Ο σωστός τρόπος αντιμετώπισης της Huawei | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο σωστός τρόπος αντιμετώπισης της Huawei

Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ανταγωνίζονται με τις κινεζικές επιχειρήσεις, όχι απλώς να τις αποκλείουν

Αλλά η τεχνολογία θα φέρει και νέες απειλές. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ υποστηρίζει ότι η φύση των δικτύων 5G είναι τέτοια που δεν υπάρχει τρόπος να καταστεί η συμμετοχή της Huawei ασφαλής, δεδομένων των στενών δεσμών της εταιρείας με την κινεζική κυβέρνηση. Τόσο πολλά δεδομένα μεταδίδονται μέσω δικτύων 5G, ώστε οι πρακτικές ασφάλειας που χρησιμοποιούνται στα δίκτυα τρίτης και τέταρτης γενιάς -όπως ο διαχωρισμός του πυρήνα από την περιφέρεια, κάτι που κρατά τους αναξιόπιστους παρόχους μακριά από κρίσιμα δίκτυα- δεν θα λειτουργούν. Και σε αντίθεση με τα προηγούμενα δίκτυα, ο κατασκευαστής θα [μπορεί να] προωθεί μια ροή ενημερώσεων λογισμικού πιο γρήγορα από ό, τι οι ελεγκτές θα μπορούν να τις επαληθεύουν.

Η αρχιτεκτονική του συστήματος 5G απαιτεί από τους χρήστες να εμπιστεύονται τον πάροχο. Οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ υποστηρίζουν ότι αυτή η εμπιστοσύνη είναι αδύνατη όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας μπορεί να ζητήσει πρόσβαση σε δεδομένα από την Huawei ή να την διατάξει να διακόψει να παρέχει υπηρεσίες. Όπως δήλωσε ο Pompeo στο ακροατήριο του Λονδίνου, «Σύμφωνα με την κινεζική νομοθεσία, η κινεζική κυβέρνηση έχει το δικαίωμα να απαιτήσει πρόσβαση σε δεδομένα που διακινούνται μέσω συστημάτων … της Huawei». Η Ουάσινγκτον επισημαίνει τις κατηγορίες ότι η οικονομική διευθύντρια της Huawei διέπραξε λογιστική απάτη και παραβίασε κυρώσεις στο Ιράν, και ότι η εταιρεία έκλεψε εμπορικά μυστικά [6], ως περαιτέρω αποδείξεις για την αναξιοπιστία της Huawei. (Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν παράσχει ποτέ οποιαδήποτε δημόσια στοιχεία ότι η Huawei έχει σκοπίμως τοποθετήσει backdoors [«κερκόπορτες»] ή τρωτά σημεία στον εξοπλισμό της).

Οι αξιωματούχοι της Huawei αρνούνται εντόνως ότι είναι υποκείμενοι στην κινεζική κυβέρνηση. Ερωτηθείς αν η εταιρεία είχε δώσει δεδομένα στις κινεζικές αρχές, ο Ren [7] δήλωσε στο CBS News ότι «τα τελευταία 30 χρόνια δεν το κάναμε ποτέ και τα επόμενα 30 χρόνια δεν θα το κάνουμε ποτέ». Δεδομένης της απεριόριστης εξουσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος στην Κίνα, τέτοιες διαβεβαιώσεις είναι δύσκολο να γίνουν πιστευτές. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν περιορισμένη επιτυχία στο να πείσουν ακόμη και τους συμμάχους τους για τους κινδύνους που θέτει η Huawei. Η Αυστραλία και η Ιαπωνία απέκλεισαν την εταιρεία, αλλά πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης, της Λατινικής Αμερικής, της Μέσης Ανατολής και της Νοτιοανατολικής Ασίας δήλωσαν ότι θα συνεχίσουν να την χρησιμοποιούν.

Το μεγαλύτερο χτύπημα στις προσπάθειες των ΗΠΑ προέρχεται από την Γαλλία, την Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, [χώρες] οι οποίες φαίνεται να έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μπορούν να μετριάσουν τους κινδύνους χρήσης προϊόντων της Huawei με το να χρησιμοποιούν διαφορετικούς προμηθευτές παράλληλα με τον εξοπλισμό της Huawei, να κρατούν την Huawei έξω από πιο ευαίσθητα δίκτυα, να ελέγχουν συνεχώς τα δίκτυα, και να σχεδιάσουν πλεονάζοντα και ανθεκτικά δίκτυα, έτσι ώστε σε περίπτωση που ο εξοπλισμός της Huawei παραβιαστεί, να μην καταρρεύσει ολόκληρο το σύστημα. Άλλες χώρες είναι πιθανό να χρησιμοποιήσουν αυτές τις αποφάσεις ως κάλυψη για να αψηφήσουν την Ουάσινγκτον, παρόλο που η διοίκηση Trump απειλεί να περιορίσει την ανταλλαγή πληροφοριών, εάν το Παρίσι, το Βερολίνο και το Λονδίνο προχωρήσουν.

Η απροθυμία να εγκαταλειφθεί η Huawei προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τα οικονομικά. Με την βοήθεια κυβερνητικών επιδοτήσεων, ενός ιστορικού καινοτομιών, και ενός εγγυημένου πλειοψηφικού μεριδίου στην κινεζική εγχώρια αγορά, η Huawei είναι σε θέση να προσφέρει τις υπηρεσίες και τα προϊόντα της σε σημαντικά χαμηλότερες τιμές από ό, τι οι Ευρωπαίοι ανταγωνιστές της, η Ericsson και η Nokia. (Δεν υπάρχουν εταιρείες των ΗΠΑ που να κατασκευάζουν εξοπλισμό για τη μεταφορά σημάτων μεταξύ των κινητών τηλεφώνων και των πυλώνων ή των ιστότοπων που αποτελούν το δίκτυο 5G). Επιπλέον, πολλές χώρες δεν εμπιστεύονται πλήρως τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Trump επέβαλε παρόμοιες κυρώσεις στην ZTE τον Απρίλιο του περασμένου έτους, μόνο για να τις εγκαταλείψει τρεις μήνες αργότερα, και στο G-20 τον Ιούνιο του 2019 στην συνάντηση κορυφής με τον Κινέζο πρόεδρο Xi Jinping, ο Trump ανακοίνωσε ότι οι αμερικανικές εταιρείες θα είναι σε θέση να πωλούν στην Huawei εφόσον οι συναλλαγές δεν δημιουργούν ένα «μεγάλο, εθνικό πρόβλημα έκτακτης ανάγκης» [8]. Αυτή την εβδομάδα, το Υπουργείο Εμπορίου ανακοίνωσε [9] ότι θα εκδώσει άδειες σε εταιρείες για να πουλήσουν προϊόντα στην Huawei όταν δεν υπάρχει απειλή για την εθνική ασφάλεια. Οι ξένες κυβερνήσεις κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η διοίκηση του Trump υπερβάλλει για τους κινδύνους του να κάνουν δουλειές με την Huawei προκειμένου να κερδίσει εμπορικές παραχωρήσεις, και φοβούνται ότι με το να αποκλείσουν την εταιρεία απλώς θα εκτεθεί σε αντίποινα από το Πεκίνο αφότου η Ουάσινγκτον καταλήξει σε μια τελική συμφωνία.

Οι προειδοποιήσεις της Ουάσινγκτον για κινεζική κατασκοπεία φαίνονται επίσης κυνικές μετά τις αποκαλύψεις που πραγματοποίησε το 2013 ο πρώην συμβασιούχος της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφάλειας (National Security Agency, NSA), Edward Snowden, ότι η NSA εκμεταλλεύτηκε τις τεχνολογικές εταιρείες των ΗΠΑ για να παρακολουθεί ξένους πολίτες και κυβερνήσεις. Πολλές κυβερνήσεις θεωρούν αναμενόμενο ότι το Πεκίνο και η Ουάσινγκτον τους κατασκοπεύουν, λέει το σκεπτικό, οπότε ας επωφεληθούν από την φτηνή κινεζική τεχνολογία στην πορεία. Ή, όπως το έθεσε ο πρωθυπουργός της Μαλαισίας, Mahathir Mohamad [10] τον Μάιο, όταν ανακοίνωσε ότι η χώρα του θα χρησιμοποιήσει όσο το δυνατόν περισσότερο εξοπλισμό της Huawei: «Ναι, μπορεί να υπάρχει κάποια κατασκοπεία, αλλά τι υπάρχει να κατασκοπεύσει κανείς στη Μαλαισία; Είμαστε ένα ανοιχτό βιβλίο».