Εσφαλμένες επιλογές, κακές συμφωνίες και επικίνδυνες προκλήσεις | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Εσφαλμένες επιλογές, κακές συμφωνίες και επικίνδυνες προκλήσεις

Η εξωτερική πολιτική του Trump βρίσκεται σε καθοδική περιδίνηση προς το 2020

Υπάρχει όμως και μια άλλη πιθανότητα –μια [πιθανότητα] που φαίνεται πιο καλοήθης αλλά που μπορεί να είναι πράγματι αρκετά καταστροφική. Ως αυτοανακηρυγμένος δημιουργός συμφωνιών (deal-maker), ο Trump θεωρεί τον εξαναγκασμό ως το προοίμιο για την διαπραγμάτευση ευνοϊκών συμφωνιών. Καθώς πλησιάζουν οι εκλογές για το 2020, πιθανότατα θα αισθανθεί πίεση να συνάψει συμφωνίες που του επιτρέπουν να διεκδικήσει τη νίκη και να εκπληρώσει προηγούμενες υποσχέσεις. Μια συμφωνία ειρήνης με τους Ταλιμπάν θα είναι ψηλά στον κατάλογο του Trump (παρά τους δημόσιους ισχυρισμούς του ότι τερμάτισε τις ειρηνευτικές συνομιλίες). Το ίδιο θα είναι και οι συμφωνίες αποκλιμάκωσης της κρίσης με την Τεχεράνη και σχετικά με τον εμπορικό πόλεμο με το Πεκίνο. Όπως έγραψε ο Thomas Wright του Brookings Institution [9], ο Trump θα ήθελε να στραφεί μακριά από τις αντιπαραθέσεις και προς την διπλωματία. Ο πρόεδρος τα έσπασε πρόσφατα με τον πρώην σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας, Τζον Μπόλτον, τον τελευταίο αξιωματούχο που αντιδρούσε έντονα σε αυτή την ατζέντα.

Υπάρχει μόνο ένα πρόβλημα: Ο Trump έχει ένα αδύναμο διαπραγματευτικό χαρτί και οι συνομιλητές του το γνωρίζουν. Στο Αφγανιστάν, οι Ταλιμπάν έχουν κάθε λόγο να αναμένουν ότι ο Τραμπ θα γίνει όλο και πιο απελπισμένος -και πιο ευέλικτος- μέχρι τον Νοέμβριο του 2020. Οι ηγέτες της Κίνας είδαν τώρα πόσο νευρικός γίνεται ο Αμερικανός πρόεδρος όταν λιποθυμά το χρηματιστήριο, προφανώς επιβεβαιώνοντας την πεποίθηση ότι το αυταρχικό σύστημα της Κίνας μπορεί να αντέξει τον πόνο ενός εμπορικού πολέμου καλύτερα από όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες. Από την πλευρά του, ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας, Kim Jong Un, γνωρίζει ότι ένας πρόεδρος ο οποίος έχει δηλώσει πρόωρα νίκη στην πυρηνική διπλωματία δεν μπορεί να αντέξει [10] να δει να ξεσπά μια νέα κρίση. Και οι Ιρανοί έχουν ανακαλύψει ότι ο Trump μιλάει σκληρά και εφαρμόζει επιθετικές κυρώσεις, αλλά -κατά τον συνήθη αντιφατικό τρόπο- δεν θέλει πραγματικά μια σημαντική διπλωματική ή στρατιωτική κρίση στον Κόλπο.

Συνεπώς, οι συνομιλητές του Trump δεν θα βιάζονται να συνάψουν συμφωνίες εκτός αν μπορούν να οδηγήσουν σε μερικές καλές ευκαιρίες. Οι Ιρανοί έχουν δείξει [11] ελάχιστο ενδιαφέρον για τις προσπάθειες του Trump να ξεκινήσει συνομιλίες στην Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, καθιστώντας σαφές ότι θέλουν πρώτα να λάβουν σημαντική ανακούφιση από τις κυρώσεις. Όταν ο πρόεδρος έφθασε σε [12] μια σύνοδο κορυφής στο Camp David για να τερματίσει τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, οι Ταλιμπάν τον κράτησαν τελικά σε απόσταση. Οι Κινέζοι φαίνεται να έχουν υποχωρήσει από την προηγούμενη προσπάθειά τους να επιτύχουν μια μεγάλη οικονομική συμφωνία με την Ουάσινγκτον -εν μέρει επειδή ανησυχούν ότι ο Trump δεν θα την τιμήσει, αλλά και επειδή φαίνεται ότι σκέφτονται πως ο χρόνος [13] δουλεύει προς όφελός τους.

Ο Trump μπορεί να ανακαλύψει ακόμη ότι οι τακτικές πίεσης έχουν αξία και για τις δύο πλευρές. Εάν η Πιονγκγιάνγκ πιστεύει ότι ο Τραμπ είναι σε δύσκολη πολιτική θέση, γιατί να μην αυξήσει τη μόχλευσή της με μερικές επιλεκτικές προκλήσεις; Μια τέτοια στρατηγική φαίνεται να βρίσκεται πίσω από τις πρόσφατες δοκιμές πυραύλων μικρής εμβέλειας του Kim. Σε παρόμοιο πνεύμα, εάν το Ιράν αντιληφθεί ότι ο Trump είναι ταυτόχρονα εχθρικός και αδύναμος, γιατί να μην χρησιμοποιήσει πυραύλους, ειδικές δυνάμεις και άλλες ασύμμετρες δυνατότητες για να δημιουργήσει αντισταθμιστική μόχλευση; Αυτό είναι ακριβώς το σενάριο που χρησιμοποίησε το Ιράν, καθώς η εκστρατεία της «μέγιστης» οικονομικής πίεσης του Trump άρχισε πραγματικά να πληγώνει στις αρχές του 2019. Η ίδια βασική στρατηγική –πίεση για πλεονέκτημα σε μια στιγμή εμφανούς αμερικανικής αδυναμίας- θα μπορούσε εύκολα να προσελκύσει και άλλους ανταγωνιστές. Αντί για ένα έτος διπλωματικών επιτευγμάτων, το 2020 θα μπορούσε να είναι ένα έτος επικίνδυνων προκλήσεων.

ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΙΣΜΟΥ;

Στο πεδίο της κοινής γνώμης υπάρχουν καλύτερα νέα σχετικά με τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στον κόσμο. Πολλοί σχολιαστές είδαν [14] τη νίκη του Trump το 2016 ως προάγγελο [15] μιας ευρύτερης [16] αμερικανικής υποχώρησης από την παγκόσμια ηγεσία. Γιατί άλλο οι Αμερικανοί θα επέλεγαν έναν πρόεδρο που επέκρινε σθεναρά τόσα πολλά χαρακτηριστικά της διεθνούς τάξης που έχτισε η Ουάσιγκτον μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο; Εντούτοις, κάτι ενδιαφέρον συνέβη αφότου ο Trump έγινε πρόεδρος: Οι Αμερικανοί έγιναν μετριοπαθώς περισσότερο διεθνιστικοί στις απόψεις τους.

Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η αμερικανική υποστήριξη προς το ελεύθερο εμπόριο έχει αυξηθεί σημαντικά [17] από το 2016. Επίσης, έχει αυξηθεί η στήριξη για στρατιωτικές συμμαχίες-κλειδιά και σταθμευμένα στο εξωτερικό στρατεύματα. Και ενώ οι έννοιες όπως η «φιλελεύθερη διεθνής τάξη» δεν έχουν νόημα [18] για τους περισσότερους Αμερικανούς, μια σαφής πλειονότητα ερωτηθέντων σε πρόσφατη δημοσκόπηση του Center for American Progress πιστεύει στο ξεκάθαρο ισοδύναμο: «Η δέσμευση της χώρας μας να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην διαμόρφωση της ασφάλειας και των οικονομικών υποθέσεων σε όλο τον κόσμο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησε σε ασφαλέστερες και πιο ευημερούσες ζωές για τους Αμερικανούς».