Η στρατηγική επιλογή της αποτροπής έναντι της αναθεωρητικής Τουρκίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η στρατηγική επιλογή της αποτροπής έναντι της αναθεωρητικής Τουρκίας

Αδυναμίες, παραλείψεις και ανάγκη προσαρμογής στα δεδομένα του 21ου αιώνα*

Ως εκ τούτου, αρχικά υιοθετήθηκε το λεγόμενο δόγμα των Μαζικών Αντιποίνων (massive retaliation) σε περίπτωση τουρκικής επιθετικής ενέργειας σε κατοικημένο ελληνικό έδαφος (Τα μαζικά αντίποινα στην περίπτωση αυτή αφορούν κλιμάκωση και γενικευμένη σύρραξη), ενώ στην συνέχεια ακολουθήθηκε το δόγμα της Ευέλικτης Ανταπόδοσης (Flexible Response) συνδεόμενο με το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου και την λογική του Ισοδύναμου Τετελεσμένου κατά το πρότυπο της αναλογικότητας (proportionality) [5] , για την αντιμετώπιση των περιορισμένης κλίμακας κρίσεων χαμηλής έντασης (low intensity) στις οποίες επένδυε η Τουρκία ,προκειμένου να αποτραπεί η τουρκική πλευρά από την άσκηση εξαναγκαστικής διπλωματίας (coercive diplomacy) και δημιουργίας τετελεσμένων ελλείψει κόστους.

Παράλληλα, η ελληνική πλευρά ακολούθησε μια λογική Αποτροπής μέσω της παρουσίας στρατιωτικών δυνάμεων (deterrence by presence) στα σημεία εμπλοκής για την βέλτιστη διαχείριση και αποτροπή των συχνών τουρκικών παραβιάσεων και αμφισβητήσεων (de facto) της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας. Αξίζει να επισημανθεί πως η παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων συνδέεται άρρηκτα με την λανθάνουσα πίεση (latent suasion) λειτουργούσα είτε ως συμβολική (symbolic) είτε ως στιβαρή (robust) επιβεβαίωση της ισχύος στην αντίπαλη πλευρά, ενώ μετατρέπεται εύκολα σε πίεση δια των όπλων (armed suasion) στην περίπτωση κλιμάκωσης των αναθεωρητικών ενεργειών της ετέρας πλευράς [6].

Κατά συνέπεια, η Ελλάδα εφάρμοσε στο πλαίσιο της εσωτερικής εξισορρόπησης ένα πρώτο στάδιο Αποτροπής (πάντα υπό το μοντέλο τιμωρίας του αντιπάλου) μέσω της παρουσίας των Ενόπλων Δυνάμεων απαντώντας στις συχνότατες τουρκικές παραβιάσεις, ενώ το δεύτερο στάδιο δύναται να ειπωθεί θεωρητικώς ότι αποτελεί το Ισοδύναμο Τετελεσμένο και η Ευέλικτη Ανταπόδοση στο πλαίσιο αντιμετώπισης των περιορισμένων και χαμηλής έντασης τουρκικών αναθεωρητικών ενεργειών, με το τρίτο στάδιο των Μαζικών Αντιποίνων να επικρέμεται στην περίπτωση κλιμάκωσης και τουρκικής επιθετικής στρατιωτικής ενέργειας εναντίον της ελληνικής εδαφικής ακεραιότητας.

Στην πράξη, η αποτρεπτική στρατηγική της Ελλάδας στο αμυντικό πεδίο διεπόταν και εξακολουθεί να διέπεται από εγγενείς αδυναμίες τόσο στρατηγικού όσο και επιχειρησιακού/τακτικού χαρακτήρα, απόρροια διαχρονικών παθογενειών που ταλανίζουν το εθνικό σύστημα ασφάλειας.

Καταρχάς, η αμυντική στρατηγική του κράτους ως συστατικό πεδίο της υψηλής στρατηγικής επιβάλλεται να λειτουργεί συμπληρωματικά και ενισχυτικά με το έτερο πεδίο, ήτοι την εξωτερική πολιτική.

Στην πράξη, η έλλειψη συντονισμού των δύο πυλώνων, η πλήρης απουσία διυπηρεσιακών ομάδων εργασίας (interagency groups/task forces) απαραίτητων για την εμπέδωση κουλτούρας συνεργασίας και κυρίως συναντίληψης περί των δεδομένων που άπτονται των διεθνών και περιφερειακών εξελίξεων καθώς και το αναχρονιστικό δυσλειτουργικό θεσμικό σύστημα, επέφεραν την απουσία διασύνδεσης στόχων και μέσων των πυλώνων εθνικής ασφάλειας με αποτέλεσμα η αξιοπιστία της αποτρεπτικής στρατηγικής της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας να τρωθεί σημαντικά.

Καθώς διαπιστώθηκε σημαντική απόκλιση μεταξύ των Υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας (ιδίως με την υιοθέτηση του ευρωπαϊκού προσεταιρισμού της Τουρκίας υπό μια στρατηγική προσέγγιση ελαφράς αντιστάθμισης (soft hedging) στο Ελσίνκι) ελλείψει συνεκτικού επεξεργασμένου σχεδίου και αδυναμία διάδοσης ξεκάθαρου αποτρεπτικού μηνύματος στην τουρκική πλευρά, η τουρκική επιθετικότητα συνέχισε αμείωτη, και η αποτρεπτική δυνατότητα της χώρας συνολικά εξασθένησε.

Παράλληλα, και κυρίως, καταστρατηγήθηκε και αγνοήθηκε στην πράξη η βασική αρχή της θεωρίας της Αποτροπής, το γεγονός δηλαδή ότι για να υφίσταται Αποτροπή προϋποθέτει την αξιοπιστία [7] (credibility) προθέσεων και έργων ενώ αλλοιώθηκε και ο χαρακτήρας της Αποτροπής καθώς εκείνη αποτελεί μια απόπειρα άσκησης επιρροής στο γνωσιακό/ψυχολογικό πεδίο (cognitive/psychological domain) του αντιπάλου και αφορά την απειλή χρήσης βίας ή άλλων μέσων για να δεσμευτεί η επιτιθέμενη πλευρά να απέχει από συγκεκριμένες ενέργειες [8].

Η Ελλάδα υιοθέτησε μια λογική Αποτροπής αποσπασματική, κυρίως όμως μην έχοντας την βούληση να την εφαρμόσει στο κάθε στάδιο, ιδίως βέβαια στο πλαίσιο της Ευέλικτης Ανταπόδοσης (χαρακτηριστική η περίπτωση των Στροβιλίων το 2000).

Άλλωστε, το ίδιο το πλαίσιο αυτό με τον τρόπο που υιοθετήθηκε έβριθε προβλημάτων επιχειρησιακού χαρακτήρα, καθώς η ελληνική πλευρά αφενός δεν δύνατο να απαντήσει ισόποσα σ’ όλες τις περιπτώσεις παραβατικών ενεργειών της τουρκικής πλευράς, ιδίως αναφορικά με την προστασία του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου και την Κύπρο, αφετέρου με την επιλογή του ισοδύναμου τετελεσμένου κινδύνευε να απολεσθεί το πλεονέκτημα της πρωτοβουλίας των κινήσεων και εν τέλει του ελέγχου κλιμάκωσης της ενδεχόμενης κρίσης, καθώς η μη απάντηση με μεγαλύτερη ένταση αντί της ισοδύναμης απάντησης δεν θα επιβάρυνε την τουρκική πλευρά στον υπολογισμό κόστους–οφέλους [9].

Η απόκτηση απ’ την ελληνική πλευρά «έξυπνων» οπλικών συστημάτων (smart weapons) με ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά εντασσόταν και στην λογική δυνητικής επιβολής αυξημένου κόστους στον αντίπαλο, διορθώνοντας τις επιχειρησιακές ατέλειες της ελληνικής ευέλικτης ανταπόδοσης, πλην όμως εξέλιπε ένα επεξεργασμένο σχέδιο απειλής χρήσης των συγκεκριμένων όπλων σε μια δεδομένη στιγμή.

ΤΑ ΝΕΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ