Ο φυλετισμός σκοτώνει τον φιλελευθερισμό | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο φυλετισμός σκοτώνει τον φιλελευθερισμό

Γιατί υποκύπτουμε στην πολιτική του διχασμού
Περίληψη: 

Η αντεπίθεση της δημοκρατίας στον αντιφιλελευθερισμό θα απαιτήσει ισχυρή ηγεσία ικανή να επιδιορθώσει τις κοινωνικές διαιρέσεις και να μεταρρυθμίσει τους χαλασμένους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς.

Ο MICHAEL CARPENTER είναι διευθύνων σύμβουλος του Penn Biden Center for Diplomacy and Global Engagement και διετέλεσε αναπληρωτής υφυπουργός Άμυνας για την Ρωσία, την Ουκρανία και την Ευρασία από το 2015 έως το 2017.

Σε συνέντευξή του [1] στους Financial Times πέρυσι, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν χαρακτήρισε εν τη ρύμη του λόγου του τον Δυτικό φιλελευθερισμό ως «παρωχημένο». Όσο ιδιοτελής κι αν ήταν ο χαρακτηρισμός του, ο Πούτιν άγγιζε το παγκόσμιο αίσθημα. Ο αντιφιλελεύθερος λαϊκισμός είναι σε άνοδο [2] σε σχεδόν όλες τις ηπείρους, ακόμη και σε μέρη που όχι πολύ καιρό πριν φαινόταν να πηγαίνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η ινδουιστική εθνικιστική ατζέντα του πρωθυπουργού της Ινδίας, Narendra Modi, έχει τροφοδοτήσει το αντι-μουσουλμανικό αίσθημα στην δημοφιλέστερη δημοκρατία του κόσμου. Στην Βραζιλία, οι δολοφονίες ατόμων LGBTQ αυξήθηκαν αλματωδώς υπό τον ακροδεξιό πρόεδρο Jair Bolsonaro. Στην Ευρώπη, ακροδεξιά κόμματα που για πολύ καιρό περιορίζονταν στο περιθώριο του πολιτικού φάσματος, εισήλθαν πρόσφατα σε κυβερνώντες συνασπισμούς στην Αυστρία, την Εσθονία και την Ιταλία. Ο αντισημιτισμός αυξάνεται [3] σε πολλές κοινωνίες, και οι επιθέσεις κατά των μεταναστών έχουν κλονίσει τις δημοκρατικές κοινότητες από το Christchurch της Νέας Ζηλανδίας μέχρι το Halle της Γερμανίας.

12032020-1.jpg

Έξω από ένα συνεδριακό κέντρο στο West Palm Beach, στην Φλόριντα, τον Μάρτιο του 2020. Maria Alejandra Cardona / REUTERS
----------------------------------------------------------------------

Τρεις τάσεις τροφοδοτούν την άνοδο του αντιφιλελευθερισμού στις σύγχρονες δημοκρατίες. Τα δίκτυα των social media εκτοπίζουν σταδιακά τα δίκτυα της κοινωνίας των πολιτών, οι δημοκρατικές κοινωνίες έχουν γίνει όλο και πιο πολωμένες πολιτικά, και οι μεσαίες τάξεις έχουν σακατευτεί λόγω της αυξανόμενης κοινωνικο-οικονομικής ανασφάλειας. Από κοινού, αυτές οι εξελίξεις έχουν δημιουργήσει μια μορφή πολιτικής ταυτότητας που υπονομεύει τους φιλελεύθερους θεσμούς ακόμη και σε υποτιθέμενες «εδραιωμένες» δημοκρατίες.

Ο,ΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΟΥΝ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ

Επί δεκαετίες, οι μελετητές της δημοκρατίας πίστευαν ότι οι φιλελεύθεροι πολιτικοί θεσμοί ήταν το τελικό προϊόν μιας διαδικασίας «εκσυγχρονισμού», καθορισμένης χαλαρά ως η εκβιομηχάνιση, η οικονομική ανάπτυξη, η τεχνολογική καινοτομία και η συνοδευτική διάλυση των παραδοσιακών κοινωνικών δομών. Όταν οι δυνάμεις αυτές δημιούργησαν μια μεσαία τάξη αρκετά ισχυρή ώστε να απαιτεί δημοκρατική συμμετοχή και πολιτικά δικαιώματα, οι θεωρητικοί του εκσυγχρονισμού πρότειναν ότι οι θεσμοί της φιλελεύθερης δημοκρατίας θα ακολουθήσουν.

Αυτή η θεωρία αποδείχθηκε λανθασμένη. Κατ’ αρχήν, δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί ορισμένες κοινωνίες της μεσαίας τάξης αποτυγχάνουν να ανοίξουν πολιτικά. Η Ρωσία είναι ένα παράδειγμα. Διαδοχικές διοικήσεις των ΗΠΑ υποστήριξαν την ρωσική οικονομική ανάπτυξη, πάντα με την ελπίδα ότι θα μετατρέψουν σταδιακά την χώρα σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία. Η διοίκηση του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα εργάστηκε για να ενθαρρύνει τις επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα της Ρωσίας και μάλιστα συνέβαλε στην οικοδόμηση μιας μικρής έκδοσης της Silicon Valley σε ένα προάστιο της Μόσχας. Το καθεστώς του Πούτιν επέστρεψε την χάρη με το να εκμεταλλευθεί ευαίσθητες τεχνολογίες των ΗΠΑ, με το να χρησιμοποιήσει τους ενεργειακούς του πόρους ως πολιτικό όπλο κατά των γειτόνων του, και με το να διπλασιάσει την πολιτική καταπίεση εγχωρίως.

Ούτε μια ισχυρή μεσαία τάξη είναι αναγκαστικά ένα προστατευτικό εργαλείο ενάντια στην διολίσθηση της δημοκρατίας όταν οι φιλελεύθεροι θεσμοί έχουν ριζώσει. Στην πραγματικότητα, όπως υποστήριξε ο Βρετανός ιστορικός David Motadel [4], οι μεσαίες τάξεις έχουν συχνά συμπαραταχθεί με αντιδημοκρατικές δυνάμεις όταν θεωρούν ότι ο πλούτος και το status τους απειλείται. Στη μεσοπολεμική Γερμανία και αργότερα στην Λατινική Αμερική, αυταρχικοί άνδρες μεταμόρφωσαν τις δημοκρατίες της μεσαίας τάξης σε ιδιαίτερα αντιφιλελεύθερες δικτατορίες, με το να παίζουν με τους φόβους της οικονομικής κατάρρευσης ή της κομμουνιστικής επανάστασης. Με την πάροδο του χρόνου, όλες αυτές οι χώρες επέστρεψαν στην φιλελεύθερη δημοκρατική διακυβέρνηση -αλλά όχι πριν ο «εκσυγχρονισμός» δημιουργήσει μερικές από τις πιο αδίστακτες δικτατορίες της ιστορίας.

Αυτές οι εξαιρέσεις δεν υποδηλώνουν ότι η οικονομική πρόοδος είναι άσχετη, αλλά ότι δεν είναι πανάκεια. Σε πολλές περιπτώσεις, ο καθοριστικός παράγοντας δεν είναι η υλική πρόοδος, αλλά οι πολιτικές της ταυτότητας -πώς οι πολίτες συνδέονται και σχετίζονται με άλλα μέλη της πολιτικής τους κοινότητας. Οι φιλελεύθερες κοινωνίες ξεχωρίζουν για την ικανότητα των πολιτών τους για αμοιβαία ανοχή. Τα ζητήματα της θρησκείας, της φυλής, της εθνότητας και της πολιτικής ιδεολογίας μπορεί να εξακολουθούν να ενημερώνουν την αίσθηση της προσωπικής ταυτότητας των ανθρώπων, μερικές φορές δυναμικά, αλλά επειδή οι πολίτες είναι ελεύθεροι να αναπτύσσουν πολλαπλές αλληλεπικαλυπτόμενες ταυτότητες και δεσμούς, καμία αυτοτελής διαφορά δεν ανέρχεται στο επίπεδο μιας υπαρξιακής σύγκρουσης. Διαφωνίες και διχασμοί εξακολουθούν να υφίστανται, αλλά ακόμη και σε θέματα που μιλούν για βασικές πτυχές της ταυτότητας, οι πολίτες μαθαίνουν να παραμερίζουν τις διαφορές τους.

Αυτή η ειρηνευτική ρύθμιση απέχει πολύ από το να αποτελεί τον κανόνα. Στις περισσότερες κοινωνίες σε όλη την ιστορία, η πολιτική της ταυτότητας ήταν μια πολιτική σύγκρουσης: Οι προτεστάντες εναντίον των καθολικών, οι Σέρβοι εναντίον των Κροατών, οι αγρότες εναντίον των ευγενών. Ακόμη και στις φιλελεύθερες κοινωνίες, ο επίμονος ανταγωνισμός μπορεί να προκαλέσει την κατάρρευση της ανεκτικότητας και να εξελιχθεί σε άμεση εχθρότητα ή ακόμη και βίαιη σύγκρουση. Οι πολίτες που επί δεκαετίες ζούσαν φιλικά σε εθνοτικά μικτές κοινότητες ξαφνικά καταβάλλονται από το μίσος εναντίον των γειτόνων τους. Δεν έχει μεγάλη σημασία το αν ζουν σε μια αναπτυσσόμενη χώρα (Ρουάντα, Ανατολικό Τιμόρ) ή σε μια πιο εύπορη χώρα (Κύπρος, Βόρεια Ιρλανδία).