Η εξωτερική πολιτική του Κουβέιτ αλλάζει | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εξωτερική πολιτική του Κουβέιτ αλλάζει

Ο νέος Εμίρης του Κουβέιτ καλείται να συνεχίσει ή να αναθεωρήσει τις σχέσεις με τις μοναρχίες του Κόλπου και το Ισραήλ

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ασυνήθιστα τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στο Κουβέιτ και τους Παλαιστινίους, και δη κατά το σχετικά πρόσφατο παρελθόν, εύλογα δημιουργείται το ερώτημα πώς αιτιολογείται η παρούσα φιλοπαλαιστινιακή στάση της κουβεϊτιανής ηγεσίας, την στιγμή που οι άλλες σουνιτικές φιλοδυτικές μοναρχίες του Κόλπου αλλάζουν άρδην την πολιτική τους έναντι του Ισραήλ και θέτουν σε δεύτερη μοίρα την έκβαση της παλαιστινιακής υπόθεσης. Και όμως, η φαινομενικά ανακόλουθη στάση της κουβεϊτιανής διπλωματίας δεν είναι αναιτιολόγητη.

Η ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΟΥΒΕΪΤ

Το τραύμα της ιρακινής εισβολής και κατοχής στις 2 Αυγούστου του 1990 δεν έχει ξεπεραστεί ποτέ από την συλλογική μνήμη των Κουβεϊτιανών. Τώρα μπορεί να αποτελεί μια μακρινή δυσάρεστη ανάμνηση, ποτέ όμως δεν ξεπεράστηκε εντελώς ο φόβος ότι μπορεί κάτι ανάλογο να επαναληφθεί. Το Κουβέιτ έχει κοινά χερσαία σύνορα με το Ιράν, αλλά και μια ισχυρή σιιτική μειονότητα με περσική εθνοτική συνείδηση, η οποία, σύμφωνα με ανεπίσημα στοιχεία, αντιστοιχεί στο 30% ή 40% του γηγενούς πληθυσμού του. Παράλληλα, η εκάστοτε κουβεϊτιανή κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να λαμβάνει υπ’ όψιν την επιρροή που θα μπορούσε να αποκτήσει ανά πάσα στιγμή ο συμπαγής σιιτικός πληθυσμός στις όμορες νότιες επαρχίες του Ιράκ –απ’ όπου τα ιρακινά στρατεύματα εισέβαλαν και κατέλαβαν μέσα σε διάστημα λίγων μόλις ωρών τη μικρή και ανοχύρωτη χώρα.

Έχοντας επίγνωση της στρατιωτικής του αδυναμίας και της θέσης του ανάμεσα σε κράτη ισχυρότερα από κάθε άποψη, το Κουβέιτ, από τον Φεβρουάριο του 1991 –οπότε και ανέκτησε την ύπαρξή του- μέχρι και σήμερα, υιοθετεί μια ενσυνείδητα ήπια πολιτική έναντι του Ιράν, του Ιράκ και της Σαουδικής Αραβίας, φροντίζοντας πάντοτε να μην ξεφεύγει από τις κοινώς παραδεδεγμένες θέσεις που υιοθετεί το σύνολο του αραβικού κόσμου σε καίρια διεθνή και περιφερειακά ζητήματα. Η υιοθέτηση μιας καθαρά συντηρητικής πολιτικής, χωρίς εξάρσεις ή αμφιλεγόμενες διακυμάνσεις, αποτέλεσε και το πρώτιστο χαρακτηριστικό της εξωτερικής πολιτικής του Κουβέιτ, με κεντρικό της εκφραστή τον Σαμπάχ Αλ-Άχμαντ Αλ-Τζάμπερ Αλ-Σαμπάχ, ο οποίος, προτού ανακηρυχθεί Εμίρης το 2006, είχε διατελέσει Υπουργός Εξωτερικών της χώρας από το 1963 έως το 1991 και από το 1993 έως και το 2002. Καθ’ όλη την διάρκεια της μακράς πολιτικής καριέρας του, κατάφερε να αναδείξει το Κουβέιτ σε έναν παράγοντα εξισορροπητικό και ικανό να προσελκύει γύρω από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων φορείς και κράτη αντιτιθεμένων συμφερόντων.

Με διάθεση συναίνεσης, το Κουβέιτ κατάφερε να παραμείνει όσο το δυνατόν μακριά από τον περιφερειακό ανταγωνισμό μεταξύ του Ιράν και των υπολοίπων σουνιτικών φιλοδυτικών μοναρχιών. Παράλληλα, όσον αφορά στις καθαρά ενδοαραβικές υποθέσεις, δεν παρασύρθηκε στην ένταση που προκλήθηκε μεταξύ Κατάρ και Σαουδικής Αραβίας, ενώ αντιθέτως, αναδείχθηκε ικανός διαμεσολαβητής εξυπηρετώντας τις σκοπιμότητες των ΗΠΑ, καταφέρνοντας παράλληλα να μην προβληματίζει την ανήσυχη Τεχεράνη. Παράλληλα, το Κουβέιτ, όπως ακριβώς και το Ομάν, διατήρησε σαφείς αποστάσεις από τα όσα πολλά διαδραματίζονταν στον εμφύλιο της Συρίας. Τέλος, σε εσωτερικό επίπεδο, συμπεραίνεται εκ των υστέρων ότι το Κουβέιτ κατάφερε να περάσει με ελάχιστες συνέπειες την θύελλα της λεγόμενης Αραβικής Άνοιξης, δίνοντας την δυνατότητα στην τοπική κοινωνία των πολιτών να εκφραστεί μέσα από πρωτοπόρες, για τα κουβεϊτιανά δεδομένα, κοινοβουλευτικές διαδικασίες –πάντοτε εντός των παραδοσιακών πλαισίων της τοπικής συντηρητικής κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά, όμως, οποτεδήποτε αντιλαμβανόταν ότι οι πολιτικές αντεγκλήσεις έτειναν να παρεκτραπούν, ο Οίκος Αλ-Σαμπάχ δεν δίσταζε να ασκήσει τις υπερεξουσίες που του παρείχε η –καθαρά μοναρχικής εμπνεύσεως- συνταγματική νομοθεσία.

Με δεδομένα όλα τα ως άνω στοιχεία, δεν θα πρέπει να εκπλήσσει ότι το Κουβέιτ, επί βασιλείας του Εμίρη Σαμπάχ Αλ-Άχμεντ Αλ-Τζάμπερ Αλ-Σαμπάχ, θεώρησε ως ριψοκίνδυνες, αν όχι άκρως τυχοδιωκτικές τις πρόσφατες δραστικές αλλαγές που υιοθετεί ο ισχυρός άνδρας της Σαουδικής Αραβίας και διάδοχος του θρόνου, Μωχάμαντ Μπιν Σαλμάν, τόσο ως προς τις εκσυγχρονιστικές τάσεις στην σαουδαραβική κοινωνία, όσο στο πολεμικό σκηνικό που στήθηκε τα τελευταία χρόνια στην Υεμένη ή στην διαρκή ένταση που καλλιεργείται στο τρίγωνο Ριάντ–Τεχεράνης-Ντόχας. Υπό το ίδιο συντηρητικό πρίσμα, το Κουβέιτ κρίνει απερίσκεπτη την απόφαση των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων να εμπλακούν στον συριακό ή στον λιβυκό εμφύλιο –ενώ παράλληλα, η τάση του Κατάρ να απομακρύνεται από τις κοινώς παραδεδεγμένες αξίες του σουνιτικού μοναρχικού περιβάλλοντος σίγουρα θεωρείται εξίσου προβληματική και επικίνδυνη. Από την άλλη, η ιδιάζουσα περίπτωση του Μπαχρέιν –το οποίο δεν έχει άλλη δυνατότητα παρά να αντιμετωπίσει χωρίς περιστροφές μια ομολογουμένως ατίθαση περσόφωνη σιιτική πληθυσμιακή πλειονότητα στο εσωτερικό του– αποτελεί για το Κουβέιτ ένα ξεκάθαρο παράδειγμα προς αποφυγήν. Θα ήταν καταστροφικό για το Κουβέιτ να βρεθεί σε μια εθνοτική δίνη, παρόμοια με εκείνην που αντιμετωπίζει το Μπαχρέιν από την σύστασή του μέχρι σήμερα. Αντιθέτως, η παραδοσιακά ουδέτερη πολιτική που εφάρμοζε πιστά καθ’ όλη την διάρκεια της πολιτικής του διαδρομής ο Σουλτάνος Καμπούς του Ομάν (ο οποίος απεβίωσε στις 10 Ιανουαρίου 2020) αποτελούσε παράδειγμα προς μίμηση για τον κουβεϊτιανό βασιλικό οίκο.

ΜΕΤΑΞΥ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗΣ