Τα πυρηνικά όπλα θα επιστρέψουν; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα πυρηνικά όπλα θα επιστρέψουν;

Γιατί ξεφτίζει το παγκόσμιο καθεστώς μη διάδοσης

Βεβαίως, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ ανησυχούσαν πάντα ότι η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να τους εγκαταλείψει, αλλά οι ενέργειες του Τραμπ τον έθεσαν σε δική του κατηγορία. Έχει καταστήσει σαφές ότι βλέπει το σύστημα συμμαχιών των ΗΠΑ ως υποχρέωση και όχι ως περιουσιακό στοιχείο, και επανειλημμένα αμφισβήτησε [7] το εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα τιμήσουν τις αμυντικές τους δεσμεύσεις σε περίπτωση επίθεσης εναντίον συμμάχων. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ προσπάθησε να εξαναγκάσει τις χώρες που φιλοξενούν αμερικανικά στρατεύματα να δώσουν περισσότερα χρήματα για να «αποζημιώσουν» τις Ηνωμένες Πολιτείες επειδή παρέχουν ασφάλεια, και τακτικά έχει εγκωμιάσει [8] τους ομοίους του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν και του Βορειοκορεάτη δικτάτορα Κιμ Jong Un -ηγέτες των ίδιων των καθεστώτων που οι συμμαχίες των ΗΠΑ έχουν σκοπό να αμυνθούν έναντί τους.

Είτε η εχθρότητα του Trump έναντι της υπό την ηγεσία των ΗΠΑ παγκόσμιας τάξης επιβιώσει της προεδρίας του είτε όχι, ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της είναι πιθανό να συνεχίσουν [9] και ίσως ακόμη και να αναπτυχθούν στην αμερικανική πολιτική. Αυτά περιλαμβάνουν την απαξίωση του ελεύθερου εμπορίου, έναν σκεπτικισμό για τους διεθνείς θεσμούς, και μια συναλλακτική προσέγγιση στις συμμαχίες. Οι μελλοντικοί ηγέτες στην Ουάσινγκτον, οι οποίοι ενδέχεται να επιδιώξουν να στηρίξουν το σημερινό διεθνές σύστημα και την θέση των Ηνωμένων Πολιτειών μέσα σε αυτό, θα έχουν να αντιμετωπίσουν την άνοδο αντίπαλων δυνάμεων και το βάρος των δημοσιονομικών απαιτήσεων και της πολιτικής δυσπραγίας εγχωρίως.

Καμία από αυτές τις τάσεις δεν αποτελεί καλό οιωνό για τη μη διάδοση. Τα προσκόμματα που οι Ηνωμένες Πολιτείες βοήθησαν να εγερθούν για να εμποδιστεί η εξάπλωση των πυρηνικών όπλων είναι ισχυρά αλλά δεν είναι αυτοσυντηρούμενα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να απομακρυνθούν από αυτά και να περιμένουν να παραμείνει συγκρατημένη η διάδοση. Στην πραγματικότητα, οι αμφιβολίες σχετικά με την δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών οδήγησαν συμμάχους και εταίρους να επιδιώξουν [να αποκτήσουν] πυρηνικά όπλα στο παρελθόν: Η πολιτική του προέδρου Richard Nixon, σύμφωνα με την οποία οι σύμμαχοι πρέπει να κάνουν περισσότερα για να σηκώσουν το βάρος της δικής τους άμυνας και οι προσπάθειές του να εξομαλύνει τις σχέσεις με την κομμουνιστική Κίνα βοήθησαν στην τόνωση των πυρηνικών φιλοδοξιών της Νότιας Κορέας [10] και της Ταϊβάν [2].

Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ έχουν αποφύγει μέχρι σήμερα να προσπαθήσουν να κατασκευάσουν την βόμβα. Έχουν υπάρξει πρόσφατες συζητήσεις προς αυτή την κατεύθυνση στην Γερμανία [11] και η δημόσια υποστήριξη για ένα πρόγραμμα πυρηνικών όπλων παραμένει υψηλή στη Νότια Κορέα [12], αλλά δεν υπάρχουν ευρείες εκκλήσεις για ένταξη στο πυρηνικό κλαμπ σε οποιαδήποτε από τις δύο χώρες. Είναι όμως δύσκολο να γνωρίζουμε αν οι κυβερνήσεις ενδέχεται να έχουν πιο σοβαρές συζητήσεις πίσω από κλειστές πόρτες. Οι χώρες που σκέφτονται την βόμβα πρέπει να κάνουν προκαταβολικά στοιχήματα για το αν οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πιθανό να είναι αξιόπιστοι και προβλέψιμοι συνεργάτες στο μέλλον. Λίγα από την τρέχουσα συμπεριφορά της Ουάσιγκτον θα υπονοούσαν ότι θα το κάνει.

ΠΟΣΟ ΜΑΚΡΙΑ ΘΑ ΠΑΕΙ Η ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ;

Συνήθως, οποιαδήποτε χώρα θα έπρεπε να σκεφτεί σοβαρά τις κυρώσεις που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει για το ότι αναπτύσσει πυρηνικά όπλα. Στο κάτω-κάτω, οι Ηνωμένες Πολιτείες διαχειρίζονται σημαντική οικονομική ισχύ, μέσω της οποίας θα μπορούσαν ακόμα να διαμορφώσουν κίνητρα και τιμωρίες που θα μείωναν τις όποιες κινήσεις προς την διάδοση. Αλλά ακόμα και αυτή η ικανότητα αρχίζει να βρίσκεται υπό πίεση.

Κατ’ αρχήν, οι οικονομικές κυρώσεις σε επίδοξους διαδίδοντες [τα πυρηνικά] χάνουν την ισχύ τους καθώς οι χώρες αναπτύσσουν τα μέσα για να εργαστούν παρακάμπτοντας την κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι διαφωνίες με την Ουάσινγκτον σχετικά με την πολιτική της για το Ιράν, για παράδειγμα, οδήγησαν τα ευρωπαϊκά κράτη [13] να σκεφτούν πώς να προστατευτούν, και να παρακάμψουν τις κυρώσεις των ΗΠΑ. Και όπως δείχνει η βορειοκορεατική κυβερνοκλοπή ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων [14] από τις τράπεζες, και οι συναλλαγές σε κρυπτονομίσματα, ακόμη και οι σχεδόν καθολικές κυρώσεις για τις εξαγωγές δεν είναι πλέον ένας σίγουρος τρόπος αποκοπής των εσόδων μιας χώρας.

Η επιβολή της «μέγιστης πίεσης» στην Βόρεια Κορέα -που είναι ήδη κράτος-παρίας- είναι ένα πράγμα. Η επιβολή κυρώσεων κατά μεγάλων οικονομιών ή συμμάχων σε κλίμακα επαρκή για να αντισταθμίσει τα οφέλη από ένα οπλοστάσιο πυρηνικών όπλων, και το να πεισθεί η διεθνής κοινότητα να στηρίξει αυτές τις προσπάθειες, είναι κάτι άλλο. Εάν η Ουάσιγκτον επέβαλλε κυρώσεις σε έναν παγκόσμιο παίκτη όπως η Ιαπωνία, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα κινδύνευαν να βλάψουν τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα και τα συμφέροντα ασφαλείας τους στην διαδικασία.

Το να τιμωρείς συμμάχους δεν είναι μόνο πολύπλοκο, μπορεί επίσης να σου προσδώσει μια μειονεκτική θέση σε άλλους στόχους. Αυτό οδήγησε την Ουάσινγκτον να είναι εξαιρετικά προσεκτική όταν προσπάθησε να συγκρατήσει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ισραήλ στην δεκαετία του 1960 και του Πακιστάν στην δεκαετία του 1980. Αλλά αυτές οι προσεγγίσεις απέτυχαν. Σήμερα, σε μια εποχή ανερχόμενου ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων, η Ουάσινγκτον μπορεί για άλλη μια φορά να υποβαθμίσει ή να αγνοήσει τις ανησυχίες για τις φιλοδοξίες ενός εταίρου στον τομέα των πυρηνικών όπλων και να επικεντρωθεί στον πιο σημαντικό στόχο της καταπολέμησης της Ρωσίας ή της Κίνας.

Η μεγαλύτερη αμερικανική έμφαση στην κατανομή των βαρών μπορεί επίσης να επιτρέψει ή να ενθαρρύνει τους συμμάχους να αναπτύξουν ικανότητες χρήσιμες για πυρηνικά όπλα. Για παράδειγμα, η Νότια Κορέα θα μπορούσε να επαναλάβει την κίνησή της για την ανάπτυξη ενός πυρηνικού υποβρυχίου [15], το οποίο θα μπορούσε να ενισχύσει τις συμμαχικές προσπάθειες για την αντιμετώπιση της Βόρειας Κορέας, αλλά θα μπορούσε επίσης να χρησιμεύσει ως πιθανή αιτιολόγηση για εμπλουτισμό ουρανίου.

Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΑΥΤΑΡΧΙΚΩΝ