Ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ είναι ο λάθος τρόπος ανταγωνισμού με την Κίνα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ είναι ο λάθος τρόπος ανταγωνισμού με την Κίνα

Εστίαση στην ανανέωση, όχι στον προστατευτισμό
Περίληψη: 

Αντί να πλήττουν με δασμούς τα κινεζικά αγαθά, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να επενδύουν στην επιστήμη, την τεχνολογία, την εκπαίδευση και τις υποδομές˙ να αποκαταστήσουν την φωνή τους σε βασικές αξίες˙ να ενισχύσουν τις συμμαχίες των ΗΠΑ˙ και να μεταρρυθμίσουν το μεταναστευτικό σύστημα για να φέρει τους επιχειρηματίες και τους ειδικευμένους εργαζόμενους του αύριο.

Ο TOM DONILON υπηρέτησε ως Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας από το 2010 ως το 2013.

Η αντιπαλότητα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας είναι εδώ για να μείνει. Αλλά η διοίκηση Trump φέρνει τα λάθος εργαλεία στο ανταγωνισμό, εφαρμόζοντας ωμές τακτικές εμπορικού πολέμου που θυμίζουν τον 19ο αιώνα αντί να σχεδιάζει μια στρατηγική για να κρατήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως τον οικονομικό και τεχνολογικό ηγέτη στον κόσμο στον 21ο. Ο αμυντικός προστατευτισμός δεν θα απαντήσει στην πρόκληση της Κίνας˙ μόνο η εγχώρια αναβίωση μπορεί να το κάνει αυτό. Η αποκατάσταση της παγκόσμιας θέσης των Ηνωμένων Πολιτειών και η αναζωογόνηση της οικονομίας τους θα απαιτήσει μια φιλόδοξη στρατηγική που δεν θα στηρίζεται αποκλειστικά τόσο πολύ στην αλλαγή της κινεζικής συμπεριφοράς, όσο στην προετοιμασία των Ηνωμένων Πολιτειών για να ανταγωνιστούν.

27062019-1.jpg

Οι ηγέτες της Κίνας και των ΗΠΑ σε δείπνο εργασίας στην διάσκεψη κορυφής του G20 στο Μπουένος Άιρες, στην Αργεντινή, τον Δεκέμβριο του 2018. Kevin Lamarque / REUTERS
-------------------------------------------------------------------

Μετά από μια ανάπαυλα του εμπορικού πολέμου νωρίτερα φέτος, ο κύκλος της κλιμάκωσης επανήλθε. Τους τελευταίους μήνες, ο Λευκός Οίκος έχει αυξήσει τους δασμούς σε κινεζικές εισαγωγές αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων και ανακοίνωσε κυρώσεις κατά του κινεζικού τηλεπικοινωνιακού γίγαντα Huawei. Η Κίνα προχώρησε σε αντίποινα με δικούς της δασμούς και προετοιμάζεται τώρα [1] για μια παρατεταμένη οικονομική σύγκρουση.

Η διοίκηση του Trump έχει δίκιο ότι ο μερκαντιλισμός της υψηλής τεχνολογίας από την Κίνα απειλεί την οικονομική ανταγωνιστικότητα και την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Η Κίνα σκοπεύει να αντικαταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως τον παγκόσμιο ηγέτη σε διάφορους τομείς υψηλής τεχνολογίας. Η διοίκηση του Trump έχει επίσης δίκιο στο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αντιδράσουν. Μέχρι στιγμής όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ανταποκρίθηκαν ούτε καν με αρκετή φιλοδοξία.

Οι δασμοί ήταν πάντα μια κακή επιλογή για να αλλάξει η συμπεριφορά του Πεκίνου. Στην καλύτερη περίπτωση, τα τιμωρητικά μέτρα της [αμερικανικής] διοίκησης θα διαμορφώσουν οριακά τις πολιτικές της Κίνας, προσδίδοντας στις αμερικανικές εταιρείες λίγο περισσότερη πρόσβαση στην κινεζική αγορά και μειώνοντας ελαφρώς το εμπορικό έλλειμμα. Εν τω μεταξύ, οι δασμοί πλήττουν τις επιχειρήσεις, τους καταναλωτές και τους αγρότες των ΗΠΑ. Αποξενώνουν τους συμμάχους των ΗΠΑ. Και, όπως προειδοποιούν κάποιοι αναλυτές, [2] αυξάνουν τον κίνδυνο μιας παγκόσμιας ύφεσης.

Υπάρχει μια καλύτερη λύση. Η ιστορία προσφέρει ένα σχέδιο: Η ισχυρότερη απάντηση των Ηνωμένων Πολιτειών σε εξωτερικούς οικονομικούς και τεχνολογικούς αμφισβητίες ήταν πάντα το να επενδύουν στον εαυτό τους. Όταν το 1957 η Σοβιετική Ένωση εκτόξευσε τον πρώτο τεχνητό δορυφόρο στον κόσμο, τον Sputnik, οι Ηνωμένες Πολιτείες απάντησαν ψηφίζοντας τον Νόμο για την Παιδεία Εθνικής Άμυνας (National Defense Education Act), που μεταμόρφωσε όλα τα επίπεδα της επιστήμης και της μαθηματικής εκπαίδευσης, ενίσχυσε δραματικά την ομοσπονδιακή χρηματοδότηση για την βασική έρευνα και ανάπτυξη, και δημιούργησε τη NASA και την DARPA, κάτι που υποστήριξε την ανάπτυξη πολλών από τις τεχνολογίες που κινούν την σύγχρονη κοινωνία. Σήμερα, οι τεχνολογικές πρόοδοι της Κίνας -μια σοβαρότερη απειλή για την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ από όσο η Σοβιετική Ένωση έθεσε ποτέ- θα έπρεπε να παραγάγουν μια παρόμοια απάντηση.

ΓΡΑΜΜΕΣ ΜΑΧΗΣ

Το ελάττωμα στην στρατηγική της διοίκησης είναι ότι έχει εστιάσει πάρα πολύ στην Κίνα και σχεδόν καθόλου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το κομμάτι που λείπει είναι η εγχώρια αναζωογόνηση. Αντί να πλήττουν με δασμούς τα κινεζικά αγαθά, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να επενδύουν στην επιστήμη, την τεχνολογία, την εκπαίδευση και τις υποδομές˙ να αποκαταστήσουν την φωνή τους σε βασικές αξίες˙ να ενισχύσουν τις συμμαχίες των ΗΠΑ˙ και να μεταρρυθμίσουν το μεταναστευτικό σύστημα για να φέρει τους επιχειρηματίες και τους ειδικευμένους εργαζόμενους του αύριο.

Η σωστή στρατηγική θα αρχίσει με την επιστροφή της επιστήμης και της τεχνολογίας στο κέντρο της χάραξης πολιτικής. Η διοίκηση του Trump, περισσότερο από κάθε άλλη στην σύγχρονη ιστορία, έχει μειώσει σκοπίμως τον ρόλο της επιστήμης στην κυβέρνηση. Όταν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δημοσιοποίησε την υποχρεωτική Εθνική Αξιολόγηση του Κλίματος (National Climate Assessment) τον περασμένο Νοέμβριο, ο πρόεδρος την απέρριψε. Η διοίκηση έχει παραμελήσει [3] ή διαλύσει μακρόχρονες επιστημονικές επιτροπές σε όλη την κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης της JASON [4], της αρχαιότερης ομάδας εξωτερικών επιστημονικών συμβουλών του Υπουργείου Άμυνας.

Αυτές οι ενέργειες είναι κοντόφθαλμες. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ διαδραμάτισε για πολύ καιρό σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, από τις πρωτοποριακές ιατρικές προόδους [5] μέχρι τα μικροτσίπ [6] που χρησιμοποιούνται στα iPhones. Όπως δείχνουν οι οικονομολόγοι Jonathan Gruber και Simon Johnson στο νέο τους βιβλίο με τίτλο Jump-Starting America [7], οι δημόσιες επενδύσεις στην επιστήμη έχουν παραγάγει μεγάλες αποδόσεις, τροφοδοτώντας τις ισχυρότερες περιόδους της οικονομικής ανάπτυξης των ΗΠΑ. Για παράδειγμα, κάθε 10 εκατομμύρια δολάρια δημόσιας χρηματοδότησης που δόθηκαν στα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας, έχουν αποδώσει ένα ποσό 30 εκατομμυρίων δολαρίων επιπλέον αξίας για τον ιδιωτικό τομέα.