Η δολερή μετάβαση της Αμερικής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η δολερή μετάβαση της Αμερικής

Πώς η ανυποταξία του Trump απειλεί την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ
Περίληψη: 

Το δράμα και το χάος της τρέχουσας μετάβασης μπορεί να καταστήσει αυτή την εποχή κατάλληλη για να μελετηθεί η συντόμευση του χρονικού πλαισίου μετάβασης από τον έναν πρόεδρο στον άλλον, ίσως μετακινώντας τις εκλογές πιο κοντά στην συνταγματική εντολή της ημέρας της ορκωμοσίας.

Ο IVO H. DAALDER είναι πρόεδρος του Chicago Council on Global Affairs.
Ο JAMES M. LINDSAY είναι ανώτερος αντιπρόεδρος και διευθυντής Σπουδών στο Council on Foreign Relations.
Είναι συν-συγγραφείς του βιβλίου με τίτλο The Empty Throne: America’s Abdication of Global Leadership.

Οι προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ επιτέλους τελείωσαν. Ο πρώην αντιπρόεδρος, Joseph R. Biden, έχει κερδίσει, αλλά δεν θα αναλάβει καθήκοντα για άλλες δέκα εβδομάδες. Μια τόσο παρατεταμένη μεταβατική περίοδος είναι αμφοτέρως ασυνήθιστη στην παγκόσμια πολιτική και έμφορτη κινδύνων, ειδικά όταν ο νυν [πρόεδρος] αρνείται να αποδεχθεί ότι έχει χάσει.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σχεδόν οι μόνες μεταξύ των μεγάλων δημοκρατιών που χρειάζονται τόσο πολύ χρόνο για να εγκαταστήσουν έναν νέο αρχηγό κράτους. Στην Γαλλία, ο πρόεδρος αναλαμβάνει καθήκοντα εντός δέκα ημερών από τις εκλογές. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα φορτηγά της μετακόμισης φτάνουν στον αριθμό 10 της Downing Street το πρωί μετά την ήττα του νυν [πρωθυπουργού]. Οι δυόμισι μήνες των Ηνωμένων Πολιτειών φαίνονται καλοί μόνο σε σύγκριση με το Μεξικό, όπου η μετάβαση διαρκεί πέντε επίπονους μήνες.

13112020-1.jpg

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και ο εκλεγμένος πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, στο Νάσβιλ του Τενεσί, τον Οκτώβριο του 2020. Mike Segar / Reuters
----------------------------------------------

Ακόμα και υπό ιδανικές συνθήκες, οι προεδρικές μεταβάσεις αποτελούν μια δυσάρεστη μεσοβασιλεία στην πολιτική των ΗΠΑ. Καθώς ο αδύναμος ηττημένος συνεχίζει να ασκεί εξουσία, ο εκλεγμένος πρόεδρος δημιουργεί μια ομάδα και υλοποιεί ένα όραμα για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Η χώρα είναι εγκλωβισμένη μεταξύ του προέδρου που είχε και του προέδρου που θα αποκτήσει σύντομα. Αυτή την φορά, ωστόσο, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αρνήθηκε να αποδεχτεί το εκλογικό αποτέλεσμα και η ομάδα του δεν συνεργάζεται με τον εκλεγμένο πρόεδρο. Ως αποτέλεσμα, η μεταβατική περίοδος θα είναι πιο επικίνδυνη από ποτέ. Η ανυποταξία του Trump δεν απειλεί μόνο την αμερικανική δημοκρατία αλλά θέτει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια. Αυτή η εμπειρία πρέπει να παρακινήσει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ να ρίξουν μια εντελώς νέα ματιά στην προσέγγιση της χώρας για τις προεδρικές μεταβάσεις.

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕΤΑΒΑΣΕΩΝ

Ορισμένες προηγούμενες προεδρικές μεταβάσεις έχουν γίνει ομαλά, ακόμη και όταν η εξουσία έχει μετατοπιστεί από το ένα πολιτικό κόμμα στο άλλο. Μια μέρα μετά τις εκλογές του 1992, ο εκλεγμένος πρόεδρος Μπιλ Κλίντον προέτρεψε «τους φίλους και τους εχθρούς της Αμερικής να αναγνωρίσουν, όπως εγώ, ότι η Αμερική έχει μόνο έναν πρόεδρο κάθε φορά». Ο απερχόμενος πρόεδρος, George H. W. Bush, εξασφάλισε την σύμφωνη γνώμη του Κλίντον πριν υπογράψει μια σημαντική στρατηγική συμφωνία όπλων με την Ρωσία μερικές εβδομάδες αργότερα. Η μετάβαση από τον George W. Bush στον Μπαράκ Ομπάμα ήταν ακόμη πιο απρόσκοπτη: και τα δύο μέρη συνειδητοποίησαν ότι οι μεταβάσεις είναι ευάλωτες περίοδοι που μπορούν να εκμεταλλευτούν χώρες ή ομάδες που επιθυμούν το έθνος να είναι ασθενές. Ο Μπους και ο Ομπάμα συνεργάστηκαν τόσο στενά που οι εξερχόμενοι και οι εισερχόμενοι αξιωματούχοι κάθονταν δίπλα-δίπλα την στιγμή της παράδοσης σε περίπτωση μιας πιθανής επίθεσης.

Τις περισσότερες φορές, ωστόσο, οι προεδρικές μεταβάσεις είναι δύσκολες, αμφισβητούμενες υποθέσεις. Οι νυν λαμβάνουν αποφάσεις στις οποίες οι διάδοχοί τους αντιτίθενται: για παράδειγμα, ο Κλίντον υπέγραψε την συνθήκη για την ίδρυση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου τον Δεκέμβριο του 2000, παρόλο που ο διάδοχός του είχε κάνει εκστρατεία εναντίον του. Οι εκλεγμένοι πρόεδροι και οι ομάδες τους λαμβάνουν επίσης συχνά μέτρα για να σφετεριστούν την εξουσία του νυν προέδρου. Ο Ρίτσαρντ Νίξον, για παράδειγμα, τορπίλισε τις προσπάθειες του Λίντον Τζόνσον να πραγματοποιήσει συνάντηση κορυφής ΗΠΑ-Σοβιετικής Ένωσης και ο επιλεγείς από τον Ντόναλντ Τραμπ για την θέση του Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας, Μάικλ Φλίν, διαβοήτως επεδίωξε να υπονομεύσει τις πολιτικές της κυβέρνησης Ομπάμα σε τηλεφωνήματα με τον Ρώσο πρέσβυ στην Ουάσινγκτον.

Η τρέχουσα προεδρική μετάβαση, ωστόσο, πιθανότατα θα σηματοδοτήσει ένα νέο χαμηλό [επίπεδο]. Ο Τραμπ ισχυρίζεται ότι έχει κερδίσει τις εκλογές και ως εκ τούτου απορρίπτει την ίδια την έννοια της μετάβασης σε νέα προεδρία. «Θα υπάρξει μια ομαλή μετάβαση», δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, «σε μια δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ». Υπογραμμίζοντας αυτό το σημείο, αυτή την εβδομάδα ο Τραμπ ανασχημάτισε την πολιτική ηγεσία του Πενταγώνου, απολύοντας τον υπουργό Άμυνας, Μαρκ Έσπερ, και άλλους ανώτερους αξιωματούχους και προχωρώντας για να εγκαταστήσει πιστούς του σε κορυφαίες θέσεις στην Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας (National Security Agency, NSA) και αλλού. Διέταξε επίσης την κυβέρνησή του να προετοιμάσει έναν νέο προϋπολογισμό για να τον παρουσιάσει στο Κογκρέσο τον Φεβρουάριο -αφότου θα έχει αποχωρήσει από το αξίωμα. Όλες αυτές οι ενέργειες δείχνουν μια μετάβαση που δεν θα μοιάζει με οποιαδήποτε άλλη στην ιστορία των ΗΠΑ: μια [μετάβαση] στην οποία η εξερχόμενη διοίκηση χρησιμοποιεί την εξουσία που ακόμα διαθέτει για να υπονομεύσει ενεργά τη νομιμότητα και την ικανότητά της διαδόχου της να αναλάβει γρήγορα και αποτελεσματικά την εξουσία.

ΟΙ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΤΟΥ BIDEN

Το αμερικανικό σύστημα δεν περιλαμβάνει την έννοια της υπηρεσιακής κυβέρνησης –μιας [κυβέρνησης] που σχηματίζεται αποκλειστικά για να διατηρήσει την συνέχεια των λειτουργιών έως ότου μπορέσει να αναλάβει η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση. Η χώρα εκλέγει τους προέδρους για να υπηρετήσουν επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια -όχι περισσότερο, αλλά επίσης όχι λιγότερο. Η εισερχόμενη κυβέρνηση του Μπάιντεν έχει επομένως λίγες επιλογές εκτός από το να περιμένει τον Τραμπ να φύγει, αρκεί η συμπεριφορά του προέδρου να παραμείνει συνταγματική και σύμφωνα με το θεσμικό καθήκον του. Δεν υπάρχει νομική θεραπεία που θα μπορούσε να αναγκάσει τον Τραμπ να συνεργαστεί –άλλη εκτός από το οριστικό τέλος της θητείας του στις 20 Ιανουαρίου 2021.