Το Κυπριακό Ζήτημα τότε και σήμερα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το Κυπριακό Ζήτημα τότε και σήμερα

Η σκληρή λογική του Νεοκλασικού Ρεαλισμού στο τρίγωνο Ελλάδος-Τουρκίας-Κύπρου*

Το επόμενο διάστημα μέχρι το 1974, παρά την συνεχιζόμενη ισορροπία εκτός θεάτρου Κύπρου και την εντατικοποίηση των ελληνικών εξοπλισμών, η Κύπρος καθίσταται στρατηγική όμηρος της Τουρκίας, καθώς η χερσαία αποτροπή της επί του νησιού διαβρώνεται ραγδαία. Η αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας το 1967 και η παραμέληση της Εθνικής Φρουράς τα επόμενα χρόνια από το καθεστώς Μακαρίου καθώς και η εμπλοκή της στον κυπριακό εμφύλιο και τον ανταγωνισμό εξουσίας μεταξύ Μακαρίου και χούντας, αποδυναμώνουν καθοριστικά την ελληνική πλευρά στο θέατρο Κύπρου, επιφέροντας νομοτελειακά την στρατηγική ήττα.

Συνοψίζοντας, με βάση την κρατούσα ισορροπία δυνάμεων, η Ελλάδα:

α. θα μπορούσε το 1964 να επιχειρήσει δυναμική ενσωμάτωση της Κύπρου στην Ελλάδα χρησιμοποιώντας την τοπική χερσαία υπεροχή της,

β. δεν χρειαζόταν να υποχωρήσει το 1967 μπροστά στην τουρκική επιβολή καθώς υφίστατο ισορροπία δυνάμεων και στην Κύπρο και στο σύνολο του πεδίου αντιπαράθεσης.

Η Ελλάδα δεν έπραξε τίποτα από τα παραπάνω. Θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τo γιατί με την βοήθεια του Νεοκλασικού Ρεαλισμού.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Μέχρι το οδυνηρό καλοκαίρι του 1974, η ελληνική πολιτική ήταν σταθερά προσανατολισμένη στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η επιθυμία για ένωση προερχόταν απευθείας από την ίδια την λογική της Μεγάλης Ιδέας, καθώς η Κύπρος μαζί με τη Βόρεια Ήπειρο αποτελούσαν τα τελευταία εδάφη όπου διέμεναν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί εκτός των ορίων του ελληνικού κράτους. Την ένωση επιδίωκαν ταυτόχρονα Αριστεροί και Δεξιοί, όπου οι Αριστεροί επικαλούνται περαιτέρω και τον ιδεολογικό στόχο της αποτίναξης του βρετανικού αποικιοκρατικού ιμπεριαλισμού. Η υπόθεση της Κύπρου συνέγειρε ταυτόχρονα τα εθνικιστικά αντανακλαστικά των μαζών αλλά και των ελίτ: Αναφέρεται χαρακτηριστικά η περίπτωση του «ρεαλιστή» Ευάγγελου Αβέρωφ, πρωτεργάτη των Συμφωνιών της Ζυρίχης, αλλά και του διπλωμάτη Α. Βλάχου (του πλέον αμφίθυμου από τις ελληνικές ελίτ απέναντι στην σκοπιμότητα του αγώνα της ΕΟΚΑ), οι οποίοι «λυγίζουν» και υποκλίνονται συναισθηματικά μπροστά στον αγώνα (και την θυσία) των νέων της ΕΟΚΑ.

Σε κάθε περίπτωση όμως, ενώ οι ελληνικές ελίτ συμφωνούσαν ομόθυμα ως προς τον στόχο, ήταν διαιρεμένες όσον αφορά την στρατηγική για την επίτευξη της ένωσης:

-Η Ριζοσπαστική (ή Μαχητική) σχολή, ήθελε την ένωση το συντομότερο δυνατό, προσπαθώντας να την επιφέρει ακόμη και με δυναμικό και ριψοκίνδυνο τρόπο, όπως ήταν ο αγώνας της ΕΟΚΑ ή, κατά μια έννοια, και το πραξικόπημα κατά Μακαρίου το 1974.

-Η Πραγματιστική σχολή, ήθελε την ένωση να επέρχεται σε βάθος χρόνου, με προσεκτικές κινήσεις που δεν θα έρχονταν κατά το δυνατόν σε σύγκρουση με τους αντίπαλους της ένωσης, Μ. Βρετανία και Τουρκία. Η πολιτική ουδετερότητας του Ελευθέριου Βενιζέλου ως προς την εξέγερση των Ελληνοκυπρίων το 1931 και η πολιτική Καραμανλή-Αβέρωφ που οδήγησε στις Συμφωνίες της Ζυρίχης ,είναι αντιπροσωπευτικά παραδείγματα αυτής της σχολής.

Όπως αναφέρθηκε ήδη, υπήρξαν κομβικά σημεία στο Κυπριακό (Κρίσεις 1964, 1967), όπου διαφορετικές ελληνικές κυβερνήσεις κλήθηκαν να πάρουν σημαντικές αποφάσεις Πολέμου και Ειρήνης. Ας δούμε τι έγινε σε κάθε μια από αυτές.

ΚΡΙΣΗ 1964 – ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Ο Δεκέμβριος του 1963 αποτελεί το κρίσιμο σημείο καμπής για τις δυο κοινότητες στην Κύπρο. Η δύσκολη συγκατοίκησή τους από το 1960 έως το 1963 οδηγείται σε ένα αιματηρό διαζύγιο με τις δυο πλευρές εξοπλισμένες και έτοιμες για μια διεθνοτική σύγκρουση με βαθιές ρίζες στην άνοδο των εθνικισμών (που δημιουργούν αρνητικά στερεότυπα εκατέρωθεν), αλλά και στο συναίσθημα ανωτερότητας των Ελληνοκυπρίων (που πηγάζει βέβαια από την πραγματικότητα: Οι Ελληνοκύπριοι είναι πολύ περισσότεροι, πιο πλούσιοι και πιο μορφωμένοι από τους Τουρκοκύπριους). Τους θεωρούν συνεπώς κατώτερους και φυσικά δεν είναι έτοιμοι να τους παραχωρήσουν την πολιτική ισότητα που προβλέπει η Ζυρίχη (ούτε λόγος φυσικά για ομοσπονδοποίηση, η οποία θα σήμαινε και κάποιας έκτασης γεωγραφικό διαχωρισμό, επομένως και πιθανές μετακινήσεις πληθυσμού...). Εξάλλου, η έννοια του consociationality (εθνοτικός συναινετισμός) [1] που περιγράφει καλύτερα το καθεστώς της Ζυρίχης είναι ακόμη πολύ προωθημένη για την εποχή της…

Και η Ελλάδα; Ποιοι και πως καθορίζουν την Κυπριακή πολιτική της;

Οι υπεύθυνοι χάραξης εξωτερικής πολιτικής στην μεταπολεμική Ελλάδα είναι βέβαια οι εκάστοτε πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών (ΥΠΕΞ), αλλά με ισχυρές επιρροές από τους έτερους πόλους εξουσίας: Τον βασιλικό θεσμό και τον στρατό (που ελέγχεται παραδοσιακά από το Παλάτι), ενώ ο υπερατλαντικός ηγεμόνας οπωσδήποτε προσπαθεί να επιβλέπει την διαδικασία παραγωγής εξωτερικής πολιτικής, ώστε να βεβαιωθεί ότι δεν θίγονται τα ζωτικά του συμφέροντα. Εξάλλου, και οι υπόλοιποι δρώντες παραδοσιακά χρησιμοποιούν τις ΗΠΑ σαν σημείο αναφοράς και άντλησης επιρροής.

Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΟΡΡΑ

Η Ένωση Κέντρου αναλαμβάνει την εξουσία το Νοέμβριο του 1963 ως κυβέρνησης μειοψηφίας, μετά από 11 χρόνια δεξιάς διακυβέρνησης. Οι παραστάσεις εξωτερικής απειλής που έχει η νέα κυβέρνηση είναι ο παραδοσιακός από βορρά κίνδυνος, δηλαδή της Βουλγαρίας [2]. Την βουλγαρική απειλή συμμερίζονται εξάλλου το σύνολο των ελληνικών ελίτ ως την σημαντικότερη εξωτερική απειλή για όλη την διάρκεια από τον Μεσοπόλεμο έως τουλάχιστον τα τέλη της δεκαετίας του ’60. Είναι φυσικό, καθώς η Βουλγαρία είναι η παραδοσιακά αναθεωρητική δύναμη στην περιοχή έναντι της Ελλάδας:

-Την διεθνοτική σύγκρουση σε επίπεδο ανταρτοπόλεμου στην αρχή του 20ου αιώνα (Μακεδονικός Αγώνας) διαδέχεται ο αιματηρότατος Β’ Βαλκανικός Πόλεμος με τρόπαιο και πάλι την ανατολική και κεντρική Μακεδονία.

-Την συνακόλουθη εκκαθάριση της συγκεκριμένης περιοχής από το βουλγαρικό στοιχείο και τον αποικισμό της με Μικρασιάτες πρόσφυγες ακολουθεί η δαπανηρότατη προσπάθεια της Ελλάδας την δεκαετία του ’30 για αμυντική της οχύρωση (Γραμμή Μεταξά).