Η απουσία καινοτομίας στην ελληνική αμυντική βιομηχανία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η απουσία καινοτομίας στην ελληνική αμυντική βιομηχανία

Πώς οι πελατειακές πρακτικές του ελληνικού κράτους υπονομεύουν την βιωσιμότητά του

Αυτοί με την σειρά τους, οι εθνικοί εκδότες, ήλεγχαν το παιχνίδι μην αφήνοντας καμία μικρή εταιρεία, όσο ικανή και να ήταν, να μεγαλώσει, να καινοτομήσει ή να επεκταθεί σε άλλους τομείς. Με αυτόν τον τρόπο μπορούσαν να μοιράζονται την κρατική πίτα χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, τις περισσότερες φορές επιβάλλοντας μέσω των διεφθαρμένων πρακτικών, προγράμματα παντελώς άχρηστα για τις ανάγκες της χώρας, ή, όσα μπορούσαν να είναι και χρήσιμα, σε υπέρογκες τιμές.

Για να μην αναφερθούμε στα μεγαλύτερα σκάνδαλα στον χώρο της Άμυνας που ακούν στο ονοματεπώνυμο Αντισταθμιστικά Ωφέλη.

Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, τα προγράμματα αυτά δεν περιλάμβαναν προγράμματα «εν συνεχεία» ή Τεχνικής Υποστήριξης, με αποτέλεσμα, με την επέλαση της οικονομικής κρίσης από τη μια πλευρά και την διεφθαρμένη καθεστωτική πολιτική της εγκατάλειψης του υλικού προκειμένου να εκβιασθεί αγορά νέου από την άλλη, να οδηγήσουν τις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας σε πλήρη απαξίωση, με μηδενικές διαθεσιμότητες μέσων, προσωπικό σε αναβρασμό και έλλειψη οράματος. Ταυτόχρονα, το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων παραμένει το ίδιο, χωρίς κουλτούρα ανάληψης πρωτοβουλιών, είτε λόγω ευθυνοφοβίας είτε λόγω πλήρους αδυναμίας συμπόρευσης με κάτι διαφορετικό από τις πρακτικές που έχει συνηθίσει στις δεκαετίες της μεταπολίτευσης.

Η οικονομική κρίση έχει οδηγήσει την χώρα σε απώλεια περίπου του 25% του ΑΕΠ, πράγμα που συναντά κανείς, ιστορικά, μόνο σε κράτη που εξέρχονται πολέμου. Εξετάζοντας διαχρονικά χώρες που ξεπέρασαν τις κρίσεις, κυρίως μετά από πολέμους, και έχτισαν δυναμικές οικονομίες, μπορεί κανείς να αντλήσει σημαντικά συμπεράσματα για τις στρατηγικές που μετήλθαν προκειμένου να δημιουργήσουν νέες οικονομίες. Παρά το γεγονός ότι η κρίση διαρκεί πλέον των δέκα ετών στην χώρα, δεν έχει διαφανεί ακόμη σχέδιο ανάκαμψης οραματικού χαρακτήρα, ικανό να οδηγήσει την οικονομία της χώρας γενικότερα, ειδικότερα την Αμυντική Βιομηχανία σε ανάπτυξη.

Οι αμυντικές ανάγκες της Ελλάδας, η γεωπολιτική θέση και η ευτυχής συγκυρία της εξωτερικής πολιτικής της χώρας προσφέρουν σημαντικές ευκαιρίες ανάπτυξης της Αμυντικής Βιομηχανίας της χώρας. Πολλές, μεγάλες, και από πολλές χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ασίας εταιρείες επιθυμούν να συνεργαστούν με ελληνικές ομολόγους τους στον συγκεκριμένο χώρο, διαβλέποντας την θετική προοπτική. Όσες επαφές έχουν γίνει μέχρι τώρα στην κατεύθυνση αυτή των διεθνών συνεργασιών, είτε κατά μόνας, είτε με ομάδες ελληνικών εταιρειών, είτε με εταιρείες του εξωτερικού, είτε με κυβερνητικούς παράγοντες άλλων χωρών, ενώ επιβεβαιώνουν την τάση αυτή, αναδεικνύουν ταυτόχρονα τις παθογένειες της εγχώριας Αμυντικής Βιομηχανίας και καταδεικνύουν την διέξοδο.

Η αναβάθμιση σε μείζονα στόχο της τεχνικής υποστήριξης των υπαρχόντων συστημάτων των Ενόπλων Δυνάμεων ώστε να αυξηθεί η διαθεσιμότητά τους και να δημιουργηθεί η απαιτούμενη βιομηχανική βάση, μαζί με την αδήριτη ανάγκη αναδιάρθρωσης της κρατικής και της ιδιωτικής αμυντικής βιομηχανίας αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους και μονόδρομο για την επιβίωσή και ανάπτυξή της Αμυντικής Βιομηχανίας. Οι συνθήκες για την αναδιάρθρωση με την μορφή εξαγορών ή συγχωνεύσεων (που είναι η συνηθέστερη διεθνής πρακτική) με δεδομένη την υπάρχουσα κουλτούρα και την οικονομική συγκυρία, δεν φαίνεται να είναι οι ενδεδειγμένες για την υλοποίηση του στόχου. Εναλλακτική μορφή αναδιάρθρωσης αποτελεί η ίδρυση φορέων με μετόχους υγιείς εταιρείες, παραγωγικές, κερδοφόρες, και καινοτόμες, οι οποίες δεν θα κουβαλούν αμαρτίες του παρελθόντος και θα είναι διατεθειμένες να λειτουργήσουν σε συνθήκες αγοράς με κανόνες και διαφάνεια. Αρχικό κίνητρο για την ίδρυση τέτοιων φορέων μπορεί να αποτελέσει η αναγκαιότητα υλοποίησης νέων (ή και ολοκλήρωση παλαιών) προγραμμάτων που δεν μπορεί να υλοποιήσει καμία εταιρεία από μόνη της, όχι όμως με τις πρακτικές του παρελθόντος, δηλαδή την «επιλογή» υποκατασκευαστών, αλλά την από κοινού ανάληψη της ευθύνης και ρίσκου υλοποίησης του έργου και φυσικά έντιμης συμμετοχής στην λήψη αποφάσεων και βεβαίως στην διανομή κερδών. Τέτοιες κινήσεις έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας όταν οι εταιρείες-μέτοχοι μπορούν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά στην υλοποίηση των έργων αλλά ακόμη και στην περίπτωση ύπαρξης ανταγωνισμού οι διαχειριστές τους διαθέτουν την ευρύτητα νου και αίσθηση της αναγκαιότητας συμβιβασμών προκειμένου οι συνέργειες αυτές να οδηγήσουν στην μεγιστοποίηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας.

Ταυτόχρονα, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι στον τομέα της Αμυντικής Βιομηχανίας της χώρας, κυρίως λόγω μεγέθους, δεν υπάρχει χώρος για πολλούς τέτοιους φορείς. Με τα σημερινά δεδομένα ίσως δύο με διαφορετικό προφίλ να ήταν υπεραρκετοί. Με αυτό ως δεδομένο, οι φορείς αυτοί δεν πρέπει να αποτελούν μια κλειστή ελίτ αλλά να είναι ανοικτοί στην συμμετοχή και νέων, πλέον των ιδρυτικών, εταιρειών που θα πληρούν τα ίδια κριτήρια και θα φέρουν προστιθέμενη αξία στον νέο φορέα. Στην ίδια κατεύθυνση η κυβέρνηση πρέπει και ενεργά να στηρίξει την στρατηγική αυτή, εξασφαλίζοντας τον αναγκαίο ζωτικό χώρο λειτουργίας των φορέων, δηλαδή τα εγχώρια προγράμματα, μέσω της λειτουργίας θεσμών όπως η Εθνική Αμυντική Βιομηχανική Στρατηγική (ΕΑΒΣ) και θεσμικών οργάνων όπως Συμβούλιο Εθνικής Αμυντικής Βιομηχανίας (ΣΑΕΒ).

Αν επανέλθουμε, όμως, στον ορισμό της καινοτομίας λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω και ιδίως στις τρεις αρχικές έννοιες της καινοτομίας, «νέο», «ανασκαφή» και «λατομείο», εύκολα συνάγεται ότι δεν μπορεί να υπάρξει καινοτομία στην χώρα μας σήμερα. Γιατί δεν υπάρχει το «λατομείο». Οι εκρήξεις που ενίοτε ακούγονται από μεμονωμένα άτομα, εταιρείες ή εκπαιδευτικά ιδρύματα, είναι περισσότερο χειροβομβίδες κρότου-λάμψης παρά «φουρνέλα» που θα μετακινήσουν με μέθοδο και οργάνωση τις χωμάτινες μάζες για να αποκαλυφθεί η νέα φλέβα ορυκτού.