Η απουσία καινοτομίας στην ελληνική αμυντική βιομηχανία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η απουσία καινοτομίας στην ελληνική αμυντική βιομηχανία

Πώς οι πελατειακές πρακτικές του ελληνικού κράτους υπονομεύουν την βιωσιμότητά του
Περίληψη: 

Η επιβίωση του κράτους περνά μέσα από την συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας εφαρμογής του αυτονόητου, της αντιμετώπισης των προβλημάτων με βάση τον κοινού νου. Η δυσκολία εντοπίζεται στην κατανόηση του τι είναι αυτονόητο.

Ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΔΑΦΝΗΣ είναι διευθύνων σύμβουλος της AEROSERVICES S.A.

«Καινοτομείν»: καινήν λατομίαν τέμνειν. Δηλαδή ανασκαφή λατομείου προς αναζήτηση νέας φλέβας ορυκτού. Καινήν λατομίαν τέμνειν. Τρεις λέξεις, τρεις έννοιες: Το νέο, η ανασκαφή και φυσικά, το λατομείο.

Προκειμένου να αναγνωρίσουμε τις δυνατότητες της Ελλάδας ως έχει σήμερα να καινοτομεί, είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε στη σύγχρονη ιστορία της χώρας ιδίως από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους.

04062020-1.jpg

Άποψη από τις εγκαταστάσεις της ΕΑΒ, στον τομέα των αεροκατασκευών. Πηγή: ΕΑΒ.
----------------------------------------------------------------------

Στην προεπαναστατική τουρκοκρατούμενη Ελλάδα δεν υπήρξαν δυτικοευρωπαϊκές δομές οικονομίας και κοινωνίας. Από τη μια πλευρά δεν υπήρξαν δομές που να οδηγήσουν στην βιομηχανική επανάσταση και στην επακόλουθη διαστρωμάτωση της ευρωπαϊκής κοινωνίας. Από την άλλη, η οικονομική άνοδος του τουρκοκρατούμενου χώρου δεν δημιούργησε μια αστική τάξη δυτικοευρωπαϊκής υφής και ο λόγος είναι ότι στον τουρκοκρατούμενο χώρο δεν υπήρξε ούτε φεουδαλισμός δυτικοευρωπαϊκού τύπου.

Την ιδιομορφία, λοιπόν, της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης του ελλαδικού χώρου, γύρω στο 1800, θα την κατανοήσουμε ξεκινώντας όχι από την αντίθεση «φεουδαλικός-αστικός» αλλά κατανοώντας την ιδιότυπη πατριαρχική κοινωνική του οργάνωση.
Σχετικά μικρές ομάδες πληθυσμού βρέθηκαν κάτω από την επιρροή ξενόφερτων καπιταλιστικών σχέσεων που αναπτύχθηκαν σε διεθνές επίπεδο. Η επιρροή αυτή ανάγκασε τις ομάδες εκείνες να αποσπασθούν από την πατριαρχική τουρκοκρατούμενη κοινωνία και να ενταχθούν στο διεθνές καπιταλιστικό κύκλωμα, ιδιαίτερα στην εμπορική και εφοπλιστική του έκφανση. Η πίεση των κοινωνικών ομάδων αυτών για την αναμόρφωση του χώρου καταγωγής των, στάθηκε ατελέσφορη γιατί οι φορείς της οικονομικής ανόδου -οι οποίοι συνέχιζαν να δρουν στο εσωτερικό- δεν είχαν ποτέ αποβάλλει τα κεντρικά πατριαρχικά τους γνωρίσματα.

Η αναγκαστική συνύπαρξη των ομάδων αυτών με άλλες κοινωνικές ομάδες με ισχυρότερη κοινωνική παρουσία, όπως οι προύχοντες–γαιοκτήμονες και οι πρώην ηγέτες των λίγο ως πολύ άτακτων στρατευμάτων του Αγώνα, δημιούργησε εντάσεις και συγκρούσεις οι οποίες, όμως, δεν είχαν πολιτικό ή ιδεολογικό υπόβαθρο αλλά προθέσεις ανακατανομής της πολιτικής ισχύος και του εθνικού πλούτου μέσα στο υφιστάμενο οικονομικο-κοινωνικό πλαίσιο των πατριαρχικών κέντρων ισχύος.

Άτομα και ομάδες απέκτησαν αξιόλογη οικονομική ισχύ, μπορούσαν να ευημερήσουν, όμως δεν μπορούσαν να παίξουν ρόλους ρηξικέλευθους παρά επιδόθηκαν κατά πρώτο λόγο σε μεσιτικές και διαμετακομιστικές εργασίες.

Γι’ αυτό η βιομηχανία και η παραγωγή υλικών και υπηρεσιών αναπτύχθηκαν πολύ λιγότερο από τη ναυτιλία, το εμπόριο και το τραπεζικό σύστημα.

Έλλειπε, δηλαδή, η ουσιώδης διάσταση της αστικής οικονομίας, του αστικού πολιτισμού και της αστικής αυτοσυνείδησης: Η διάσταση η προμηθευτική, δηλαδή αυτό που από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης συνδεόταν πρωταρχικά με την μορφή του καινοτόμου βιομηχάνου ως φορέα και πρακτικού μετουσιωτή του πνεύματος της σύγχρονης επιστήμης και τεχνικής, του πνεύματος της προόδου, και της ρήξης με την στείρα παραδοσιοκρατία.

Η ελάχιστα μεταγενέστερη της ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους έλευση ή επιβολή του κοινοβουλευτισμού, σε συνδυασμό με την καθολική ψηφοφορία, συνεπέφερε μια κοινωνική κινητικότητα ίσως ακόμη εντονότερη από αυτήν που γέννησε η βιομηχανική επανάσταση γιατί δημιούργησε ευκαιρίες πολιτικής και κοινωνικής σταδιοδρομίας για άτομα με αντίστοιχες φιλοδοξίες, αλλά και άνοιξε το δρόμο από την ύπαιθρο στην πόλη σε ευρύτερες μάζες. Και οι δύο αυτές πλευρές διόγκωσαν τον κρατικό μηχανισμό και παράλληλα ενίσχυσαν τον καθοδηγητικό ρόλο του κράτους. Η διόγκωση του κρατικού μηχανισμού εξαιτίας του κοινοβουλευτικού συστήματος και της καθολικής ψηφοφορίας ήταν αναπόδραστη, γιατί εκείνο που είχαν να προσφέρουν τα κόμματα για την προσέλκυση ή την συγκράτηση ψηφοφόρων ήταν οι κρατικές θέσεις, οι οποίες γίνονταν τόσο πιο περιζήτητες όσο η καχεξία της οικονομίας έκανε τις υπόλοιπες επαγγελματικές διεξόδους λιγοστές και αβέβαιες. Εφόσον το κράτος παρέμενε ο πιο σίγουρος και ανθεκτικός εργοδότης, το πρώτο μέλημα των κομμάτων ήταν η κατάκτηση και η νομή του κράτους, ειδάλλως θα έχαναν την πίστη των οπαδών τους και την ικανότητα υπεράσπισης των συμφερόντων τους.

Ο πατριαρχικός ή πελατειακός χαρακτήρας του ελληνικού κοινοβουλευτισμού, και ταυτόχρονα η σπανιότης των θέσεων εργασίας στην ελεύθερη αγορά εργασίας, είχαν σαν συνέπεια οι μάζες, κυρίως αγροτικής προελεύσεως, αντί να οδηγηθούν στα βιομηχανικά αστικά κέντρα όπως έγινε στην Δύση, να οδηγηθούν στον κρατικό μηχανισμό όπου ενίσχυσαν τον πατριαρχικό και πελατειακό χαρακτήρα και του κρατικού μηχανισμού και των κομμάτων.

Η διόγκωση του κρατικού μηχανισμού για σκοπούς κομματικού οφέλους και ο πελατειακός χαρακτήρας των κομμάτων δεν τα έκαναν μονάχα κρατικιστικά στην πράξη αλλά και «λαϊκά», αφού η ταυτόχρονη ανάγκη εξυπηρέτησης όχι μόνο πλείστων ατόμων αλλά και διάφορων «κλάδων» μέσω του κράτους καθιστούσε ουσιαστικά αδύνατη την άσκηση μονοσήμαντης και συνεπούς ιδεολογικής πολιτικής.

Η βαθμιαία αποσύνθεση των πατριαρχικών δομών στα αστικά κέντρα δημιούργησε το κύριο τμήμα του κοινωνικού κορμού, μιαν ευρύτερη μάζα μικροαστών, μικροϊδιοκτητών, μικρεμπόρων (που σήμερα την λέμε μεσαία τάξη), οι οποίοι μπορούσαν εξίσου καλά να ανήκουν σε ένα δεξιό, κεντρώο, φιλελεύθερο ή και αριστερό κόμμα. Αυτό είχε συνέπεια η μόνη «συνεπής» πολιτική του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, ανεξαρτήτως πολιτικο-ιδεολογικού πρόσημου, να είναι ο κρατισμός.