Το επικίνδυνο ξήλωμα της συμμαχίας ΗΠΑ-Τουρκίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το επικίνδυνο ξήλωμα της συμμαχίας ΗΠΑ-Τουρκίας

Η Ουάσιγκτον δεν πρέπει να αποδιώξει την Άγκυρα
Περίληψη: 

Όσο έμφορτες και αν είναι οι σχέσεις της Ουάσινγκτον με την Τουρκία προς το παρόν, τα συμφέροντα των ΗΠΑ θα υποφέρουν εάν η σχέση μεταξύ των δύο χωρών διαλυθεί εντελώς, ή εάν η Τουρκία γίνει πραγματικός αντίπαλος των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ο PHILIP H. GORDON είναι ανώτερος συνεργάτης για την Εξωτερική Πολιτική των ΗΠΑ στην έδρα Mary και David Boies στο Council on Foreign Relations. Διετέλεσε βοηθός υφυπουργός Ευρωπαϊκών και Ευρασιατικών Υποθέσεων από το 2009 ως το 2013 και Συντονιστής του Λευκού Οίκου για τη Μέση Ανατολή από το 2013 έως το 2015. Είναι ο συγγραφέας του προσεχούς βιβλίου με τίτλο Losing the Long Game: The False Promise of Regime Change in the Middle East.
Η AMANDA SLOAT είναι ανώτερη συνεργάτις στην έδρα Robert Bosch στο ίδρυμα Brookings. Διετέλεσε Αναπληρώτρια Βοηθός Υπουργός Εξωτερικών για τις χώρες της Νότιας Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου από το 2013 έως το 2016.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Τουρκία βρίσκονται σε πορεία σύγκρουσης. Παρόλο που οι δύο χώρες υπήρξαν σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ εδώ και περίπου 70 χρόνια, η εταιρική σχέση επιδεινώθηκε σταδιακά τα τελευταία χρόνια, καθώς η Ουάσιγκτον διερωτάται εάν μπορεί να βασίζεται στην Τουρκία και η Άγκυρα φοβάται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τις ανησυχίες της για την ασφάλειά της. Τους τελευταίους έξι μήνες, όμως, οι σχέσεις έκαναν μια πραγματική βουτιά προς τα κάτω.

13012020-1.jpg

Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στον Λευκό Οίκο, τον Νοέμβριο του 2019. T.J. Kirkpatrick / The New York Times
---------------------------------------------------------------

Τον Ιούλιο, η Τουρκία αγόρασε προηγμένα ρωσικά συστήματα αεροπορικής άμυνας παρά τις αντιρρήσεις των ΗΠΑ, και τον Οκτώβριο στόχευσε συριακές κουρδικές πολιτοφυλακές που συμμάχησαν με τις Ηνωμένες Πολιτείες στο πλαίσιο μιας εισβολής στην βόρεια Συρία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες απάντησαν και στις δύο εξελίξεις με αγανάκτηση και μια σειρά τιμωρητικών μέτρων: Η κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ, Donald Trump, αρνήθηκε να παραδώσει προηγμένα μαχητικά αεροσκάφη F-35 στην Τουρκία, επέβαλε κυρώσεις σε ανώτερους Τούρκους αξιωματούχους, και αύξησε τους δασμούς στις εξαγωγές χάλυβα της Τουρκίας, ενώ το Κογκρέσο προώθησε μια νομοθεσία που θα μπορούσε επιβάλλει ισχυρές κυρώσεις [1] στην αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας, ζήτησε την διερεύνηση των οικονομικών του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, και ψήφισε με συντριπτική πλειοψηφία ψήφισμα -για πρώτη φορά και στα δύο σώματα του Κογκρέσου- αναγνωρίζοντας την σφαγή Αρμενίων το 1915 από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως γενοκτονία [2]. Κάποιοι στην Ουάσιγκτον αμφισβητούν τώρα [3] την συνέχιση της συμμετοχής της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, παρόλο που η συμμαχία δεν διαθέτει μηχανισμό για την απομάκρυνση ενός μέλους της.

Η Τουρκία, με την σειρά της, επέμεινε οργισμένα ότι δεν θα υποχωρήσει. Έχει απειλήσει [4] να αγοράσει ακόμα περισσότερο ρωσικό αμυντικό εξοπλισμό, να προβεί σε αντίποινα εναντίον των αυξήσεων των δασμών των ΗΠΑ και να απελάσει τις δυνάμεις των ΗΠΑ από δύο κρίσιμες στρατιωτικές βάσεις [5] στην Τουρκία. Η τελευταία αυτή απειλή ώθησε τις Ηνωμένες Πολιτείες να διερευνήσουν τη μετακίνηση στρατηγικών πόρων από την Τουρκία και την επέκταση της αμυντικής συνεργασίας με την Ελλάδα και μερικούς από τους ανταγωνιστές της Τουρκίας στον Κόλπο, όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Λιγότερο από μια δεκαετία πριν, η διοίκηση του προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα -στην οποία υπηρετήσαμε- φιλοδοξούσε να οικοδομήσει μια «υποδειγματική εταιρική σχέση» [6] με την Τουρκία. Υπάρχει υψηλό κόστος για την αντιμετώπιση της Τουρκίας ως αντίπαλο, συμπεριλαμβανομένης της ώθησης της Άγκυρας πιο κοντά στους αντιπάλους των ΗΠΑ όπως το Ιράν και η Ρωσία. Για να αποφευχθεί ένα τόσο καταστρεπτικό αποτέλεσμα, τόσο η διοίκηση όσο και το Κογκρέσο πρέπει να κατανοήσουν καλύτερα τις ρίζες της σύγκρουσης μεταξύ Τουρκίας και Ηνωμένων Πολιτειών και να αποφύγουν αντιπαραγωγικές ενέργειες που θα οδηγήσουν τις δύο χώρες να απομακρυνθούν περισσότερο μεταξύ τους. Κάποιο επίπεδο έντασης με την Άγκυρα είναι αναπόφευκτο, δεδομένων των σημερινών διαφωνιών, των συσσωρευμένων δυσαρεσκειών και των εθνικιστικών αισθημάτων των πολιτών και των νομοθετών και στις δύο χώρες. Αλλά οι έξυπνες πολιτικές μπορούν να περιορίσουν τις ζημιές και να διατηρήσουν την δυνατότητα καλύτερων σχέσεων στο μέλλον.

ΑΥΞΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΑΣΗ

Αν και οι δύο χώρες έχουν μακρούς καταλόγους παραπόνων, οι δυο πιο άμεσες πηγές έντασης είναι η αγορά ρωσικού στρατιωτικού εξοπλισμού από την Τουρκία και η εισβολή της στην βόρεια Συρία. Η επιθυμία των ΗΠΑ να τιμωρήσουν την Άγκυρα για αυτές τις ενέργειες είναι ασφαλώς κατανοητή. Ο Ερντογάν κατηγορούσε συνεχώς την διοίκηση Ομπάμα για παραμέληση των τουρκικών αεροπορικών αμυντικών αναγκών και για την «άρνηση» να πωλήσει πυραύλους Patriot στην Τουρκία, μύθους που τον βοήθησαν να οικοδομήσει εγχώρια στήριξη για την αγορά του ρωσικού συστήματος αεροπορικής άμυνας S-400 και επέτρεψε στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, να κατηγορεί τον προκάτοχό του για αμέλεια. Κανένας από τους δυο ισχυρισμούς δεν είναι ακριβής [7]. Υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους ανέπτυξαν Πάτριοτ -καλύπτοντας το κόστος της ανάπτυξης με δικά τους έξοδα- στα νότια σύνορα της Τουρκίας το 2013, παρόλο που η απειλή των επιθέσεων με πυραύλους από την Συρία ήταν περιορισμένη. Η Ουάσινγκτον προσφέρθηκε επίσης να πουλήσει τους Πάτριοτ στην Τουρκία με όρους τόσο ευνοϊκούς όσο αυτούς που προσέφερε σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, αλλά στην συνέχεια υπαναχώρησε λόγω των απαιτήσεων του Ερντογάν για την τιμολόγηση και τη μεταφορά τεχνολογίας.

Επιπλέον, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι ήταν σαφείς από την αρχή ότι το ρωσικό σύστημα S-400 διαθέτει ένα εξελιγμένο λογάριθμο ραντάρ και τεχνητής νοημοσύνης [8] που με την πάροδο του χρόνου θα μπορούσε να συλλέξει πληροφορίες σχετικά με τα F-35, απειλώντας την αποτελεσματικότητα ενός αεροσκάφους που έχει ήδη κοστίσει στους Αμερικανούς προγραμματιστές του εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια [9]. Ο ισχυρισμός της Τουρκίας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ποτέ δεν προειδοποίησαν για αυτή την ασυμβατότητα απλώς δεν είναι αλήθεια.