Η διαμάχη για την βορειοανατολική Συρία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η διαμάχη για την βορειοανατολική Συρία

Τι θα συμβεί όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτραβηχτούν
Περίληψη: 

Με στρατεύματά τους να βρίσκονται ακριβώς στο κέντρο της δράσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να έχουν κάποιον βαθμό επιρροής στην διελκυστίνδα της περιοχής. Η ακριβής στρατηγική τους, ωστόσο, είναι ασαφής.

Ο AARON STEIN είναι διευθυντής στο Πρόγραμμα για τη Μέση Ανατολή στο Foreign Policy Research Institute

Στις 14 Δεκεμβρίου, σε μια τηλεφωνική επικοινωνία με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ανακοίνωσε ξαφνικά ότι θα διατάξει τις αμερικανικές δυνάμεις να αποχωρήσουν από την Συρία, προκαλώντας έκπληξη στον Τούρκο ομόλογό του -και σε μεγάλο μέρος του δικού του προσωπικού εθνικής ασφαλείας.

Η ξαφνική απόφαση για την απόσυρση των υπόλοιπων 2.000 Αμερικανών στρατιωτικών που σταθμεύουν στην βορειοανατολική Συρία είχε την σφραγίδα του Trump. Για χρόνια, ο πρόεδρος έχει υποσχεθεί να μειώσει το αμερικανικό αποτύπωμα στην περιοχή και υποστήριζε ότι οι σύμμαχοι και εταίροι της Αμερικής θα πρέπει να κάνουν περισσότερα για να επωμίζονται το βάρος της περιφερειακής ασφάλειας.

23012019-1.jpg

Άνδρες των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (Syrian Democratic Forces, SDF) και στρατιώτες των ΗΠΑ κατά την διάρκεια μιας περιπολίας κοντά στα τουρκικά σύνορα στην Συρία, τον Νοέμβριο του 2018. RODI SAID/REUTERS
------------------------------------------------

Όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν λειτουργούν σε κενό. Η απρόσμενη ανακοίνωση του Trump ήρθε χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη προσπάθεια απόσπασης παραχωρήσεων ή εγγυήσεων από τους άλλους δρώντες που εμπλέκονται στην σύγκρουση. Τώρα, αρκετοί από αυτούς τους παίκτες είναι έτοιμοι να διαμορφώσουν την επί του πεδίου κατάσταση υπέρ τους -και εις βάρος των Ηνωμένων Πολιτειών.

Οι πιο σημαντικοί πρωταγωνιστές σε αυτό το περίπλοκο οικοσύστημα εξωτερικών παραγόντων και εξουσιοδοτημένων δυνάμεων (proxy forces) είναι η Τουρκία και η Ρωσία. Αμφότερες οι χώρες θα ήθελαν να αναλάβουν τον έλεγχο της επικράτειας της βορειοανατολικής Συρίας, η οποία μέχρι στιγμής ήταν υπό τον έλεγχο των Ηνωμένων Πολιτειών και των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (Syrian Democratic Forces, SDF), μιας πολιτοφυλακής υποστηριζόμενης από τις ΗΠΑ, υπό την ηγεσία κυρίως Κούρδων μαχητών. Για την Άγκυρα και τη Μόσχα τα στοιχήματα είναι υψηλά: Η Τουρκία, ανήσυχη από την προοπτική των καλά εξοπλισμένων κουρδικών δυνάμεων κατά μήκος των συνόρων της, θέλει να επεκτείνει την πολιτική της εμβέλεια στην βόρεια Συρία με κάθε κόστος. Η Ρωσία επιδιώκει να εκμεταλλευτεί την αδυναμία των Κούρδων και την απειλή της τουρκικής στρατιωτικής παρέμβασης για να ενισχύσει τον σύμμαχό της στην Δαμασκό, τον πρόεδρο της Συρίας Μπασάρ αλ-Άσαντ. Εάν οι ΗΠΑ αποσυρθούν, η Ουάσινγκτον θα αναγκαστεί να παρακολουθήσει αυτόν τον αγώνα από το περιθώριο, καθώς η μόχλευσή της στην περιοχή θα έχει σπαταληθεί.

ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

Πριν από την ανακοίνωση της απόσυρσης, η πολιτική της κυβέρνησης Trump για την Συρία ήταν σοβαρός πονοκέφαλος για τους Τούρκους ηγέτες. Ειδικότερα, η Άγκυρα διαμαρτυρήθηκε για την απόφαση του Trump, τον Μάρτιο του 2017, να εξοπλίσει τις Μονάδες Λαϊκής Προστασίας ή YPG, τις ένοπλες πολιτοφυλακές των Σύρων Κούρδων και παρακλάδι του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (PKK), το οποίο η Τουρκία και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν καταχωρήσει ως τρομοκρατική ομάδα. Η τουρκική κυβέρνηση ανησυχούσε ότι η στρατιωτική υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών προς τις YPG θα δημιουργούσε κουρδικούς θύλακες κατά μήκος των τουρκο-συριακών συνόρων, για τους οποίους φοβόταν ότι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ασφαλή καταφύγια για τους Κούρδους μαχητές και τα στελέχη του PKK στην Τουρκία και το Ιράκ.

Λιγότερο προφανής, αλλά εξίσου σημαντική, ήταν η ανησυχία της Τουρκίας για την διεύρυνση της αποστολής των Ηνωμένων Πολιτειών στην Συρία. Αρχικά ασχολούμενη μόνο με την καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους (ISIS), η διοίκηση του Trump είχε αρχίσει να μιλά για μια πρόσθετη εντολή: Την αντιμετώπιση της ιρανικής επιρροής στην Συρία. Η μετατόπιση καθοδηγήθηκε, πρωτίστως, από τον σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, John Bolton, και υποστηρίχθηκε από τον υπουργό Εξωτερικών, Mike Pompeo. Αντί να καταπολεμήσουν απλώς τους τελευταίους θύλακες της αντίστασης του ISIS, υποστήριξαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επιδιώξουν να «εκδιώξουν μέχρι και την τελευταία ιρανική μπότα» από την Συρία -έναν μη εφικτό στόχο που προμηνύει μια πολύ πιο αορίστου χρόνου στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ.

Για την Τουρκία, αυτή η διευρυμένη αποστολή ήταν ένας εφιάλτης. Η Άγκυρα φοβόταν ότι η συνεχιζόμενη παρουσία των ΗΠΑ, ακόμα και μετά την ήττα του ISIS, θα συνεπαγόταν επίσης την συνέχιση της χρηματοδότησης και της εκπαίδευσης των SDF και, κατά συνέπεια, των YPG. Ξαφνικά, φαινόταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παραμείνουν για αρκετό καιρό ώστε ένα πρωταρχικό κουρδικό κράτος να αναδυθεί ακριβώς στα σύνορα της Τουρκίας, γεμάτο με ένοπλες και καλά εκπαιδευμένες δυνάμεις ξηράς.

Αποφασισμένη να το αποτρέψει αυτό, η Άγκυρα ενέτεινε τις προσπάθειές της για να αποκτήσει πολιτικό και στρατιωτικό πάτημα στις περιοχές τις οποίες ελέγχουν οι SDF και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η αντικατάσταση των τοπικών συμβουλίων στην περιοχή που υποστηρίζονται από τους Κούρδους, με κυβερνητικά όργανα που συνδέονται με την Τουρκία, θα μπορούσε να εξουδετερώσει οποιαδήποτε απειλή προέρχεται από την περιοχή. Για να το επιτύχει αυτό, ωστόσο, η Τουρκία χρειάζεται να αποδυναμώσει την σχέση ΗΠΑ-SDF και να πιέσει την Ουάσινγκτον να συνεργαστεί. Αυτό το έπραξε με το να επαπειλεί μια αποσταθεροποιητική διασυνοριακή στρατιωτική επίθεση, πρώτα στην βόρεια πόλη Manbij και στην συνέχεια πιο ανατολικά, στον ποταμό Ευφράτη, όπου σταθμεύουν στρατεύματα των ΗΠΑ.