Η στρατηγική επιλογή της αποτροπής έναντι της αναθεωρητικής Τουρκίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η στρατηγική επιλογή της αποτροπής έναντι της αναθεωρητικής Τουρκίας

Αδυναμίες, παραλείψεις και ανάγκη προσαρμογής στα δεδομένα του 21ου αιώνα*

Η διαρκής επιθετικότητα της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου, απότοκος του νέου δόγματος εθνικής ασφάλειας του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν [1] μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα το 2016 και της αναιμικής ελληνικής αντίδρασης ακολούθως, ανέδειξε την έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού εκ μέρους του ελληνικού συστήματος εθνικής ασφάλειας (national security system) και κατ’ επέκταση αποκάλυψε την αδυναμία της ελληνικής πλευράς να κατανοήσει και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τη νέα διάσταση της εξ Ανατολών απειλής.

Παράλληλα, πυροδότησε εκ νέου τον διάλογο σε διάφορα fora για το δέον γενέσθαι της ελληνικής πλευράς ως προς την ενδεδειγμένη στρατηγική προσέγγιση έναντι της γείτονος, υποδεικνύοντας την Αποτροπή ως ούτως η άλλως ευκταία προσέγγιση, καθώς η Ελλάδα επιθυμεί την διατήρηση του status quo και ο σχεδιασμός της είναι αμιγώς αμυντικός.

11042019-3.jpg

Ένας άνδρας μιλά στο τηλέφωνο στο γραφείο του στο Υπουργείο Εξωτερικών ενώ στο κτήριο αντανακλάται η Βουλή, στις 12 Μαρτίου 2015. REUTERS/Yannis Behrakis
-------------------------------------------------------------------------------------

Ο διάλογος διεξάγεται υπό καθεστώς σύγχυσης και διακρίνεται από αδυναμία σύγχρονων προτάσεων πολιτικής, ιδίως στο στρατηγικό επίπεδο που να απηχούν τα δεδομένα του 21ου αιώνα, απόρροια της διαχρονικής εσωστρέφειας, της ακινησίας, της ύπαρξης στεγανών (stovepipes) και της έλλειψης κουλτούρας συνεργασίας και συντονισμού μεταξύ των υπηρεσιών (που οδηγεί στο έλλειμμα κοινής αντίληψης περί των δεδομένων που αφορούν την ανάγνωση του διεθνούς και περιφερειακού περιβάλλοντος, των απειλών και των κινδύνων). Αυτές οι παθογένειες που εξακολουθούν να υφίστανται και δυσχεραίνουν το έργο των πυλώνων που συγκροτούν τον μηχανισμό εθνικής ασφάλειας, με αποτέλεσμα την έλλειψη ορθής εκτίμησης (Threat Assessment) της τουρκικής απειλής (ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά) και της διαμορφούμενης ή της δυνητικά διαμορφούμενης κατάστασης (Situational Awareness) στα πεδία του Αιγαίου της Θράκης και της Κύπρου.

Ως εκ τούτου, αναφορικά με το ζήτημα της εθνικής στρατηγικής προτίμησης που προκρίνει την επιλογή της Αποτροπής (Deterrence) έναντι του Κατευνασμού (Appeasement), δυστυχώς στον δημόσιο διάλογο παρατηρείται μια σύγχυση και υπεραπλούστευση των εννοιών, εντάσσοντας στο απλουστευτικό δίπολο Αποτροπή έναντι Κατευνασμού μια γκάμα στρατηγικών επιλογών, ή και συνδυασμού τους, όπως η Εξισορρόπηση (Balancing), η Αντιστάθμιση (Hedging), και η Σύμπλευση (Bandwagoning).

Επιπρόσθετα, η Αποτροπή υιοθετείται από πολλούς διαμορφωτές γνώμης, με γενικό τρόπο, ως η ενδεδειγμένη αμυντική στρατηγική προσέγγιση για την αντιμετώπιση του τουρκικού αναθεωρητισμού, χωρίς να διευκρινίζεται καταρχάς ποιο είναι το προτεινόμενο/αναγκαίο μοντέλο Αποτροπής επί τη βάσει του σκοπού, ήτοι η Αποτροπή μέσω απειλής τιμωρίας του αντιπάλου που αφορά δυνητική επιβολή αντιποίνων (Deterrence by Punishment) ή η Αποτροπή μέσω άρνησης των στόχων και δυνατοτήτων του αντιπάλου (Deterrence by denial).

Παράλληλα δεν επισημαίνεται το είδος της προτεινόμενης Αποτροπής, ήτοι Αποτροπή με την ευρεία έννοια (General) ή περιορισμένη (narrow), Πλήρους Φάσματος (full spectrum), Συμβατική (Conventional) -ισχύει στην περίπτωση της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας, καθώς οι δύο χώρες δεν διαθέτουν πυρηνικά όπλα-, Εκτεταμένη (Extended) -περιλαμβάνει και τρίτη χώρα, εν προκειμένω την Κύπρο, (όπως ίσχυε με το δόγμα Ενιαίου Αμυντικού Χώρου)- Άμεση (Direct), Διαδοχικών Σταδίων (Phase Deterrence), που δύναται να περιλαμβάνει και Έλεγχο Κλιμάκωσης (Escalation Control) φτάνοντας ως την Ενδοπολεμική Αποτροπή (Intra –War Deterrence), ενώ δεν εξετάζεται αν η όποια προτεινόμενη επιλογή ανταποκρίνεται στο πλαίσιο της υψηλής στρατηγικής που έχει τεθεί ή που πρόκειται να τεθεί για την χώρα, πως συμβαδίζει με τις επιχειρησιακές απαιτήσεις των θεάτρων επιχειρήσεων, σε τι χρονικό ορίζοντα αναφέρεται, με ποια μέσα και δυνατότητες επιτυγχάνεται και αν η χώρα δύναται να έχει στην διάθεσή της αυτές τις δυνατότητες (capabilities) και σε ορισμένο χρονικό πλαίσιο, ακολουθούσα ένα συγκεκριμένο ολοκληρωμένο στρατηγικό σχέδιο με έμφαση στην Αποτροπή.

Η ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΣΑ ΨΥΧΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΠΕΡΙ ΑΠΟΤΡΟΠΗΣ

Από το 1974 και έως το τέλος της πρώτης μεταψυχροπολεμικής δεκαετίας, η Ελλάδα υιοθέτησε μια αμυντική στρατηγική προσέγγιση έναντι της Τουρκίας, επιθυμώντας την διατήρηση του status quo στην λογική των Αποτρεπτικών Ψυχροπολεμικών δογμάτων [2] βασιζόμενη αρχικά στον συνδυασμό εσωτερικής (internal) και εξωτερικής (external) εξισορρόπησης, ήτοι επενδύοντας σε ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις με παράλληλη σύναψη συμμαχιών και συμμετοχή στους διεθνείς οργανισμούς, δίνοντας έμφαση στους Ευρωατλαντικούς θεσμούς (ΝΑΤΟ-Ε.Ε) οι οποίοι θα λειτουργούσαν δυνητικά ως πάροχοι ασφάλειας [3] ενισχύοντας την εξισορρόπηση της τουρκικής απειλής.

Αξίζει να επισημανθεί πως στο πεδίο της εσωτερικής εξισορρόπησης, η ελληνική αποτρεπτική θεώρηση στο σύνολό της βασιζόταν στο μοντέλο της Αποτροπής μέσω απειλής τιμωρίας της Τουρκίας με την επιβολή αντιποίνων (deterrence by punishment) αντί της Αποτροπής δια της Άρνησης [4].

Ως εκ τούτου, αρχικά υιοθετήθηκε το λεγόμενο δόγμα των Μαζικών Αντιποίνων (massive retaliation) σε περίπτωση τουρκικής επιθετικής ενέργειας σε κατοικημένο ελληνικό έδαφος (Τα μαζικά αντίποινα στην περίπτωση αυτή αφορούν κλιμάκωση και γενικευμένη σύρραξη), ενώ στην συνέχεια ακολουθήθηκε το δόγμα της Ευέλικτης Ανταπόδοσης (Flexible Response) συνδεόμενο με το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου και την λογική του Ισοδύναμου Τετελεσμένου κατά το πρότυπο της αναλογικότητας (proportionality) [5] , για την αντιμετώπιση των περιορισμένης κλίμακας κρίσεων χαμηλής έντασης (low intensity) στις οποίες επένδυε η Τουρκία ,προκειμένου να αποτραπεί η τουρκική πλευρά από την άσκηση εξαναγκαστικής διπλωματίας (coercive diplomacy) και δημιουργίας τετελεσμένων ελλείψει κόστους.

Παράλληλα, η ελληνική πλευρά ακολούθησε μια λογική Αποτροπής μέσω της παρουσίας στρατιωτικών δυνάμεων (deterrence by presence) στα σημεία εμπλοκής για την βέλτιστη διαχείριση και αποτροπή των συχνών τουρκικών παραβιάσεων και αμφισβητήσεων (de facto) της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας. Αξίζει να επισημανθεί πως η παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων συνδέεται άρρηκτα με την λανθάνουσα πίεση (latent suasion) λειτουργούσα είτε ως συμβολική (symbolic) είτε ως στιβαρή (robust) επιβεβαίωση της ισχύος στην αντίπαλη πλευρά, ενώ μετατρέπεται εύκολα σε πίεση δια των όπλων (armed suasion) στην περίπτωση κλιμάκωσης των αναθεωρητικών ενεργειών της ετέρας πλευράς [6].

Κατά συνέπεια, η Ελλάδα εφάρμοσε στο πλαίσιο της εσωτερικής εξισορρόπησης ένα πρώτο στάδιο Αποτροπής (πάντα υπό το μοντέλο τιμωρίας του αντιπάλου) μέσω της παρουσίας των Ενόπλων Δυνάμεων απαντώντας στις συχνότατες τουρκικές παραβιάσεις, ενώ το δεύτερο στάδιο δύναται να ειπωθεί θεωρητικώς ότι αποτελεί το Ισοδύναμο Τετελεσμένο και η Ευέλικτη Ανταπόδοση στο πλαίσιο αντιμετώπισης των περιορισμένων και χαμηλής έντασης τουρκικών αναθεωρητικών ενεργειών, με το τρίτο στάδιο των Μαζικών Αντιποίνων να επικρέμεται στην περίπτωση κλιμάκωσης και τουρκικής επιθετικής στρατιωτικής ενέργειας εναντίον της ελληνικής εδαφικής ακεραιότητας.

Στην πράξη, η αποτρεπτική στρατηγική της Ελλάδας στο αμυντικό πεδίο διεπόταν και εξακολουθεί να διέπεται από εγγενείς αδυναμίες τόσο στρατηγικού όσο και επιχειρησιακού/τακτικού χαρακτήρα, απόρροια διαχρονικών παθογενειών που ταλανίζουν το εθνικό σύστημα ασφάλειας.

Καταρχάς, η αμυντική στρατηγική του κράτους ως συστατικό πεδίο της υψηλής στρατηγικής επιβάλλεται να λειτουργεί συμπληρωματικά και ενισχυτικά με το έτερο πεδίο, ήτοι την εξωτερική πολιτική.

Στην πράξη, η έλλειψη συντονισμού των δύο πυλώνων, η πλήρης απουσία διυπηρεσιακών ομάδων εργασίας (interagency groups/task forces) απαραίτητων για την εμπέδωση κουλτούρας συνεργασίας και κυρίως συναντίληψης περί των δεδομένων που άπτονται των διεθνών και περιφερειακών εξελίξεων καθώς και το αναχρονιστικό δυσλειτουργικό θεσμικό σύστημα, επέφεραν την απουσία διασύνδεσης στόχων και μέσων των πυλώνων εθνικής ασφάλειας με αποτέλεσμα η αξιοπιστία της αποτρεπτικής στρατηγικής της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας να τρωθεί σημαντικά.

Καθώς διαπιστώθηκε σημαντική απόκλιση μεταξύ των Υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας (ιδίως με την υιοθέτηση του ευρωπαϊκού προσεταιρισμού της Τουρκίας υπό μια στρατηγική προσέγγιση ελαφράς αντιστάθμισης (soft hedging) στο Ελσίνκι) ελλείψει συνεκτικού επεξεργασμένου σχεδίου και αδυναμία διάδοσης ξεκάθαρου αποτρεπτικού μηνύματος στην τουρκική πλευρά, η τουρκική επιθετικότητα συνέχισε αμείωτη, και η αποτρεπτική δυνατότητα της χώρας συνολικά εξασθένησε.

Παράλληλα, και κυρίως, καταστρατηγήθηκε και αγνοήθηκε στην πράξη η βασική αρχή της θεωρίας της Αποτροπής, το γεγονός δηλαδή ότι για να υφίσταται Αποτροπή προϋποθέτει την αξιοπιστία [7] (credibility) προθέσεων και έργων ενώ αλλοιώθηκε και ο χαρακτήρας της Αποτροπής καθώς εκείνη αποτελεί μια απόπειρα άσκησης επιρροής στο γνωσιακό/ψυχολογικό πεδίο (cognitive/psychological domain) του αντιπάλου και αφορά την απειλή χρήσης βίας ή άλλων μέσων για να δεσμευτεί η επιτιθέμενη πλευρά να απέχει από συγκεκριμένες ενέργειες [8].

Η Ελλάδα υιοθέτησε μια λογική Αποτροπής αποσπασματική, κυρίως όμως μην έχοντας την βούληση να την εφαρμόσει στο κάθε στάδιο, ιδίως βέβαια στο πλαίσιο της Ευέλικτης Ανταπόδοσης (χαρακτηριστική η περίπτωση των Στροβιλίων το 2000).

Άλλωστε, το ίδιο το πλαίσιο αυτό με τον τρόπο που υιοθετήθηκε έβριθε προβλημάτων επιχειρησιακού χαρακτήρα, καθώς η ελληνική πλευρά αφενός δεν δύνατο να απαντήσει ισόποσα σ’ όλες τις περιπτώσεις παραβατικών ενεργειών της τουρκικής πλευράς, ιδίως αναφορικά με την προστασία του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου και την Κύπρο, αφετέρου με την επιλογή του ισοδύναμου τετελεσμένου κινδύνευε να απολεσθεί το πλεονέκτημα της πρωτοβουλίας των κινήσεων και εν τέλει του ελέγχου κλιμάκωσης της ενδεχόμενης κρίσης, καθώς η μη απάντηση με μεγαλύτερη ένταση αντί της ισοδύναμης απάντησης δεν θα επιβάρυνε την τουρκική πλευρά στον υπολογισμό κόστους–οφέλους [9].

Η απόκτηση απ’ την ελληνική πλευρά «έξυπνων» οπλικών συστημάτων (smart weapons) με ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά εντασσόταν και στην λογική δυνητικής επιβολής αυξημένου κόστους στον αντίπαλο, διορθώνοντας τις επιχειρησιακές ατέλειες της ελληνικής ευέλικτης ανταπόδοσης, πλην όμως εξέλιπε ένα επεξεργασμένο σχέδιο απειλής χρήσης των συγκεκριμένων όπλων σε μια δεδομένη στιγμή.

ΤΑ ΝΕΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

Η Ελλάδα στο λυκαυγές της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα αντιμετωπίζει την αναβαθμισμένη τουρκική απειλή με παρωχημένη ψυχροπολεμική λογική σ’ ότι αφορά στην εσωτερική εξισορρόπηση, επιμένοντας στην προαναφερθείσα στρατηγική προσέγγιση. Παράλληλα, όμως, τελεί υπό σύγχυση εκπέμποντας νεφελώδη μηνύματα που λαμβάνονται ως αδυναμία από την τουρκική πλευρά, καθώς αμφιταλαντεύεται μεταξύ της υιοθέτησης μιας Στρατηγικής Κατευνασμού (Appeasement) [10] στο διπλωματικό επίπεδο σε μια προσπάθεια εξευμενισμού της Τουρκίας, επιτρέποντάς της να κινείται ανεμπόδιστα και να δημιουργεί σειρά τετελεσμένων υπέρ της, και μιας πλήρως αναξιόπιστης αποτρεπτικής στρατηγικής που αφορά μόνο την συμβολική παρουσία των Ενόπλων Δυνάμεων στα εμπλεκόμενα επιχειρησιακά πεδία (deterrence by presence στο Αιγαίο) [11] και που εξαντλείται σε παιδαριώδεις λεονταρισμούς και ανούσιες ρητορικές κορώνες χωρίς αντίκρισμα, υπονομεύοντας πλήρως την όποια αποτρεπτική στρατηγική ταιριάζοντάς την με μια κατευναστική λογική, που εμφορείται από φοβικά σύνδρομα και αδυναμία ανάγνωσης του διεθνούς και περιφερειακού περιβάλλοντος.

Απέναντί της βρίσκεται η αναθεωρητική αυταρχική Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν, η οποία τελεί υπό καθεστώς εθνικιστικού παροξυσμού και ανεκπλήρωτου μεγαλείου μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, και εφαρμόζει ένα δόγμα εθνικής ασφάλειας που προκρίνει την προληπτική στρατιωτική δράση όπου διακυβεύονται ζωτικά τουρκικά συμφέροντα, επιδιδόμενη σ ένα τεράστιο εξοπλιστικό πρόγραμμα με αυξημένες επιθετικές δυνατότητες [12].

Το γεγονός που διαφοροποιεί επί τα χείρω την προβληματική αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής από την ελληνική πλευρά στην τρέχουσα περίοδο μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, δημιουργώντας συνθήκες στρατηγικού αιφνιδιασμού [13] της Αθήνας, καθιστώντας παντελώς παρωχημένη την ελληνική αποτρεπτική στρατηγική θεώρηση , έγκειται στην υιοθέτηση από την Άγκυρα πτυχών των υβριδικών δογμάτων της Ρωσίας και της Κίνας, συμβεβλημένων με την ευρύτερη στρατηγική «Αιχμηρής Ισχύος» [14] την οποία ακολουθεί η Τουρκία.

Το δόγμα εθνικής Ασφάλειας του Ταγίπ Ερντογάν περιλαμβάνει την effects based προσέγγιση [15] που θέτει ως στόχο την διαμόρφωση της συμπεριφοράς των αντίπαλων κρατών (εν προκειμένω της Ελλάδας και της Κύπρου) κατά τρόπο επιθυμητό προς τις τουρκικές επιδιώξεις, είτε με την χρήση ή την απειλή χρήσης βίας είτε με ψυχολογικές επιχειρήσεις, είτε με χρήση πολιτικών, οικονομικών ή διπλωματικών μεθόδων.

Επιπρόσθετα θα πρέπει να σημειωθεί πως αυτού του είδους η προσέγγιση επικεντρώνεται στην αρχή πως ο αντίκτυπος κάθε φυσικής πράξης (physical action) γίνεται αντιληπτός όχι μόνο στο φυσικό πεδίο (physical domain) του αντιπάλου αλλά και στο γνωσιακό/ψυχολογικό του πεδίο (cognitive/ psychological domain), ενώ η δράση ακολουθείται από άμεσες, έμμεσες και μη ελέγξιμες επιπτώσεις. Ο αντίπαλος αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο πολλαπλών επιπέδων [16].

Όπως γίνεται αντιληπτό για την αντιμετώπιση της αναβαθμισμένης τουρκικής απειλής, το μοντέλο Αποτροπής επ’ απειλής Τιμωρίας (Deterrence by Punishment) καθίσταται παρωχημένο, καθώς ο αντίπαλος λειτουργεί στην λεγόμενη γκρίζα περιοχή (gray zone) κάτω από το όριο του Πολέμου και πάνω από το όριο της Ειρήνης, θολώνοντας το πλαίσιο κινήσεων του αντιπάλου, αποφεύγοντας την επιβολή αντιποίνων, δημιουργώντας τετελεσμένα (fait accompli), καθιστώντας το κόστος του αναθεωρητισμού πλήρως αποδεκτό [17].

Στον 21ο αιώνα, η επίτευξη της Αποτροπής καθίσταται ολοένα και πιο δύσκολη. Αν και το μοντέλο της Αποτροπής επ’ απειλή Τιμωρίας υπάρχει εν ισχύ αφορώντας κυρίως τις Πυρηνικές Δυνάμεις, εντούτοις χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το μοντέλο της άρνησης των στόχων και δυνατοτήτων του αντιπάλου (denial). Το μοντέλο της Αποτροπής δια της Άρνησης προτιμάται σαφώς καθώς, όπως διαπιστώνεται, περιορίζει τις επιλογές του αντιπάλου και δίνει την πρωτοβουλία των κινήσεων στον αμυνόμενο ως προς τον έλεγχο της κλιμάκωσης καθώς μεταθέτει το δίλημμα κλιμάκωσης στον επιτιθέμενο [18].

Καθώς τα νέα υβριδικά δόγματα βασίζονται στον στρατηγικό αιφνιδιασμό και την επίτευξη τετελεσμένων σε περιορισμένο χρόνο και τόπο, η Αποτροπή δια της Άρνησης καθιστά τον στόχο του αναθεωρητικού κράτους είτε αδύνατο να επιτευχθεί είτε ιδιαίτερα κοστοβόρο, με το κόστος να υπερβαίνει σαφώς το όφελος καθώς επιμηκύνεται ο χρόνος επιτυχούς αποτελέσματος, οδηγώντας τον επιτιθέμενο εξαρχής στην λογική της φθοράς (attrition).

Ουσιαστική συμβολή της Αποτροπής δια της Άρνησης αποτελεί η δυνατότητα επίτευξης αποφασιστικής επιρροής στην διαδικασία λήψης αποφάσεων του Επιτιθέμενου, με το να μεταθέτει το δίλημμα στον επιτιθέμενο μεταξύ της απόφασης για συνέχιση της ενέργειας ή στην επιλογή της αυτοσυγκράτησης (restraint), πάντα στην βάση κόστους –οφέλους [19].

Θα πρέπει σαφώς να επισημανθεί ότι ιδιαίτερα στην περίπτωση της Συμβατικής Αποτροπής όπως ισχύει μεταξύ χωρών όπως η Ελλάδα και η Τουρκία, η Αποτροπή αποτελεί ένα ιδιαίτερα απαιτητικό στρατηγικό εγχείρημα, που προϋποθέτει τήρηση ορισμένων αρχών, αλλιώς είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Ως εκ τούτου, για μια επιτυχημένη Αποτρεπτική Στρατηγική απαιτείται η Αποτροπή να επικεντρώνεται στο γνωσιακό/ψυχολογικό υπόβαθρο του αντιπάλου, το μήνυμα που εκπέμπεται προς τον στόχο να είναι ξεκάθαρο, αξιόπιστο, σχετικό με το διακύβευμα και όχι παρεμφερές, ολοκληρωμένο σε πολλαπλά επίπεδα, και να υπάρχει η βούληση (political will and resolve) εφαρμογής του από το σύνολο του εθνικού μηχανισμού ασφάλειας αλλά και η πεποίθηση του αντιπάλου για τις δυνατότητες (capabilities) και την βούληση εφαρμογής των δυνατοτήτων αυτών [20].

Βασικές προϋποθέσεις επιτυχίας αποτελούν η ορθή ανάγνωση των προθέσεων του αντιπάλου, η ορθή αποκρυπτογράφηση του κινήτρου της αναθεωρητικής ενέργειας, το εσωτερικό περιβάλλον του αναθεωρητικού κράτους και η ανάλυση του ψυχολογικού προφίλ της ηγεσίας του [21].

Δεν πρέπει επ’ ουδενί να αγνοούνται δύο σημαντικά στοιχεία που δύνανται να αποβούν καθοριστικά στην αποτρεπτική προσπάθεια: α) Η θεωρία της Αποτροπής βασίζεται στον ορθολογισμό των δρώντων και β) Το υπέρογκο κόστος μιας αναθεωρητικής ενέργειας δύναται να καταστεί αποδεκτό για τον επιβουλέα αν τίθεται θέμα επιβίωσης (survival) του καθεστώτος ή του κράτους του ή αν το κόστος της αδράνειας (cost of inaction) υπερβαίνει το κόστος μιας επιθετικής κίνησης [22].

Ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να παραγνωριστεί πως η τουρκική ηγεσία, προεξάρχοντος του Ταγίπ Ερντογάν, διακατέχεται από το λεγόμενο Σύνδρομο των Σεβρών. Ο ίδιος θεωρεί ότι στην παρούσα συγκυρία διακυβεύεται το μέλλον του αλλά και η θέση της Τουρκίας σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο (ειδικά ως προς αυτό, υποστηρίζεται από σύσσωμο το τουρκικό πολιτικό σύστημα) και έχει καταστήσει το Αιγαίο, την Θράκη και την Κύπρο ως ενιαίο πεδίο όπου διακυβεύονται ζωτικά τουρκικά συμφέροντα, με ό,τι σημαίνει αυτό για τις προθέσεις του και τα περιθώρια υποχωρήσεων της τουρκικής πλευράς.

11042019-4.jpg

Ελικόπτερα του τουρκικού στρατού συμμετέχουν σε γυμνάσια με πραγματικά πυρά κατά την διάρκεια της στρατιωτικής άσκησης EFES-2018, κοντά στο λιμάνι της Σμύρνης, στις 10 Μαΐου 2018. REUTERS/Osman Orsal
------------------------------------------------------------------------------

Η όποια αποτρεπτική προσπάθεια της χώρας, ιδωθείσα απλουστευτικά και χωρίς επεξεργασμένο σχέδιο με εναλλακτικά σενάρια, μη ενταγμένη σ’ ένα συνολικό στρατηγικό σχέδιο αντιμετώπισης της τουρκικής απειλής από το σύνολο του συστήματος εθνικής ασφάλειας μπορεί να οδηγήσει την χώρα σε επικίνδυνες ατραπούς.

Η Ελλάδα οφείλει να υιοθετήσει μια στρατηγική κατεύθυνση που να επενδύει αφενός στην λογική της Αποτροπής δια της Άρνησης (Deterrence by Denial) μεταθέτοντας διαρκώς στην Τουρκία το δίλημμα της επιλογής κλιμάκωσης, αποφεύγοντας το ενδεχόμενο τετελεσμένων εις βάρος της. Όμως, αυτή η προσπάθεια δεν μπορεί να ιδωθεί σ’ ένα μονοδιάστατο δογματικό πλαίσιο (one size fits all) αντιθέτως, η Αποτροπή δια της Άρνησης πρέπει να λογίζεται ως μέρος μιας συνολικής συνεκτικής στρατηγικής προσέγγισης για την αντιμετώπιση της αναθεωρητικής Τουρκίας με καθολικό τρόπο διαχείρισης (whole of government approach) και επιμέρους στρατηγικές αλληλοσυνδεόμενες με την Υψηλή Στρατηγική της χώρας. Έννοιες όπως η Αντι-πρόσβαση /Άρνηση πρόσβασης σε Περιοχή (Anti access, area denial) [23], η Αποτροπή στον Κυβερνοχώρο (Cyberdeterrence)[24], ή η Διαχωρική Αποτροπή (Cross domain deterrence) [25] θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο ενδελεχούς επεξεργασίας και να ενταχθούν ως δυνητικές επιλογές στην «φαρέτρα» του ελληνικού κράτους.

Η αποτελεσματικότητα της ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής θα κριθεί στο κατά ποιο βαθμό θα αποφύγει την εσκεμμένη χειραγώγηση του ορίου (thresholds manipulation) που διέπει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ήτοι κατά πόσον η Ελλάδα θα καταστεί ανθεκτική (resilient) και θα αποκρούσει (push back) την συνδυαστική στρατηγική αιφνιδιασμού προς επίτευξη τετελεσμένων (fait accompli) της τουρκικής πλευράς.

Σε μια μεταβατική χρονική περίοδο όπου κυριαρχεί η αστάθεια του διεθνούς συστήματος και διάφορες ανακατατάξεις λαμβάνουν χώρα σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο, σημαίνοντα και ουσιαστικό ρόλο στην εθνική προσπάθεια αντιμετώπισης της τουρκικής απειλής θα διαδραματίσει η εξωτερική εξισορρόπηση (οι υφιστάμενες συμμαχίες και τα διεθνή και τα περιφερειακά ερείσματα έπειτα από διαρκείς και συστηματικές διπλωματικές πρωτοβουλίες στην βάση της ορθής ανάγνωσης του διεθνούς και περιφερειακού περιβάλλοντος) σε συντονισμό με την αμυντική/αποτρεπτική στρατηγική (εσωτερική εξισορρόπηση).

Σαφώς, όμως, θα χρειαστεί μια δομή εθνικής ασφάλειας (National Security Structure) προσαρμοσμένη στα δεδομένα του 21ου αιώνα για να απαντήσει στα εξής ερωτήματα:

A) Πώς θα συγκεράσει τις απαιτήσεις που προκύπτουν από τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και ανάγνωση του περιβάλλοντος απειλών (Grand Strategy) μ' αυτές που ανακύπτουν από τις βραχυπρόθεσμες απειλές (Emergent Strategy) (Διασύνδεση Στόχων και Μέσων); Ιδιαίτερα σ’ ότι αφορά την τουρκική απειλή, πώς θα συνδεθούν οι απαιτήσεις Άμεσης Αποτροπής (Direct-Immediate Deterrence) και Στρατηγικής Αποτροπής (Strategic Deterrence) συνδεόμενες με την ανάγκη Εκτεταμένης Αποτροπής (Extended Deterrence) – Περίπτωση Ασφάλειας της Κύπρου( Στρατηγική Συνεργασία Ελλάδας-Κύπρου).

Β) Πώς θα υπάρξει μια συνεκτική καθολική προσέγγιση (comprehensive approach) στην αντιμετώπιση όλου του φάσματος των απειλών και κινδύνων της εθνικής ασφάλειας, όπου η διυπηρεσιακή συνεργασία, ο συντονισμός και η συμπερίληψη του ανθρώπινου δυναμικού απ’ όλο το φάσμα της κυβέρνησης προκρίνονται έναντι της αποσπασματικής μονοδιάστατης αντιμετώπισης από μεμονωμένα υπουργεία; Ιδιαιτέρως δε σ’ ότι αφορά την διοχέτευση ξεκάθαρου και αξιόπιστου μηνύματος προς πάσα κατεύθυνση λειτουργώντας αποτελεσματικά έναντι των Τουρκικών Ψυχολογικών Επιχειρήσεων Παραπλάνησης-απόρροια του δόγματος Ερντογάν που δίνει έμφαση στην Αιχμηρή Ισχύ;

Γ) Πώς θα εμπεδώνεται και θα διευκολύνεται η απρόσκοπτη ροή των πληροφοριών (των επεξεργασμένων και ορθών πληροφοριών) σ’ όλο το θεσμικό σύστημα και με ποια μεθοδολογικά εργαλεία θα επιτυγχάνεται η έγκαιρη προειδοποίηση (early warning), η ορθή εκτίμηση της απειλής (Foresight), και η επίγνωση της κατάστασης (Situational Awareness);

Σε ό,τι αφορά την Τουρκία θα πρέπει να δημιουργηθεί μια «τράπεζα δεδομένων» για την γείτονα που θα περιλαμβάνει επεξεργασία πληροφοριών πλήρους φάσματος (full spectrum information).

Δ) Πώς η θεσμική δομή θα ενσωματώσει τις τεκτονικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα σε τεχνολογικό επίπεδο και αλλάζουν τα δεδομένα (game changers) στο πεδίο της ασφάλειας σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο; Πώς θα επιτευχθεί η σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για την αξιοποίηση των δεδομένων της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης στις στρατιωτικές υποθέσεις;

Σε ό,τι αφορά την αποτροπή της τουρκική απειλής, η Ελλάδα θα πρέπει να ενταχθεί στον πυρήνα της έρευνας και της καινοτομίας στις στρατιωτικές υποθέσεις σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, αξιοποιώντας ερείσματα με τους ευρωατλαντικούς εταίρους, εντάσσοντας την στρατιωτική καινοτομία και έρευνα (εκτός από την δεδομένη αναπτυξιακή προοπτική) στην λογική της απόκτησης ασύμμετρου πλεονεκτήματος στο πλαίσιο της Αποτροπής δια της Άρνησης.

Εν κατακλείδι, οι όποιες προσπάθειες εκσυγχρονισμού των θεσμών, ή των επιχειρησιακών δογμάτων θα πρέπει να έχουν καθολικό χαρακτήρα και να είναι πλήρως εναρμονισμένες με την υψηλή στρατηγική. Οι απλουστευτικές και πρόχειρες προσεγγίσεις σε μια περίοδο τεκτονικών αλλαγών σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο λειτουργούν εν τέλει εις βάρος των δυνατοτήτων και προοπτικών της χώρας να δημιουργήσει ένα πλέγμα ασφάλειας προς υπεράσπιση του εθνικού συμφέροντος.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

*Το δοκίμιο αυτό δημοσιεύθηκε στο τεύχος 55 (Δεκέμβριος 2018 – Ιανουάριος 2019) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.

[1] Για το δόγμα Ερντογάν βλέπε, Λαμπρόπουλος Κων/νος, Ολιστική Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας, σελ. 140-160, Μελέτη Παραδοθείσα στο ΚΕΜΕΑ, Οκτώβριος 2018
[2] Για τα Ψυχροπολεμικά δόγματα των Μαζικών Αντιποίνων και Ευέλικτης Ανταπόδοσης, βλέπε, Rosenberg, David A, The Origins of Overkill:Nuclear Weapons and American Strategy 1945-1960,,σελ 3-71, International Security, Άνοιξη 1983 και Schwartz David N,NATO’S Nuclear Dilemmas, Brookings Institution Press, Washington DC, 1983
[3] Για την προσπάθεια της Ελλάδας να μετατρέψει τους ευρωατλαντικούς θεσμούς ΝΑΤΟ-Ε.Ε σε παρόχους ασφάλειας βλέπε, Tsakonas Panayiotis and Tournikiotis Antonis, Greece;s elusive Quest for Security Providers;The Expectations-Reality Gap, σελ 301-304, Security Dialogue,vol 34, no3, September 2003
[4] O Glenn Snyder έκανε την διάκριση μεταξύ της Αποτροπής δια της Τιμωρίας και της Αποτροπής δια της Άρνησης, βλέπε,Snyder Glenn,Deterrence and Defense: Toward a theory of National Security, σελ 14-16, Princeton University Press ,1961
[5] Για την Ελληνική εφαρμογή της στρατιωτικής στρατηγικής της Ευέλικτης Ανταπόδοσης και του Ισοδύναμου Τετελεσμένου, Βλέπε, Ντόκος Θάνος και Τσάκωνας Παναγιώτης, Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας, Οικοδομώντας το Ελληνικό μοντέλο για τον 21ο αιώνα, σελ 232-249, Εκδόσεις Παπαζήση 2005
[6] Βλέπε το κλασικό πόνημα του Edward Luttwak, The political Uses of Sea Power, Johns Hopkins University Press, Baltimore, MA 1974
[7] Ο Lawrence Freedman θεωρεί πως η αξιοπιστία αποτελεί την ουσία της Αποτροπής, βλέπε, Freedman Lawrence, The evolution of Nuclear Strategy, σελ 96, St Martin Press, New York 1983.
[8] Βλέπε, Mazarr, Michael,J, Understanding Deterrence, Perspective, σελ. 7, RAND Corporation, 2018.
[9] Βλέπε, Ντόκος Θάνος και Τσάκωνας Παναγιώτης, Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας, Οικοδομώντας το Ελληνικό μοντέλο για τον 21ο αιώνα, σελ 232-249, Εκδόσεις Παπαζήση 2005
[10] Βλέπε, Λαμπρόπουλος, Κων/νος, Κατευνασμός και τουρκική απειλή: Η επικίνδυνη επιλογή, Ιστότοπος Liberal, 23 Απριλίου 2018
[11] Η λεγόμενη Αποτροπή δια της παρουσίας κατά πολλούς δεν αποτελεί ουσιαστικά Αποτροπή, βλέπε, Hanacek, Joseph, LT, Presence is not Deterrence,Proccedings, 144/4/, US Naval Analyses, US Naval Institute,Απρίλιος 2018
[12] Για το εξοπλιστικό πρόγραμμα της Τουρκίας βλέπε τα πονήματα του ταξίαρχου ε.α Χρήστου Μηνάγια βασισμένα σε απόρρητες τουρκικές πηγές α)Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις και Εξοπλισμοί, Εκδόσεις Κάδμος 2014 και β)Απόρρητος Φάκελλος Τουρκία, Εκδόσεις Κάδμος, 2014
[13] Βλέπε, Λαμπρόπουλος Κων/νος, Στρατηγικός Αιφνιδιασμός και τουρκική απειλή, Ιστότοπος Liberal, 3 Απριλίου 2018
[14] Βλέπε, Walker Christopher και Ludwig Jessica, The Meaning of Sharp Power: How Authoritarian States project Influence, The Foreign Affairs, 16 Νοεμβρίου 2016
[15] Βλέπε, Davis, Paul, K, Effects Based Operations: A Grand Challenge for the Analytical Community, σελ 12, Rand Corporation, 2001
[16] Βλέπε, Ho , Joshua, The advent of a new way of war : theory and practice of effects based operations. RSIS Working Paper, No. 57, Singapore: Nanyang Technological University, 2003
[17] Βλέπε, Gerson, Michael, S, Conventional Deterrence in the Second Nuclear Age, σελ, 39-41, US Army War College: Strategic Studies Institute, 2009
[18] Βλέπε, Chilton, Kevin & Weaver Greg, Waging Deterrence in the Twenty first Century, σελ 33-34, Strategic Studies Quarterly, Spring 2009
[19] Ibid, σελ. 34
[20] Βλέπε, Kissinger Henry, A The Necessity of Choice, σελ. 12, Harper, New York, 1961
[21] Βλέπε, Mazarr, Michael,J, Understanding Deterrence, Perspective, σελ 7, RAND Corporation, 2018.
[22] Για τις παραπάνω διαπιστώσεις βλέπε το κλασικό πόνημα των Robert Jervis ,Richard Ned Lebow και Janice Gross Stein, Psychology and Deterrence,σελ, 180-202, Johns Hopkins University Press, Baltimore, MD, 1985.
[23] Βλέπε, Simon Luis, Demystifying the A2/ AD Buzz, War on the Rocks, Texas National Security Network, 4 January 2017.
[24] Βλέπε,Brantly Aaron, Conceptualizing Cyber Deterrence by Entanglement, Cyber governance and Policy Center, University of Oklahoma, 15/3/2018.
[25] Βλέπε,Gartzke, Erik & Lindsay Jon, Cross Domain Deterrence: Strategy in an Era of Complexity,Minerva Research Initiative, US Office of Naval Research, July 2014.

Copyright © 2019 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition