Οι διασώσεις από χρέη λόγω κορωνοϊού βάζουν φωτιά στην κλιματική αλλαγή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι διασώσεις από χρέη λόγω κορωνοϊού βάζουν φωτιά στην κλιματική αλλαγή

Οι κεντρικές τράπεζες δεν πρέπει να υποστηρίζουν τις βυθιζόμενες εταιρείες ορυκτών καυσίμων

Από την άλλη, ωστόσο, οι χρηματοοικονομικές ρυθμιστικές Αρχές των ΗΠΑ ήταν λιγότερο πεπεισμένες. Η επιρροή της διοίκησης του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, κράτησε την Ομοσπονδιακή Τράπεζα εκτός της επίσημης συμμετοχής της στο δίκτυο που χτίστηκε από τον Κάρνεϊ. Σε αντίθεση με τους ομολόγους της στον κόσμο, η Fed δεν διενήργησε στρες τεστ και δεν εξέδωσε δεσμεύσεις για τον έλεγχο αγορών σε εταιρείες άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου, ακόμη και όταν οι αμερικανικές εταιρείες ορυκτών καυσίμων είχαν γίνει πολύ ευάλωτες. Μια δεκαετία χαμηλών επιτοκίων και εύκολου δανεισμού ενθάρρυνε τις εταιρείες των ΗΠΑ να επεκταθούν μέσω πιστώσεων. Μέχρι τις αρχές του 2020, οι βιομηχανίες πετρελαίου και φυσικού αερίου των ΗΠΑ, για παράδειγμα, είχαν περισσότερα από 700 δισεκατομμύρια δολάρια σε ανεξόφλητα χρέη σύμφωνα με το Ινστιτούτο Οικονομικής και Χρηματοοικονομικής Ανάλυσης της Ενέργειας (Institute for Energy Economics and Financial Analysis) [3]. Όμως, η συμβολή του κλάδου στα εταιρικά κέρδη των ΗΠΑ είχε συρρικνωθεί σταθερά, ακόμη και όταν τα επίπεδα του χρέους του είχαν φθάσει στα ύψη -έτσι ώστε η πετρελαϊκή βιομηχανία να αποτελεί τώρα μόλις το 4% του δείκτη S&P 500 [4], μειωμένη από το 25% το 1980.

ΕΠΙΤΑΧΥΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΡΙΣΚΑ

Όταν χτύπησαν η πανδημία και η συνακόλουθη χρηματοπιστωτική κρίση, οι αγορές χρέους, στις οποίες βασίστηκαν οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων, ακινητοποιήθηκαν [5]. Οι επενδυτές φοβήθηκαν να δανείζουν σε ένα αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον και οι εταιρείες δεν μπορούσαν πλέον να δανείζονται για να χρηματοδοτήσουν τις δραστηριότητές τους. Το κάποτε απλό καθήκον της έκδοσης χρέους ή της αναχρηματοδότησής του έγινε ξαφνικά θέμα οικονομικής ζωής ή θανάτου. Η πετρελαϊκή βιομηχανία ανετράπη σε μια νύχτα, μεταξύ των αρνητικών τιμών [6] τον Απρίλιο και μιας τεράστιας πτώσης της παγκόσμιας ζήτησης. Η βιομηχανία άνθρακα δέχθηκε παρόμοιο πλήγμα από τη μειωμένη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας κατά την διάρκεια της πανδημίας, η οποία έβλαψε δυσανάλογα την βιομηχανία επειδή το λειτουργικό κόστος της είναι μεγαλύτερο από εκείνο πολλών άλλων μορφών ενέργειας. Οι πολιτειακοί και ομοσπονδιακοί κανονισμοί που ευνοούν την ανανεώσιμη ενέργεια έναντι του άνθρακα επηρεάζουν επίσης την βιομηχανία, με τους αναλυτές να προβλέπουν τώρα ότι ο άνθρακας θα παράγει μόνο το 10% της ηλεκτρικής ενέργειας των ΗΠΑ έως το 2024 [7], από 50% μια δεκαετία πριν.

Η γενική χρηματοπιστωτική κρίση ανάγκασε τις κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο να δράσουν για να προστατεύσουν τις εθνικές τους οικονομίες από μια παλίρροια πτωχεύσεων σε εκκρεμότητα. Όμως, οι διασώσεις ήταν αρκετά αδιάκριτες, κατευθύνοντας οικονομική υποστήριξη σε πολλούς τομείς, συμπεριλαμβανομένων των ίδιων των βιομηχανιών άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου για τις οποίες οι κεντρικές τράπεζες είχαν αμφιβολίες. Όχι μόνο οι χρηματοοικονομικές ρυθμιστικές Αρχές υποστήριξαν εταιρείες ορυκτών καυσίμων με νέες επενδύσεις, αλλά επίσης, τουλάχιστον προσωρινά, εγκατέλειψαν τις προσπάθειές τους να αντιμετωπίσουν τους μακροπρόθεσμους κινδύνους για το κλίμα που δημιουργούν αυτές οι επενδύσεις.

Η Τράπεζα της Αγγλίας ανέβαλε τα στρες τεστ και τις προσπάθειές της να ανακατευθύνει τις επενδύσεις μακριά από τις βιομηχανίες παραγωγής εντάσεως άνθρακα. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία είχε ακολουθήσει το προβάδισμα της Τράπεζας της Αγγλίας πριν από την κρίση, καθυστέρησε επίσης την αναθεώρηση της πολιτικής για το κλίμα. Ακόμη χειρότερα, το πρώτο κύμα αγορών περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ από τα μέσα Μαρτίου έως τα μέσα Μαΐου οδήγησε 7,6 δισεκατομμύρια ευρώ [8] απευθείας σε εταιρείες ορυκτών καυσίμων. Τα ίδια οικονομικά επικίνδυνα περιουσιακά στοιχεία που τόσο ανησυχούσαν αυτές τις κεντρικές τράπεζες πριν από την κρίση -άνθρακας, πετρέλαιο και φυσικό αέριο- καταφθάνουν τώρα γρήγορα στους ισολογισμούς τους [9].

07072020-2.jpg

Η Lagarde και ο Carney σε μια εκδήλωση για την κλιματική αλλαγή στο Λονδίνο, τον Φεβρουάριο του 2020. Reuters
--------------------------------------------------------------

Οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων των ΗΠΑ, υποκινημένες από τους Ρεπουμπλικάνους συμμάχους τους στο Κογκρέσο και από τον ίδιο τον Τραμπ, πίεσαν την Fed να μειώσει τις πιστωτικές απαιτήσεις που περιόρισαν την αγορά ανεπιθύμητου [junk debt] χρέους (μεγάλο μέρος του χρέους των εταιρειών ορυκτών καυσίμων θεωρείται υψηλού ρίσκου και πολύ χαμηλότερο από το επενδυτικό κατώφλι). Η Fed χαλάρωσε τα επενδυτικά κριτήρια μέσω ενός προγράμματος που ονομάζεται Main Street Lending Program, το οποίο επέτρεπε στις χρεωμένες εταιρείες να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους με δάνεια που υποστηρίζονται από την κυβέρνηση, παρά τον συναγερμό [10] του παρατηρητηρίου του Κογκρέσου. Ταυτόχρονα, η βιομηχανία άνθρακα επέδραμε σε άλλα μέτρα έκτακτης ανάγκης, όπως το Paycheck Protection Program, που προοριζόταν να στηρίξει τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Κατά μέσο όρο, οι βιομηχανίες που αποδέχθηκαν αυτά τα κεφάλαια ΣΔΙΤ τα χρησιμοποίησαν για να καλύψουν το 52% του κόστους μισθοδοσίας˙ ωστόσο, η βιομηχανία άνθρακα εξασφάλισε με επιτυχία κεφάλαια για να καλύψει το 72% του κόστους μισθοδοσίας.