Ο δύσκολος δρόμος της Ιρλανδίας προς την ενότητα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο δύσκολος δρόμος της Ιρλανδίας προς την ενότητα

Μπορούν οι δημογραφικές αλλαγές να ακυρώσουν εκατό χρόνια διαχωρισμού;

Η σύγκρουση που έγινε γνωστή ως «τα προβλήματα» (Troubles) σερνόταν στο μεγαλύτερο μέρος τριών δεκαετιών, βασισμένη σε δύο αντίπαλες αντιλήψεις αυτοδιάθεσης. Για την βρετανική κυβέρνηση και τα ενωτικά [με την Βρετανία] κόμματα, η βούληση της Βορειο-ιρλανδικής πλειοψηφίας ήταν υψίστης σημασίας. Χωρίς την συμφωνία τους, δεν θα μπορούσε να υπάρξει κίνηση προς την ιρλανδική ενότητα -μια θέση που έγινε γνωστή ως η αρχή της συγκατάθεσης. Για τον ΙΡΑ και την πολιτική πτέρυγά του, το Sinn Féin, η ίδια η Βόρεια Ιρλανδία ήταν μια παράνομη πολιτική οντότητα - το προϊόν της θρησκευτικής χειραγώγησης- και η ενωτική της πλειοψηφία θα έπρεπε να ξεπερνιέται από την εθνικιστική πλειοψηφία σε ολόκληρο το νησί. Ο IRA και το Sinn Féin αναφέρονταν με περιφρόνηση στην αρχή της συγκατάθεσης ως το «ενωτικό βέτο» και δεσμεύονταν να το ανατρέψουν. Ωστόσο, δεν ήταν ποτέ αρκετά ισχυροί για να επιβάλουν την ιδέα αυτοδιάθεσης στους άλλους πολιτικούς παράγοντες. Η αρχή της συγκατάθεσης ενσωματώθηκε σταθερά στην Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, την συμφωνία-ορόσημο που έληξε την σύγκρουση το 1998.

Η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής περιελάμβανε μια ρήτρα η οποία εντέλετο ένα δημοψήφισμα για την ιρλανδική ενότητα «εάν οποιαδήποτε στιγμή φαίνεται πιθανό ... ότι η πλειοψηφία των ψηφοφόρων θα επιθυμούσε να παύσει η Βόρεια Ιρλανδία να είναι μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου και να αποτελέσει μέρος μιας ενωμένης Ιρλανδίας». Σε ορισμένους ενωτικούς επικριτές της συμφωνίας, αυτή ήταν μια επικίνδυνη παραχώρηση. Ο Καθολικός πληθυσμός του Βορρά είχε ήδη αρχίσει να κινείται προς τα πάνω, από λίγο περισσότερο από το 41% το 1991 σε σχεδόν 44% δέκα χρόνια αργότερα. Οι κατά της συμφωνίας ενωτικοί χλεύασαν με μια αφίσα του Τιτανικού, που ξεκινούσε από τα ναυπηγεία του Μπέλφαστ, με το σύνθημα «Είπαν ότι αυτό ήταν ασφαλές επίσης». Τούτο ήταν υπέροχη σημειωτική αλλά φτωχή δημογραφία -ή έτσι φαινόταν. Στις πρώτες εκλογές μετά την Συμφωνία, τα ενωτικά κόμματα ξεπέρασαν τους εθνικιστικές αντιπάλους τους κατά 10%. Πέντε χρόνια αργότερα, εμφανίστηκε η ίδια εικόνα. Ο Καθολικός πληθυσμός μπορεί να αυξανόταν, αλλά η ένωση με την Βρετανία εξακολουθούσε να είναι ασφαλής.

Μέχρι το 2011, η διαφορά στις εκλογές μειώθηκε κάπως. Όμως, η προσέλευση μειώθηκε ραγδαία, επίσης, και η χαρτογράφηση των αποτελεσμάτων σε ένα υποθετικό δημοψήφισμα για την ιρλανδική ενότητα ήταν μια αμφίβολη άσκηση. Εξάλλου, η ψηφοφορία μια και μοναδική φορά μέσα σε μια γενιά για το συνταγματικό καθεστώς της Βόρειας Ιρλανδίας αναγκαστικά θα προσήλκυε πολύ περισσότερους ανθρώπους στα εκλογικά τμήματα από όσους οι τακτικές εκλογές. Προσθετικό στην αβεβαιότητα ήταν το σημαντικό ποσοστό των ψήφων για κόμματα που δεν αυτοπροσδιορίζονταν ούτε ως εθνικιστικά ούτε ως ενωτικά [με την Βρετανία] -σχεδόν 10% το 2011.

Δεν ήταν επίσης σαφές ότι οι Ιρλανδοί εθνικιστές θα ψήφιζαν αποφασιστικά υπέρ της επανένωσης εάν τους δινόταν η ευκαιρία. Σε έρευνα του 2013 [1] επί των ψηφοφόρων της Βόρειας Ιρλανδίας, το 65% δήλωσαν ότι θα υποστηρίξουν το συνταγματικό status quo σε ένα δημοψήφισμα, έναντι μόλις 17% που θα υπερψήφιζαν την ιρλανδική ενότητα (οι υπόλοιποι είτε δεν θα ψήφιζαν είτε δεν ήξεραν τι θα ψηφίσουν). Ακόμα και μεταξύ των Καθολικών, η εικόνα δεν ήταν καθόλου σαφής: Το 38% δήλωσε ότι θα ψήφιζαν να παραμείνουν μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ το 35% δήλωσε ότι θα υποστήριζε μια ενωμένη Ιρλανδία.

Αυτό το εκπληκτικό αποτέλεσμα οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην πρόσφατη οικονομική κρίση στην Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Η συντριβή του 2008 έπληξε τη νότια οικονομία ιδιαίτερα σκληρά: Οι κλάδοι των τραπεζών και τω κατασκευών της κατέρρευσαν και το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 8,5% σε μόλις 12 μήνες. Μέχρι το τέλος του 2010, η ιρλανδική κυβέρνηση αναγκάστηκε να βασίζεται στην εξωτερική οικονομική στήριξη της τρόικας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Υπήρχαν πάντα απαισιόδοξες και αισιόδοξες εκδοχές για το τι θα σήμαινε η επανένωση για τις οικονομικές προοπτικές του νησιού. Οι σκεπτικιστές επεσήμαναν ότι η Βόρεια Ιρλανδία στηρίχθηκε σε μια μεγάλη επιδότηση από το Λονδίνο για να καλύψει τις δημόσιες δαπάνες της, γεγονός που θα αποτελούσε [αναλογικά] μεγαλύτερο βάρος για το πολύ μικρότερο ιρλανδικό κράτος. Οι αισιόδοξοι ισχυρίστηκαν ότι η οικονομία του συνόλου της Ιρλανδίας θα απελευθέρωνε τις δυνατότητες ανάπτυξης που είχε καταπνίξει ο διχασμός. Αλλά με την Δημοκρατία της Ιρλανδίας βυθισμένη σε τόσο βαθιά ύφεση, η κοινή γνώμη στην Βόρειο Ιρλανδία στράφηκε προς την απαισιοδοξία ακόμη και μεταξύ των εθνικιστών. Εάν η δημογραφική αλλαγή παρήγαγε όντως μια Καθολική πλειοψηφία, και πάλι θα μπορούσε να μην μεταφραστεί σε μια ψήφο κατά της απόσχισης.

Το Brexit έχει αντιστρέψει για άλλη μια φορά αυτόν τον υπολογισμό. Οι όροι του επικείμενου διαχωρισμού από την Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένουν αβέβαιοι, αλλά τίποτα από το δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2016 δεν αποθάρρυνε την πεποίθηση ότι το τελικό αποτέλεσμα θα είναι μπερδεμένο και συνταρακτικό. Σε περίπτωση ενός Brexit χωρίς να υπάρχει συμφωνία, η Βόρεια Ιρλανδία θα δεχθεί πολύ μεγαλύτερη και πιο άμεση ζημιά από ό, τι το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο, λόγω της εξάρτησής της από το διασυνοριακό εμπόριο με τον νότο. Σε μια περιοχή που ψήφισε για να παραμείνει στην ΕΕ με σταθερή πλειοψηφία (56% έναντι 44%), η προοπτική αυτή εκφράζεται ευρέως και με πικρία. Ειδικά ανάμεσα στους ήπιους εθνικιστές και τους ήπιους ενωτικούς -εκείνους που υιοθετούν μια πιο ρεαλιστική και συναλλακτική άποψη της ένωσης με την Βρετανία- το σοκ ενός χαοτικού Brexit θα μπορούσε να ωθήσει περισσότερους ψηφοφόρους να αγκαλιάσουν την ιρλανδική ενότητα ως ασφαλέστερη επιλογή από ό, τι να παραμείνουν συνδεδεμένοι με το Ηνωμένο Βασίλειο.

ΧΩΡΙΣΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ;