (Society for Worldwide Interbank Financial Telecommunication, SWIFT), εξαιτίας των ανησυχιών για την επίδραση που θα μπορούσαν να έχουν οι κυρώσεις αυτές στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές και ενεργειακές αγορές.

Με μόνο το ρωσο-ευρωπαϊκό εμπόριο να ανέρχεται ετησίως στα περίπου 200 δισ. ευρώ [11] (περίπου 230 δισεκατομμύρια δολάρια) και την Ρωσία να παραμένει ένας από τους κυριότερους παραγωγούς ενέργειας στον κόσμο, τα παράπλευρα κόστη μιας απότομης διάλυσης των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων θα μπορούσαν να είναι πολύ υψηλά. Πράγματι, το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ αναγκάστηκε να ανακαλέσει εν μέρει [12] τις κυρώσεις που επέβαλε στον Deripaska, ο οποίος έχτισε την περιουσία του στις παγκόσμιες αγορές μετάλλων, αφότου οι κυρώσεις είχαν ως αποτέλεσμα οι παγκόσμιες τιμές αλουμινίου να αυξηθούν κατά 20% στις εβδομάδες μετά την ανακοίνωσή τους. Πράγματι, στα τέλη Δεκεμβρίου, το Υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε [13] ότι θα βγάλει αρκετές από τις εταιρείες του Deripaska από τους καταλόγους των αμερικανικών κυρώσεων με αντάλλαγμα την εκποίηση ενός μέρους των μετοχών που κατέχει ο Deripaska.

Οι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δικαίως ανησυχούν για το πώς οι κυρώσεις θα μπορούσαν να επηρεάσουν την σταθερότητα της αγοράς, ωστόσο εξακολουθούν να υπάρχουν βιώσιμες επιλογές. Οι κυρώσεις και η σκληρή διπλωματία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αποτροπή νέων επενδύσεων μεγάλης κλίμακας σε βασικούς ρωσικούς εξαγωγικούς κλάδους, όπως της ενέργειας, ο οποίος το 2018 έφθασε σε επίπεδο μετασοβιετικής παραγωγής ρεκόρ [14] και ο οποίος εξακολουθεί να προσελκύει [15] σημαντικές νέες Δυτικές επενδύσεις. Ο στόχος των νέων κυρώσεων δεν πρέπει να είναι να προκαλέσει βραχυπρόθεσμη αναστάτωση στις εξαγωγές αυτών και άλλων βασικών προϊόντων, η οποία θα μπορούσε να αυξήσει τις παγκόσμιες τιμές και να έχει σημαντικές αρνητικές συνέπειες. Αντ’ αυτού, θα πρέπει να σχεδιαστούν για να αποτρέψουν νέες επενδύσεις στην Ρωσία με στόχο τη μείωση του μακροπρόθεσμου όγκου και της αξίας αυτών των εξαγωγών και άλλων σημαντικών πηγών ρωσικών εσόδων με την πάροδο του χρόνου. Αυτή η σταδιακή ελάττωση θα δώσει στους εναλλακτικούς προμηθευτές χρόνο να καλύψουν το κενό. Επιπλέον, η μόχλευση της Ρωσίας επί των μεγάλων παγκόσμιων ενεργειακών εταιρειών θα εξασθενίσει σταδιακά καθώς οι εταιρείες θα αποφεύγουν να πραγματοποιούν νέες επενδύσεις στην Ρωσία. Οι περιορισμοί στην πρόσβαση της Μόσχας στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, συμπεριλαμβανομένου του κρατικού δανεισμού της, αποτελούν ένα άλλο χρήσιμο εργαλείο και θα μειώσουν το διαθέσιμο κεφάλαιο για επενδύσεις εντός της Ρωσίας. Η λήψη αυτών των μέτρων θα καταστήσει σταδιακά πιο δύσκολο να διατηρηθεί ο [διεθνής] τυχοδιωκτισμός της Ρωσίας, ακόμη και ενώ το Κρεμλίνο θα αναγκαστεί να κάνει αγχωτικούς συμβιβασμούς μεταξύ εγχώριων οικονομικών προτεραιοτήτων.