Η προεδρία Ντόναλντ Τραμπ στην εξωτερική πολιτική | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η προεδρία Ντόναλντ Τραμπ στην εξωτερική πολιτική

Τι ήθελε να πετύχει και τι κατάφερε τελικά
Περίληψη: 

«O Τραμπ μπορεί να είναι από αυτά τα πρόσωπα στην Ιστορία που εμφανίζονται από καιρό σε καιρό, για να σηματοδοτήσει το τέλος μιας εποχής και να αναγκάσει να εγκαταλειφθούν τα παλιά προσχήματά της».

O ΠΕΤΡΟΣ ΤΑΣΙΟΣ είναι διεθνολόγος με ειδίκευση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική.

Το τέλος της προεδρικής θητείας του Ντόναλντ Τραμπ αποτελεί μια πρώτης τάξης ευκαιρία για την ανασκόπηση των πεπραγμένων της κυβέρνησής του στην εξωτερική πολιτική [1].

Η εκλογή του ως 45ου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής τέσσερα χρόνια πριν (ενάντια σε όλα τα προγνωστικά που υπήρχαν ακόμη και κατά την διάρκεια της εσωκομματικής διαδικασίας) είχε σημειολογικό χαρακτήρα στον βαθμό που εξέφρασε την απόρριψη των εγχώριων και διεθνών ελίτ καθώς και των εκπροσώπων της καθεστηκυίας τάξης στην Ουάσινγκτον, αναδεικνύοντας τον μόνο μη πολιτικά ορθό υποψήφιο. Έχοντας χαρακτηριστεί ως ριζοσπάστης του συντηρητισμού, εξελέγη ο πιο αντισυμβατικός Αμερικανός πρόεδρος, ο πρώτος στην ιστορία της χώρας που δεν κατείχε προηγουμένως κάποιο πολιτικό ή στρατιωτικό αξίωμα.

25112020-1.jpg

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, μιλά κατά την διάρκεια συνέντευξής του στο Reuters στο Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου, στην Ουάσινγκτον, στις 27 Απριλίου 2017. REUTERS/Carlos Barria
------------------------------------------------------------------

Στο ευρύτερο πλαίσιο του διεθνούς συστήματος σηματοδότησε την αντίθεση στην οικονομική, πολιτική και πολιτισμική παγκοσμιοποίηση αλλά και την αλλαγή προς την κατεύθυνση της επανεθνικοποίησης, όπου το έθνος-κράτος επανέρχεται για να ανακτήσει πτυχές της κυριαρχίας του που απομειώθηκαν τα προηγούμενα χρόνια. Το έθνος-κράτος αναδεικνύεται ξανά ως κυρίαρχος παράγοντας διαμόρφωσης των διεθνών εξελίξεων στο νέο εθνοκεντρικό σύστημα.

Η ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΣΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Το θεωρητικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο οικοδόμησε και εφάρμοσε την εξωτερική πολιτική του ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ο τζακσονισμός, ο οποίος αποτελεί μια από τις τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα που διέπουν τις διεθνείς σχέσεις, όπως αυτές προέκυψαν μεταψυχροπολεμικά και διαμορφώθηκαν κατά την δεκαετία του 1990 [2]. Σε αυτή την προσέγγιση βρίσκονται οι εθνικιστικοί «νεο-απομονωτιστές», τους οποίους ο ακαδημαϊκός Γουόλτερ Ράσελ Μεντ συνδέει με τις παραδόσεις του προέδρου Άντριου Τζάκσον (1829-1837). Η τζακσονική παράδοση στη μεταψυχροπολεμική της έκφανση δεν πρεσβεύει τον πλήρη απομονωτισμό όπως στην δεκαετία του 1930, αλλά αποβλέπει στην απεμπλοκή των ΗΠΑ από τις πολυμερείς δεσμεύσεις. Ουσιαστικά, πρόκειται για εθνικιστική παράδοση με ισχυρά λαϊκά ερείσματα κυρίως στην συντηρητική ενδοχώρα και ως εκ τούτου στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (ιδίως στο Κογκρέσο). Οι τζακσονικοί υποστηρίζουν από τη μια μεριά την υπεράσπιση των αμερικανικών εθνικών συμφερόντων με μονομερή και αποφασιστικά μέτρα, ενώ από την άλλη μεριά αντιστέκονται στην εμπλοκή των ΗΠΑ σε πολυμερή διεθνιστικά σχήματα για το ουτοπικό «καλό της ανθρωπότητας» ή προς όφελος άλλων εθνών.

Σε αυτό το πλαίσιο ο τζακσονισμός εκφράστηκε στο Κογκρέσο μέσω νόμων που επέβαλλαν οικονομικές κυρώσεις όχι μόνο σε αντίπαλα κράτη, όπως η Κούβα, αλλά και σε εταιρείες τρίτων κρατών που συναλλάσσονται μαζί τους. Επίσης, εφαρμόστηκε μέσω της αντίθεσης των περισσοτέρων ρεπουμπλικάνων σε νέες πολυμερείς συμφωνίες, όπως αυτές για την προστασία του περιβάλλοντος (Πρωτόκολλο του Κιότο) ή για το διεθνές ποινικό δικαστήριο. Η εναντίωση των τζακσονικών προς τους πολυμερείς οργανισμούς φάνηκε από την απροθυμία του Κογκρέσου να εξοφλήσει τα χρέη των ΗΠΑ προς τον ΟΗΕ και το ΔΝΤ, θεσμούς που είχαν δεχθεί έντονη κριτική από συντηρητικούς Ρεπουμπλικάνους πολιτικούς [3]. Τέλος, οι τζακσονικοί Ρεπουμπλικάνοι εναντιώθηκαν στις ανθρωπιστικές επεμβάσεις όπου δεν διακυβεύονταν σημαντικά αμερικανικά εθνικά συμφέροντα, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση την εμπλοκή του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) στο Κόσοβο.

Παραδοσιακά οι συντεταγμένες της εξωτερικής πολιτικής της εκάστοτε αμερικανικής κυβέρνησης εκφράζονται και συνδιαμορφώνονται από think tanks (δεξαμενές σκέψεις). Για πολλά χρόνια το Heritage Foundation αποτέλεσε το σημείο αναφοράς για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Η εικοσάτομη έκδοση του ιδρύματος με τίτλο «Mandate for leadership» υπήρξε ένας εξαιρετικός οδηγός των διανοουμένων του κόμματος που πήρε τα εύσημα του τότε προέδρου Ρόναλντ Ρίγκαν. Κατά την προεδρία του Τζορτζ Γουόκερ Μπους (2001-2009), οι ειδικοί του American Enterprise Institute διαμόρφωσαν την αντιτρομοκρατική πολιτική της κυβέρνησης στην οποία περιλαμβανόταν και η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ. Ο Ντόναλντ Τραμπ ενστερνίστηκε τις ιδέες του Claremont Institute της Καλιφόρνιας, του οποίου σημαντικός διαμορφωτής υπήρξε ο Χάρι Τζάφα, μαθητής του Λέο Στράους και ιδρυτής της στραουσιανής σχολής της δυτικής ακτής [4]. Ο εξ απορρήτων του Αμερικανού προέδρου, Στιβ Μπάνον, υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του συγκεκριμένου ινστιτούτου.

ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΤΖΕΝΤΑ

Το προεκλογικό πρόγραμμα του Ντόναλντ Τραμπ αντλείται από πλήθος πηγών, όπου σκιαγραφούνται ξεκάθαρα οι στόχοι του προτού η λαϊκή ετυμηγορία τον αναδείξει στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα.

Η επίσημη παρουσίαση των θέσεών του για την εξωτερική πολιτική έγινε στην ομιλία στο Center for National Interest στην Ουάσινγκτον στις 27 Απριλίου 2016 [5]. Εκεί ανέφερε ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου υπολείπεται σαφούς προσανατολισμού και οράματος, επισημαίνοντας πέντε τρωτά σημεία: (α) την υπερεπέκταση των εθνικών πόρων, (β) την δυσανάλογη συμμετοχή των συμμάχων, σε οικονομικό επίπεδο, σε διάφορους οργανισμούς και πρωτίστως στο ΝΑΤΟ, όπου οι ΗΠΑ επωμίζονται το βαρύτερο φορτίο, (γ) την αντίληψη των συμμαχικών κρατών ότι δεν μπορούν να βασίζονται από τις ΗΠΑ, (δ) την έλλειψη σεβασμού των αντίπαλων χωρών προς τις ΗΠΑ και (ε) την ασάφεια των στόχων της αμερικανικής στρατηγικής.