Οι ΗΠΑ και το Ιράν πορεύονται προς τον πόλεμο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι ΗΠΑ και το Ιράν πορεύονται προς τον πόλεμο

Μπορούν να βρουν μια λύση πριν να είναι πολύ αργά;
Περίληψη: 

Το Ιράν είχε δημιουργήσει μια ευκαιρία για διάλογο με τις επιθέσεις σε εμπορικά πλοία και την επακόλουθη πρόσκληση των ΗΠΑ για διάλογο, και αμέσως την σπατάλησε. Ακόμη και αν το αμερικανικό άνοιγμα ήταν ανειλικρινές, όπως ίσως συμπέραναν οι ηγέτες του Ιράν, το Ιράν ποτέ δεν φρόντισε να το δοκιμάσει. Ο Ιρανός ηγέτης Χαμενεΐ απέρριψε επιπόλαια την διέξοδο που του προσφέρθηκε, ντροπιάζοντας τον πρωθυπουργό της Ιαπωνίας που μεσολάβησε και ρισκάροντας ανοιχτό πόλεμο με τις ΗΠΑ.

Ο AFSHON OSTOVAR είναι επίκουρος καθηγητής Υποθέσεων Εθνικής Ασφάλειας στη Μεταπτυχιακή Ναυτική Σχολή στο Monterey της Καλιφόρνια, και ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Vanguard of the Imam: Religion, Politics, and Iran’s Revolutionary Guards [1].

Κάθε μέρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ιράν τραβούν ο ένας τον άλλον βαθύτερα προς την σύγκρουση. Μέχρι στιγμής, έχουν σταματήσει λίγο πριν τον πόλεμο. Αλλά η πιθανότητα μιας ένοπλης σύγκρουσης αυξάνεται με κάθε πρόσθετη πρόκληση, είτε πρόκειται για επίθεση εναντίον ενός εμπορικού βυτιοφόρου είτε για άλλον έναν γύρο κυρώσεων. Αμφότερες οι χώρες, με τις στρατηγικές τους του τύπου «όλα ή τίποτα», έχουν ευθύνη. Η κυβέρνηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ διεξήγαγε μια εκστρατεία «μέγιστης πίεσης» κατά του Ιράν, βασισμένη σε ασφυκτικές οικονομικές κυρώσεις και σε ένα de facto εμπάργκο στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Το Ιράν ακολούθησε μια στρατηγική μέγιστης αντίστασης, κλιμακώνοντας με επιθέσεις σε ναυτικούς διαύλους, καταρρίπτοντας ένα αμερικανικό drone πάνω από τον Περσικό Κόλπο και απορρίπτοντας όλες τις ευκαιρίες για αποκλιμακωτικές συνομιλίες με την Ουάσινγκτον. Με αμφότερα τα κράτη να μην επιθυμούν να υποχωρήσουν, η πορεία προς τον πόλεμο συνεχίζεται.

Η ΒΑΘΥΤΕΡΗ ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ

Το ότι οι σχέσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν επιδεινωθεί σε αυτόν τον βαθμό είναι αξιοσημείωτο. Μόλις πριν από τέσσερα χρόνια, η Ουάσινγκτον και η Τεχεράνη υπέγραψαν μια ιστορική πολυμερή συμφωνία που περιόρισε το πρόγραμμα πυρηνικού εμπλουτισμού του Ιράν σε αντάλλαγμα για την ανακούφιση των κυρώσεων από τις ΗΠΑ. Η συμφωνία δεν τερμάτισε την δυσπιστία μεταξύ των δύο χωρών, ούτε έλυσε τις μακροχρόνιες διαφωνίες σχετικά με την εξωτερική πολιτική του Ιράν στη Μέση Ανατολή, αλλά δημιούργησε έναν πολύ αναγκαίο μηχανισμό διπλωματικής δέσμευσης, τον οποίο οι υποστηρικτές της συμφωνίας θεωρούσαν αναγκαίο για να αποφευχθεί ένας πόλεμος.

01072019-1.jpg

Ένα πετρελαιοφόρο μετά από επίθεση στον Κόλπο του Ομάν, στα ύδατα μεταξύ των αραβικών κρατών του Κόλπου και του Ιράν, στις 13 Ιουνίου 2019. Handout / Reuters
----------------------------------------------------------

Ο Trump ήταν ένας σθεναρός επικριτής της συμφωνίας στην πορεία της [προεκλογικης] εκστρατείας και, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, άρχισε να αυξάνει την πίεση στην Τεχεράνη. Παρ’ όλα τα ελαττώματά της, η διοίκηση του Trump τουλάχιστον φαινόταν να κατανοεί ένα κρίσιμο γεγονός: Αν και το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν είχε γίνει ένα σημείο εστίασης των εντάσεων των ΗΠΑ-Ιράν, ποτέ δεν ήταν η πραγματική πηγή της πικρίας μεταξύ των δύο χωρών. Οι ρίζες αυτών των εντάσεων βρίσκονται βαθύτερα -στην υποστήριξη του Ιράν προς μαχητικές ομάδες που βρίσκονται σε πόλεμο με το Ισραήλ, όπως η Χαμάς, η Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ και η Χεζμπολάχ στον Λίβανο, και στους δεσμούς του με τους εχθρούς των συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών στον Κόλπο, όπως οι Χούθι στην Υεμένη. Εξίσου σημαντική ήταν η υποστήριξη του Ιράν προς τις ιρακινές πολιτοφυλακές που σκότωσαν εκατοντάδες στρατιωτικούς του αμερικανικού στρατού στην κορύφωση του πολέμου στο Ιράκ και οι οποίες εξακολουθούν να απειλούν τα στρατεύματα των ΗΠΑ εκεί.

Επιδιώκοντας να προκαλέσει μια αλλαγή στην συμπεριφορά της Ισλαμικής Δημοκρατίας, ο Trump αποχώρησε από την συμφωνία το 2018 και ξεκίνησε μια εκστρατεία «μέγιστης πίεσης» με βάση τις κυρώσεις. Η κυβέρνησή του παρουσίασε στην Τεχεράνη έναν κατάλογο 12 αιτημάτων [2], τα περισσότερα από τα οποία αφορούσαν τις περιφερειακές δραστηριότητες του Ιράν, ενώ τα υπόλοιπα αφορούσαν τα προγράμματα για τα πυρηνικά και τους βαλλιστικούς πυραύλους της χώρας. Συνολικά, οι απαιτήσεις του Trump ζήτησαν ουσιαστικά από το Ιράν να εγκαταλείψει την υψηλή στρατηγική του και να παραδώσει τα πιο πολύτιμα στρατιωτικά αποτρεπτικά του. Σε αντάλλαγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποσχέθηκαν όχι μόνο να άρουν κυρώσεις κατά του Ιράν αλλά και να βοηθήσουν στην αποκατάσταση της οικονομίας του και στην εξομάλυνση των διπλωματικών σχέσεων.

Η Ισλαμική Δημοκρατία, αναμενόμενα, απέρριψε [3] τις απαιτήσεις δια μιας. Η Τεχεράνη στην συνέχεια κοίταξε προς την Ευρώπη, την Ρωσία και την Κίνα, ελπίζοντας ότι ορισμένοι ή όλοι αυτοί οι δρώντες θα ασκούσαν πιέσεις στην διοίκηση του Trump για να υποχωρήσει από τα αιτήματά της ή θα παρείχαν ένα μέσο παράκαμψης του καθεστώτος κυρώσεων των ΗΠΑ. Ωστόσο, το Ιράν προφανώς δεν συγκέντρωσε αρκετή επιρροή ούτε κέρδισε επαρκή καλή θέληση για να εξασφαλίσει εξωτερική υποστήριξη έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών. Το καθεστώς ήταν ουσιαστικά μόνο του.

Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗΣ

Με τις κυρώσεις των ΗΠΑ να αρχίζουν να εφαρμόζονται, το Ιράν χρειάστηκε να βρει μια διέξοδο από αυτή την υπόθεση. Είχε τρεις επιλογές: Θα μπορούσε να ενδώσει στις απαιτήσεις των ΗΠΑ ή τουλάχιστον να κατευνάσει την Ουάσινγκτον αναζητώντας διάλογο. Θα μπορούσε να σκληρύνει και να ελπίζει ότι ο Trump θα χάσει το στοίχημα της επανεκλογής του το 2020. Ή θα μπορούσε να αντιδράσει και να αυξήσει τα πονταρίσματα δείχνοντας ότι ήταν έτοιμο να κλιμακώσει.

Κρίνοντας από την πρόσφατη συμπεριφορά της, η Ισλαμική Δημοκρατία φαίνεται να διάλεξε την τρίτη επιλογή. Το Ιράν πιστεύεται ευρέως ότι είναι υπεύθυνο για την επίθεση εναντίον εμπορικών πλοίων στον κόλπο του Ομάν στις 12 Μαΐου. Αμερικανοί αξιωματούχοι είχαν προειδοποιήσει επανειλημμένα ότι το Ιράν ενδέχεται να σχεδιάζει τέτοια χτυπήματα και πολλοί παρατηρητές ανέμεναν ότι το περιστατικό θα πυροδοτούσε μια αμερικανική στρατιωτική αντίδραση. Αντί για κλιμάκωση, ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες απάντησαν [4] σε προσκλήσεις για διάλογο χωρίς προϋποθέσεις.