Η πραγματική απειλή ξένης παρέμβασης έρχεται μετά την ημέρα των εκλογών | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η πραγματική απειλή ξένης παρέμβασης έρχεται μετά την ημέρα των εκλογών

Οι Αμερικανοί είναι έτοιμοι να αποδεχθούν τo αφήγημα της αμφιβολίας από τους αντιπάλους τους

Σε αντίθεση με το 2016, οι πλατφόρμες των social media έχουν σταματήσει πρόσφατα τέτοιες επιχειρήσεις προτού φτάσουν σε σημαντική κλίμακα. Η ομοσπονδιακή επιβολή του νόμου παρείχε στις εταιρείες συμβουλές για κακόβουλους ξένους δρώντες, επιτρέποντάς τους να εντοπίζουν καλύτερα και να αφαιρούν το περιεχόμενο χειραγώγησης. Αυτές οι εταιρείες έχουν βελτιώσει τις πολιτικές τους, επενδύουν στην ανίχνευση και συνεργάζονται μεταξύ τους για την αφαίρεση επιχειρήσεων πληροφοριών που χρησιμοποιούν πολλές πλατφόρμες.

Η Ρωσία συνέχισε την δραστηριότητά της στον κυβερνοχώρο, αλλά σε πολλές περιπτώσεις, αντιμετώπισε σκληρότερες αμερικανικές άμυνες από όσο στο παρελθόν. Η Κυβερνο- Διοίκηση των ΗΠΑ (U.S. Cyber Command) επέκτεινε τις προσπάθειές της να εντοπίσει και να σταματήσει τις ξένες επιχειρήσεις χάκινγκ. Οι Αρχές των ΗΠΑ ανησυχούσαν ότι το TrickBot [12], ένα μεγάλο botnet [στμ: σύστημα υπολογιστών επιμολυσμένο με ηλεκτρονικό ιό] που συνδέεται με ρωσόφωνους κυβερνο-εγκληματίες [13], ενδέχεται να χρησιμοποιήσει ransomware [στμ: κακόβουλο λογισμικό που μπλοκάρει ένα σύστημα υπολογιστών μέχρι να πληρωθούν λύτρα] την Ημέρα των Εκλογών -αλλά αρκετές ιδιωτικές εταιρείες και η κυβέρνηση των ΗΠΑ έλαβαν μέτρα για να το αφαιρέσουν. Η Microsoft ανέφερε επίσης ότι Ρώσοι χάκερ προσπάθησαν να διεισδύσουν στην εκστρατεία του Biden και σε συναφείς οντότητες, αλλά χωρίς επιτυχία.

Πιο ανησυχητικό, το FBI και η Υπηρεσία Κυβερνο-ασφάλειας στον Ασφάλειας Υποδομών (Cybersecurity and Infrastructure Security Agency, CISA) προειδοποίησαν από κοινού [14] στις 22 Οκτωβρίου ότι Ρώσοι χάκερ είχαν διεισδύσει σε ορισμένα δίκτυα κρατικών και τοπικών Αρχών. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι τα εκλογικά δεδομένα έχουν παραβιαστεί ή ότι αυτές οι παραβιάσεις επιτρέπουν την πρόσβαση σε συστήματα ψηφοφορίας, αλλά το γεγονός αυτής της πρόσβασης θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να δημιουργήσει αμφιβολίες για την ακεραιότητα της εκλογικής διαδικασίας.

ΝΕΟΙ ΠΑΙΚΤΕΣ, ΝΕΟΙ ΣΤΟΧΟΙ

Το 2020, η Ρωσία δεν είναι πλέον ο μόνος ξένος δρων που επιδιώκει να επηρεάσει την πολιτική των ΗΠΑ. Δύο άλλοι μπήκαν στη μάχη, φέρνοντας τις δικές τους στρατηγικές και προθέσεις: το Ιράν και η Κίνα.

Σε μια βιαστικά συγκληθείσα συνέντευξη Τύπου στις 21 Οκτωβρίου, αξιωματούχοι των ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι το Ιράν, που είχε μεταμφιεστεί ως λευκή ρατσιστική ομάδα, είχε στείλει μια σειρά απειλητικών μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε Δημοκρατικούς ψηφοφόρους σε πολλές πολιτείες. Επίσης ανακοίνωσαν ότι το Ιράν -μαζί με την Ρωσία- είχε λάβει πληροφορίες για ψηφοφόρους των ΗΠΑ, αν και πολλές από αυτές τις πληροφορίες είναι διαθέσιμες στο κοινό. Η εξέλιξη υποδηλώνει ότι το Ιράν έχει κλιμακώσει τις παρεμβάσεις του, οι οποίες περιλαμβάνουν επίσης λίγες μικρής κλίμακας δραστηριότητες στα social media [15]. Το FBI, η CISA και ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες εκτιμούν ότι οι στόχοι του Ιράν είναι να «σπείρουν την διαφωνία μεταξύ των ψηφοφόρων και να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εκλογική διαδικασία των ΗΠΑ».

Αντίθετα, η Κίνα στοχεύει λιγότερο να επηρεάσει τις εκλογές ή να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη σε αυτές παρά να «διαμορφώσει ευρύτερα το περιβάλλον της πολιτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες, να ασκήσει πίεση σε πολιτικά πρόσωπα που θεωρεί αντίθετα με τα συμφέροντα της Κίνας και να εκτρέψει και να αντιμετωπίσει την κριτική εναντίον της Κίνας», σύμφωνα με τον Διευθυντή του NCSC, Evanina. Η Microsoft εντόπισε κινέζικες και ιρανικές προσπάθειες να χακάρουν τις εκστρατείες του Μπάιντεν και του Τραμπ, αντίστοιχα, αλλά το αν αυτοί οι δρώντες αυτοί αναζήτησαν υλικό για επιχειρήσεις χακαρίσματος και διαρροής (hack-and-leak operations) ή για κατασκοπεία (όπως έκανε η Κίνα στο παρελθόν [16]) δεν ήταν σαφές.

Ο ΕΑΥΤΟΣ ΜΑΣ Ο ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΣ ΕΧΘΡΟΣ

Καθώς εμφανίστηκαν νέες αναφορές περί ξένης παρέμβασης, το ίδιο έκαναν και οι ανησυχίες ότι πολιτικά κίνητρα χρωματίζουν τον δημόσιο χαρακτηρισμό τους [ως τέτοιες]. Τον Σεπτέμβριο του 2020, ένας πληροφοριοδότης από το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας (Department of Homeland Security) ισχυρίστηκε [17] ότι ανώτεροι αξιωματούχοι πίεσαν το Υπουργείο «να σταματήσει να παρέχει εκτιμήσεις πληροφοριών σχετικά με την απειλή της ρωσικής επέμβασης στις Ηνωμένες Πολιτείες και αντί γι’ αυτό να αρχίσει να αναφέρει δραστηριότητες παρεμβολής από την Κίνα και το Ιράν». Πολλοί παρατηρητές αναρωτήθηκαν αν μια τέτοια δυναμική βρίσκεται πίσω από την συνέντευξη Τύπου της περασμένης εβδομάδας σχετικά με τα εκφοβιστικά μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Ιράν. Ο John Ratcliffe, διευθυντής των εθνικών μυστικών υπηρεσιών, ισχυρίστηκε ότι η πρόθεση του Ιράν ήταν να βλάψει τον πρόεδρο Τραμπ -μια φαινομενική αντίφαση με άλλες εκτιμήσεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ- και φάνηκε πρόθυμος να τονίσει την απειλή από το Ιράν έναντι αυτής από την Ρωσία.

Η δυσπιστία προς τις πληροφορίες και τις διαδικασίες που διέπουν την αμερικανική δημοκρατία είναι ένα βαθύ και επακόλουθο πρόβλημα, τόσο από μόνο του όσο και λόγω της ευπάθειας που δημιουργεί. Τελικά, η επιτυχία των επιχειρήσεων ξένης παρέμβασης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την δεκτικότητα των κοινωνιών που επιδιώκουν να επηρεάσουν. Από αυτή την άποψη, οι Αμερικανοί κάνουν την δουλειά των αντιπάλων τους αντί για εκείνους. Οι ξένοι παράγοντες μπορούν εύκολα να προκαλέσουν αμφιβολίες για τους δημοκρατικούς θεσμούς όταν οι εγχώριοι φορείς κάνουν το ίδιο –συμπεριλαμβανομένου του να κάνουν ψευδείς ισχυρισμούς για νοθεία ψήφων ή προβλήματα με την επιστολική ψηφοφορία. Ο Evanina του NCSC προειδοποίησε ότι οι ρωσικοί σταθμοί έχουν ενισχύσει [18] αυτούς τους ισχυρισμούς, μερικοί από τους οποίους προέρχονται από τον πρόεδρο των ΗΠΑ.