Tο στρατήγημα και η στρατηγική της Τουρκίας για μια «γαλάζια πατρίδα» | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Tο στρατήγημα και η στρατηγική της Τουρκίας για μια «γαλάζια πατρίδα»

Η ολιστική αποτροπή της θαλάσσιας υπερισχύος πριν αποφέρει «γεωγραφικά ντετερμινιστικά» αποτελέσματα*

Το εν λόγω υπόδειγμα προϋποθέτει όχι μόνο σχετικές επενδύσεις και υποδομές, αλλά και διαμόρφωση αντίστοιχης νοοτροπίας σε ποικίλα επίπεδα της ηγεσίας και της κοινωνίας. Οι Έλληνες έχουν μια μακραίωνη τέτοια εμπειρία, τόσο σε θαλάσσιες δραστηριότητες σε πόλεμο ή σε ειρήνη όσο και στην ψυχοσύνθεσή τους ή στις κοινωνικές ζυμώσεις που, με πρώτη ύλη την αγάπη για την θάλασσα, ενέπνευσαν και συντήρησαν το οικείο υπόδειγμα της «θαλασσοκρατίας» (Momigliano 1944). Οπότε παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η προοπτική της Τουρκίας να προσχωρήσει στην συγκεκριμένη στρατηγική, καθώς πλέον δεν πρόκειται μόνον για ρητορική και λεκτικές διακηρύξεις, αλλά και για εκτενή προγράμματα σε υποδομές, ναυτιλιακές, εκπαιδευτικές, επιχειρησιακές και ναυπηγικές (Gorshkov 1977, Nohara 2017).

Εν προκειμένω, η ελληνική στρατηγική ελέγχου και αποτροπής πρέπει να χαραχθεί σε μακροπρόθεσμο και ολιστικό επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, δεν περιορίζεται δηλαδή μόνο στα στενά στρατιωτικά-επιχειρησιακά όρια είτε μιας τιμωρητικής οπουδήποτε αντίδρασης (deterrence by punishment) είτε μιας δυναμικής αντίδρασης στο σημείο εισβολής (detterence by denial) (Snyder 2015), αλλά προβλέπει, διαψεύδει και ακυρώνει, για παράδειγμα, το συνολικό πλαίσιο εγκαθίδρυσης μιας τουρκικής de facto θαλάσσιας κυριαρχίας που θα διαπερνά και θα υπονομεύει τα αντίστοιχα ελληνικά de jure δικαιώματα. Η ερντογανική Τουρκία έχει εκδιπλώσει τόσο καταναγκαστικές (coercive) όσο και ήπιες (soft) εξωτερικές πολιτικές, αλλά και τις πρόσφατα αποκαλούμενες αιχμηρές αντίστοιχες (sharp), που προτιμώνται εν γένει από απολυταρχικά καθεστώτα και ασκούν σταθερή όχληση σε φιλειρηνικούς γείτονες μέχρι εξαντλήσεως και υποχωρήσεώς τους (Walker and Ludwig 2017).

Για αυτόν τον λόγο και η ελληνική πολιτεία οφείλει να αναπτύξει λύσεις σε όλα τα αντίστοιχα πεδία, προσλαμβάνοντας ιδεαλιστικές προτάσεις και θεσμικές λύσεις, εκπορευόμενες από το σύγχρονο νομικό πολιτισμό, τις «ανοιχτές» οικονομίες και κοινωνίες, αλλά και ρεαλιστικές πρωτοβουλίες με όρους ευθείας στρατιωτικής και πολιτικής ισχύος που προετοιμάζεται για πόλεμο προκειμένου να επιτύχει την ειρήνη (Gofas, Hamati-Ataya, and Onuf 2018). Παράλληλα, ωστόσο, είναι χρήσιμο να αποτυπωθεί και πόση πρόοδος έχει ιστορικά συντελεσθεί στις σχετικές υποδομές της Τουρκίας, αλλά και ποια είναι η προοπτική δεδομένων των αναπτυσσόμενων ναυπηγικών και ναυτιλιακών δομών, προκειμένου να έχουμε αντικειμενική επίγνωση της τουρκικής δυνατότητας να υλοποιήσει το πρόγραμμα της «γαλάζιας πατρίδας» αποτελεσματικά. Πρόκειται, εν ολίγοις, για επιφανειακή ρητορική και λεονταρισμούς ή χτίζεται βιομηχανία παραγωγής και υποστήριξης; Πρόκειται για έργα επικεντρωμένα μόνο στην στρατιωτική ενδυνάμωση ή εμπνέεται και εμπεδώνεται και συμμετοχή στην παγκόσμια ναυτιλιακή και ναυπηγική δυναμική και τεχνογνωσία;

Η ΠΑΡΕΛΘΟΥΣΑ ΜΑΚΡΙΑΙΩΝΗ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΣΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ

Ανατρέχοντας δύο περίπου αιώνες στο παρελθόν, οι ευρωπαϊκές χώρες, έχοντας ήδη παραχωρήσεις λιμενικών και εμπορικών διευκολύνσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, απέκτησαν περαιτέρω πολλά και ειδικά δικαιώματα περί τις ναυτιλιακές υπηρεσίες κατά την κήρυξη μεταρρυθμίσεων στην διάρκεια του Τανζιμάτ μετά το 1839. Δράττοντας αυτήν την ευκαιρία, οι Δυτικές χώρες ανέλαβαν τον έλεγχο περίπου όλων των οικείων ναυτιλιακών δραστηριοτήτων. Ιδρύθηκαν πολλές εταιρείες στα μεγάλα οθωμανικά λιμάνια. Γενικότερα, αυτές οι επιχειρήσεις προσέφεραν διέξοδο στις χριστιανικές και εβραϊκές μειονότητες, οι οποίες κατέλαβαν κρίσιμες θέσεις και, μάλιστα, ίδρυσαν και δικές τους ναυτιλιακές και ναυπηγοεπισκευαστικές επιχειρήσεις.

Το κύριο πρόβλημα για τους Οθωμανούς ήταν η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού στη ναυτιλιακή δραστηριότητα. Δεν υπήρχε Σχολή Εμποροπλοιάρχων για να επανδρωθεί ο εμπορικός στόλος, ενώ η Σχολή Εμπορικού Ναυτικού που ιδρύθηκε το 1881, έκλεισε μόλις το 1888 (Sirin 2000). Κατά συνέπεια, οι υφιστάμενες ναυτιλιακές εταιρείες λειτουργούσαν από αλλοδαπούς ή μειονοτικούς παράγοντες, των οποίων η δραστηριότητα σε μεγάλο βαθμό ανεξαρτητοποιήθηκε.

Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΝΑΥΠΗΓΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

Κατά την δεκαετία του 1980, η τουρκική ναυτιλία εκκίνησε με την αγορά σε πολύ χαμηλές τιμές σκουριασμένων και μεταχειρισμένων πλοίων. Το Τουρκικό Ναυτικό Επιμελητήριο ιδρύθηκε το 1981 και επιτέλεσε έναν αξιοσημείωτο ρόλο ως εργαλείο για την οργάνωση του ιδιωτικού ναυτιλιακού τομέα. Ο Τουργκούτ Οζάλ ενέταξε αργότερα τους ναυτιλιακούς και ναυπηγικούς τομείς σε ένα ευρύτερο αναπτυξιακό πλαίσιο με όραμα και συστηματικές οργανωτικές προσπάθειες. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Τ. Οζάλ ήταν ο πρώτος εκ των σύγχρονων πολιτικών που διαμόρφωσε πτυχές της πολιτικής που αργότερα χαρακτηρίστηκε ως νεο-οθωμανική.

Στο αρχειακό υλικό που παρατίθεται στον κατωτέρω πίνακα σημειώνεται ότι αμέσως μετά το δραματικό τέλος της ζωής του από δηλητηρίαση, πληθώρα αναπτυξιακών προγραμμάτων, και ιδιαίτερα εκείνα που αφορούσαν ναυπηγικές επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, καθυστέρησαν ή καταργήθηκαν. Οι, ως επί το πλείστον, κεμαλικές κυβερνήσεις που ακολούθησαν εντός της δεκαετίας του 1990 έμειναν γνωστές για εκτεταμένα φαινόμενα διαφθοράς και διαπλοκής που επέφεραν οπισθοδρόμηση της οικονομίας και μια πορεία προς την αιγίδα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, έως και την αντίδραση με την επάνοδο στην εξουσία των νεο-οθωμανών κατά την δεκαετία του 2000.

10122019-2.jpg

Πίνακας 1. Καμπή στις ιδιωτικές επενδύσεις για ναυπηγικά έργα μετά το 1992. Πηγή: Turkish Chamber of Shipping, 1992 Maritime Sector report, Istanbul 1993.
--------------------------------------------------------------------------------------------

10122019-3.jpg