Ο Xi Jinping κέρδισε την κρίση του κορωνοϊού | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο Xi Jinping κέρδισε την κρίση του κορωνοϊού

Πώς η Κίνα ωφελήθηκε τα περισσότερα από την πανδημία που εξαπέλυσε
Περίληψη: 

Οι θεωρίες συνωμοσίας, σε συνδυασμό με την προπαγάνδα που απεικονίζει τις Δυτικές χώρες ως ανίκανες, τροφοδότησαν τον κινεζικό εθνικισμό και ενίσχυσαν τη νομιμοποίηση της μονοκομματικής κινεζικής κυβέρνησης εγχωρίως.

Ο YANZHONG HUANG είναι ανώτερος συνεργάτης για την Παγκόσμια Υγεία στο Council on Foreign Relations, όπου διευθύνει την σειρά στρογγυλών τραπεζιών της Παγκόσμιας Διακυβέρνησης για την Υγεία, και καθηγητής στην Σχολή Διπλωματίας και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Seton Hall.

Πριν από δύο μήνες, ο Κινέζος πρόεδρος, Xi Jinping, έμοιαζε ότι θα έβγαινε από την πανδημία του νέου κορωνοϊού με τη νομιμοποίησή του και τις φιλοδοξίες του για παγκόσμια κινεζική ηγεσία πετσοκομμένες. Σήμερα, καθώς η κινεζική κυβέρνηση αίρει τον αποκλεισμό της στην πόλη Wuhan, το επίκεντρο της επιδημίας, ο Xi μπορεί να αυτοπαρουσιάζεται ως ισχυρός και θριαμβευτικός ηγέτης στην παγκόσμια σκηνή. Οι ηγέτες στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες κοιτάζουν όλο και περισσότερο προς την Κίνα για βοήθεια, καθώς αγωνίζονται να περιορίσουν τον ιό στις χώρες τους.

14042020-1.jpg

Άνθρωποι που φορούν μάσκες περνούν μπροστά από ένα πορτρέτο του Xi Jinping στην Σαγκάη, τον Φεβρουάριο του 2020. Aly Song / Reuters
------------------------------------------------------------

Λίγοι θα είχαν προβλέψει μια τέτοια αντιστροφή. Η αδέξια αρχική απάντηση της Κίνας στην COVID-19, την ασθένεια που προκάλεσε ο νέος κορωνοϊός, φαινόταν να αποδυναμώνει τον Xi και το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ). Αρχικά, οι Αρχές προσπάθησαν να συγκαλύψουν την επιδημία. Ένας γιατρός της Wuhan, που ονομαζόταν Li Wenliang, προειδοποίησε για μια θανατηφόρα ασθένεια τύπου SARS τον Δεκέμβριο και το κόμμα τον διέταξε να σταματήσει να διαδίδει «ψευδή σχόλια». Ο Δρ Λι πέθανε από COVID-19 τον Φεβρουάριο και έγινε ένα σύμβολο που προκάλεσε μαζικό πένθος και οργή για την κακή διαχείριση της επιδημίας από την κυβέρνηση. Με τη νομιμοποίησή του υπό επίθεση εγχωρίως και στο εξωτερικό, ο Xi βγήκε από τα φώτα της δημοσιότητας για κάποιο χρονικό διάστημα και έθεσε τον επικεφαλής του Συμβουλίου του Κράτους [δηλαδή τον πρωθυπουργό], Li Keqiang, υπεύθυνο για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Οι ειδήμονες μιλούσαν για την «στιγμή Τσερνομπίλ» [1] της Κίνας και εξέφρασαν εικασίες για μια νέα εποχή πολιτικής μεταρρύθμισης ή ακόμα και πτώσης του καθεστώτος.

Αλλά τους τελευταίους δύο μήνες, τα δραστικά μέτρα περιορισμού της Κίνας έφεραν την ασθένεια υπό έλεγχο. Η κυβέρνηση έκλεισε την πόλη Γουχάν, διέκοψε τα αστικά μέσα μαζικής μεταφοράς, έκλεισε χώρους διασκέδασης και απαγόρευσε δημόσιες συναντήσεις. Ξεδίπλωσε επιθετικά μέτρα ελέγχου [με τεστ για δυνητικά κρούσματα] και τοποθέτησε χιλιάδες άτομα που θεωρούνται ως «υψηλού κινδύνου» σε κέντρα απομόνωσης σε ολόκληρη την πόλη. Επειδή τα νοσοκομεία ήταν κατακλυσμένα, πολλοί ασθενείς COVID-19 πέθαναν στο σπίτι τους (και ως εκ τούτου πιθανότατα δεν συμπεριλήφθηκαν στις επίσημες στατιστικές για τους θανάτους).

Όταν ο ιός συνέχισε να εξαπλώνεται, η κυβέρνηση επέκτεινε τα μέτρα περιορισμού σε ολόκληρη την χώρα, σφραγίζοντας συγκροτήματα διαμερισμάτων, χωριά και ολόκληρες πόλεις και ανέπτυξε αξιωματικούς ασφαλείας για να επιβάλει μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης (social-distancing). Μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου, ο αριθμός των νέων κρουσμάτων άρχισε να μειώνεται δραματικά. Στις 19 Μαρτίου, για πρώτη φορά, η Wuhan δεν ανέφερε νέα κρούσματα. Μέχρι το τέλος εκείνου του μήνα, καθώς πολλές επιχειρήσεις στην Δύση αγωνιζόταν για να επιβιώσουν, πάνω από τα τρία τέταρτα των κινεζικών επιχειρήσεων αναφέρθηκε [2] ότι ξεκίνησαν εκ νέου δραστηριότητες. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας επαίνεσε [3] την Κίνα επειδή «έθεσε ένα νέο πρότυπο για τον έλεγχο των επιδημιών», και μέχρι που πρότεινε ότι άλλες χώρες πρέπει να αναπαράγουν τα αυστηρά της μέτρα περιορισμού [4].

Πολλές χώρες δεν το έκαναν. Οι Δυτικές δημοκρατίες, ειδικότερα, καθυστέρησαν να εκδώσουν οδηγίες σχετικά με τον περιορισμό των πολιτών στα σπίτια τους και ήταν απρόθυμες να κλείσουν (lock-down) τις οικονομίες τους. Τώρα, καθώς ο αριθμός των νεκρών αυξάνεται σταθερά όλο και υψηλότερα στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι Κινέζοι αξιωματούχοι ισχυρίζονται ότι η «επιτυχία» τους στον περιορισμό της επιδημίας και η συνεχιζόμενη «αποτυχία» των Δυτικών χωρών να το κάνουν, επιβεβαιώνει την ανωτερότητα του λεγόμενου κινεζικού μοντέλου της μονοκομματικής διακυβέρνησης και της κυριαρχούμενης από το κράτος οικονομίας. Ο πόλεμος της Κίνας κατά της COVID-19, σύμφωνα με [5] ένα επίσημο κινεζικό μέσο ενημέρωσης, καταδεικνύει την «ισχυρή ικανότητα» του πολιτικού συστήματος να «συγκεντρώνει, να οργανώνει, να κινητοποιεί, να προσελκύει και να δρα».

Πολλοί φιλελεύθεροι Κινέζοι διανοούμενοι και αξιωματούχοι ήλπισαν ότι η κρίση θα οδηγήσει σε περισσότερη ανοικτότητα και διαφάνεια. Μετά την επιδημία SARS 2002-3, η κυβέρνηση αναθεώρησε τον Νόμο για την Πρόληψη και την Θεραπεία των Λοιμωδών Νόσων για να βελτιώσει την ροή των πληροφοριών και τουλάχιστον να δώσει την εντύπωση μιας μεγαλύτερης διαφάνειας. Αλλά η κρίση του κορωνοϊού είχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Οι δημόσιες απαιτήσεις για μεταρρύθμιση μετά το θάνατο του Δρ Λι φαίνεται να ανησύχησαν τους Κινέζους ηγέτες, προκαλώντας καταστολή κρίσιμων χρηστών των κοινωνικών μέσων ενημέρωσης και ακόμη πιο έντονη κρατική λογοκρισία στα κυβερνητικά μέσα ενημέρωσης, μερικά από τα οποία πήραν οδηγίες να μην καλύψουν τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας.

Οι Κινέζοι ηγέτες επεδίωξαν να εκτρέψουν την ευθύνη για την αρχική τους κακή διαχείριση της επιδημίας. Ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών, Zhao Lijian, ειδικότερα, διεξήγαγε μια εκστρατεία παραπληροφόρησης απεικονίζοντας τον στρατό των ΗΠΑ ως πιθανή αιτία της επιδημίας. Και η εκστρατεία φαίνεται να ήταν επιτυχής. Ο διάσημος Κινέζος μπλόγκερ Cui Yongyuan, πραγματοποίησε μια άτυπη δημοσκόπηση [6] στην οποία μόνο το 12% των περίπου 10.000 Κινέζων ερωτηθέντων περιέγραψαν την COVID-19 ως προερχόμενη από την φύση. Οι θεωρίες συνωμοσίας, σε συνδυασμό με την προπαγάνδα που απεικονίζει τις Δυτικές χώρες ως ανίκανες, τροφοδότησαν τον κινεζικό εθνικισμό και ενίσχυσαν τη νομιμοποίηση της κυβέρνησης εγχωρίως.