Η επερχόμενη μετα-COVID αναρχία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επερχόμενη μετα-COVID αναρχία

Η πανδημία προοιωνίζεται αρνητικά τόσο για την αμερικανική όσο και για την κινεζική ισχύ -και για την παγκόσμια τάξη*

Πριν από τον Xi, η στρατηγική ήταν η αναμονή έως ότου η συσχέτιση των οικονομικών και στρατιωτικών δυνάμεων μετατοπιστεί υπέρ της Κίνας προτού επιδιώξει σημαντικές προσαρμογές στην περιφερειακή και διεθνή τάξη -συμπεριλαμβανομένης της Ταϊβάν, της Θάλασσας της Νότιας Κίνας και της παρουσίας των ΗΠΑ στην Ασία. Υπό τον Xi, το Πεκίνο έχει γίνει πολύ πιο δυναμικό, παίρνοντας υπολογισμένα -και μέχρι στιγμής επιτυχημένα- ρίσκα για να επιφέρει αλλαγές επί του πεδίου, όπως αποδεικνύεται από την επαναδιεκδίκηση νησιών στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας και από την Πρωτοβουλία Ζώνη και Οδός (BRI). Η αντίδραση των Ηνωμένων Πολιτειών σε αυτή την προσέγγιση είχε θεωρηθεί ότι είναι διαχειρίσιμη, αλλά αυτός ο υπολογισμός θα μπορούσε να αλλάξει σε έναν κόσμο μετά τον εμπορικό πόλεμο, και μετά την πανδημία. Ο Xi θα μπορούσε να επιδιώξει να μετριάσει τις εντάσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες έως ότου η πανδημία χαθεί από την πολιτική μνήμη˙ ή, αντιμετωπίζοντας εσωτερικές προκλήσεις, θα μπορούσε να ακολουθήσει μια πιο εθνικιστική προσέγγιση στο εξωτερικό. Και οι δύο αυτές τάσεις πιθανότατα θα εμφανιστούν στην κινεζική πολιτική συμπεριφορά έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία αναθεώρησης της εσωτερικής πολιτικής της Κίνας, κάτι που ενδέχεται να μην συμβεί παρά λίγο πριν από το 20ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος το 2022. Αλλά αν το στυλ του Σι μέχρι στιγμής αποτελεί οποιαδήποτε ένδειξη, είναι πιθανό ότι θα διπλασιάσει τις προσπάθειές του ενόψει οποιασδήποτε εσωτερικής διαφωνίας.

Αυτό θα σήμαινε την σκλήρυνση της στάσης της Κίνας έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών, συμπεριλαμβανομένων θεμάτων όπως η Ταϊβάν, που αποτελεί το πιο αποσταθεροποιητικό στοιχείο της σχέσης ΗΠΑ-Κίνας. Το Πεκίνο είναι πιθανό να οξύνει την στρατηγική του για συρρίκνωση του διεθνούς χώρου της Ταϊβάν, ακόμη και καθώς εντείνονται οι προσπάθειες των ΗΠΑ να διασφαλίσουν την επανεισδοχή της Ταϊβάν στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Δεδομένου ότι αυτό έρχεται σε συνέχεια άλλων πρόσφατων προσπαθειών των ΗΠΑ για αναβάθμιση της σε επίσημο επίπεδο εμπλοκής μεταξύ Ουάσιγκτον και Ταϊπέι, η κατανόηση της «πολιτικής της μιας Κίνας» που στήριξε την ομαλοποίηση των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας το 1979 θα μπορούσε να αρχίσει να ξηλώνεται. Εάν καταρρεύσουν αυτές οι συνεννοήσεις, η προοπτική κάποιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης για την Ταϊβάν, ακόμη και ως το ακούσιο αποτέλεσμα μιας αποτυχημένης διαχείρισης κρίσης, μετακινείται ξαφνικά από το αφηρημένο στην πραγματικότητα.

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΨΥΧΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ;

Πριν από την τρέχουσα κρίση, η μεταπολεμική φιλελεύθερη διεθνής τάξη είχε ήδη αρχίσει να κατακερματίζεται. Η στρατιωτική και οικονομική ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών, η γεωπολιτική βάση στην οποία στηρίχθηκε η τάξη, αμφισβητήθηκε από την Κίνα, πρώτα περιφερειακά και πιο πρόσφατα, παγκοσμίως. Η κυβέρνηση Τραμπ προσθέτει στα προβλήματα της τάξης εξασθενίζοντας την δομή των συμμαχιών των ΗΠΑ (οι οποίες με την συμβατική στρατηγική λογική θα μπορούσε να είναι κεντρικές για την διατήρηση της ισορροπίας δυνάμεων εναντίον του Πεκίνου) και συστηματικά απονομιμοποιώντας τα πολυμερή θεσμικά όργανα (δημιουργώντας αποτελεσματικά ένα πολιτικό και διπλωματικό κενό για να το καλύψει η Κίνα). Το αποτέλεσμα ήταν ένας όλο και πιο δυσλειτουργικός και χαοτικός κόσμος.

Η τρέχουσα κρίση είναι πιθανό να ενισχύσει τέτοιες τάσεις. Η στρατηγική αντιπαλότητα θα καθορίσει τώρα ολόκληρο το φάσμα των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας -στρατιωτικά, οικονομικά, χρηματοοικονομικά, τεχνολογικά, ιδεολογικά- και θα διαμορφώνει όλο και περισσότερο τις σχέσεις του Πεκίνου και της Ουάσιγκτον με τρίτες χώρες. Μέχρι την τρέχουσα κρίση, η ιδέα ότι ο κόσμος είχε εισέλθει σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο, ή τον «Ψυχρό Πόλεμο 2.0», φαινόταν πρόωρη στην καλύτερη περίπτωση˙ τα χρηματοπιστωτικά συστήματα των δύο χωρών ήταν τόσο αλληλένδετα που η πραγματική αποσύνδεση ήταν απίθανη και φαινόταν να υπάρχει μικρή προοπτική γεωπολιτικών ή ιδεολογικών πληρεξούσιων σε τρίτες χώρες, ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό του ανταγωνισμού ΗΠΑ-Σοβιετικής Ένωσης.

Αλλά οι νέες απειλές που δημιουργούν και οι δύο πλευρές καθώς αυξάνονται οι εντάσεις που σχετίζονται με την COVID, θα μπορούσαν να τα αλλάξουν όλα αυτά. Μια απόφαση της Ουάσινγκτον να τερματίσει τις επενδύσεις των αμερικανικών συνταξιοδοτικών ταμείων στην Κίνα, να περιορίσει τα μελλοντικά κινεζικά αποθέματα αμερικανικών ομολόγων ή να ξεκινήσει έναν νέο νομισματικό πόλεμο (οξυμένο από την πρόσφατη κυκλοφορία του νέου ψηφιακού νομίσματος της Κίνας) θα αφαιρέσει γρήγορα την οικονομική κόλλα που κρατά τις δύο οικονομίες μαζί˙ μια απόφαση στο Πεκίνο να στρατιωτικοποιήσει όλο και περισσότερο την BRI θα αύξανε τον κίνδυνο για πολέμους δια πληρεξουσίων. Επιπλέον, καθώς η αμερικανο-κινεζική αντιπαράθεση μεγαλώνει, το πολυμερές σύστημα και οι κανόνες και οι θεσμοί που το στηρίζουν αρχίζουν να καταρρέουν. Πολλοί θεσμοί γίνονται οι ίδιοι πεδία αντιπαλότητας. Και με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα να έχουν υποστεί πλήγματα, δεν υπάρχει «διαχειριστής του συστήματος», για να δανειστώ την φράση του Joseph Nye, για να διατηρήσει το διεθνές σύστημα σε λειτουργία. Μπορεί να μην είναι ακόμη ο Ψυχρός Πόλεμος 2.0, αλλά αρχίζει να μοιάζει με τον Ψυχρό Πόλεμο 1.5.