Το νέο παραγωγικό πρότυπο της Ελλάδας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το νέο παραγωγικό πρότυπο της Ελλάδας

Πώς πρέπει να δομηθεί η ελληνική οικονομία για την επόμενη ημέρα μετά την πανδημία*

Η ανάπτυξη των ελληνικών βιομηχανικών επιχειρήσεων στο περιβάλλον της νέας ψηφιακής και παγκοσμιοποιημένης οικονομίας προϋποθέτει ενίσχυση της καινοτομίας, διασύνδεση της εφαρμοσμένης έρευνας και των επιχειρήσεων με την ανώτατη εκπαίδευση και δημιουργία μηχανισμού μεταφοράς νέας τεχνολογίας στον παραγωγικό ιστό. Η ανάπτυξη επιχειρηματικής καινοτομίας με υψηλή προστιθέμενη αξία επηρεάζεται από ελλείψεις και αδυναμίες στην εφαρμογή μέτρων πολιτικής καθώς και από την γραφειοκρατία. Είναι γνωστό ότι ενώ τα ελληνικά πανεπιστήμια εμφανίζουν υψηλές ερευνητικές επιδόσεις τόσο στην βασική όσο και στην εφαρμοσμένη έρευνα, η Ελλάδα έχει χαμηλές επιδόσεις στην καινοτομική δραστηριότητα και χαμηλές δαπάνες για Ε&Α στον ιδιωτικό τομέα. Επίσης, έχει διαπιστωθεί έλλειψη ουσιαστικής συνεργασίας και επικοινωνίας μεταξύ ερευνητικής κοινότητας και παραγωγικών επιχειρήσεων, καθώς επίσης θεσμική έλλειψη δομών και μηχανισμών για την διασύνδεση αυτή.

Με αφετηρία τις παγκόσμιες τάσεις και τη νέα οικονομία που αναφέρθηκαν πιο πάνω, η Ευρώπη έχει ήδη προχωρήσει στην διαμόρφωση μιας νέας βιομηχανικής πολιτικής στο πλαίσιο μετάβασης προς την ψηφιακή πρωτοπορία, την παγκοσμιοποίηση και την κλιματική ουδετερότητα. Οι τρεις άξονες μετασχηματισμού της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, που στηρίζουν ολόκληρο τον παραγωγικό ιστό της οικονομίας, αλλά κυρίως τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) και κάνουν την παραγωγική δομή βιώσιμη και ανταγωνιστική, είναι οι εξής: (α) Η ψηφιακή μετάβαση, η οποία δίνει στην βιομηχανία και στις ΜμΕ την δυνατότητα να ανταποκρίνονται έγκαιρα στις αλλαγές, παρέχει στους εργαζομένους νέες δεξιότητες και στηρίζει την απεξάρτηση της οικονομίας από τον άνθρακα. (β) Η ανταγωνιστικότητα στην παγκόσμια σκηνή, στην οποία η Ευρώπη με την Ενιαία Αγορά ως μοχλό μπορεί να καθιερώσει παγκόσμια πρότυπα. (γ) Η πράσινη μετάβαση και η νέα ενεργειακή στρατηγική, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία αποτελεί τη νέα αναπτυξιακή στρατηγική της Ευρώπης. Η στρατηγική αυτή ανταποκρίνεται πλήρως στις συνθήκες της νέας οικονομίας και μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για μια νέα ελληνική βιομηχανική πολιτική.

Η διαχρονική έλλειψη χρηματοδοτικών εργαλείων και κινήτρων, καθώς και το κόστος του χρήματος είναι σημαντικός ανασταλτικός παράγων στην ανάπτυξη της βιομηχανίας. Έχει διαπιστωθεί ότι στην περίοδο της δημοσιονομικής κρίσης υπήρξε μια σημαντική αποεπένδυση της ελληνικής οικονομίας της τάξεως του 50% έναντι του επίπεδου προ κρίσης. Αυτό συνεπάγεται την ανάγκη για νέες επενδύσεις στην οικονομία της τάξεως των 100 δισεκ. ευρώ με μεγάλο μερίδιο αυτής της επένδυσης να αφορά την βιομηχανία. Η χώρα χρειάζεται ένα επενδυτικό σοκ, επενδύσεις σε ολόκληρο τον παραγωγικό ιστό και όχι μόνο στις Ξένες Άμεσες Επενδύσεις, αλλά κυρίως επενδύσεις στις ΜμΕ που αποτελούν την πλειονότητα του επιχειρηματικού συνόλου. Η διευθέτηση του προβλήματος των κόκκινων δανείων θα απαλλάξει το τραπεζικό σύστημα από το δυσβάσταχτο αυτό βάρος και θα επιτρέψει την αύξηση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων.

Ο Αναπτυξιακός Νόμος, η Αναπτυξιακή Τράπεζα, η Enterprise Greece και ο Οργανισμός Ασφάλισης Εξαγωγικών Πιστώσεων μπορούν να αποτελέσουν εκτελεστικούς βραχίονες μιας βιομηχανικής στρατηγικής που θα ενδυναμώσει τον παραγωγικό ιστό, θα ενισχύσει την εξωστρέφεια της οικονομίας, θα εκσυγχρονίσει τις επιχειρήσεις και θα δημιουργήσει ένα διεθνές Brand Name για τα ελληνικά προϊόντα. Οι πόροι από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης πρέπει να αξιοποιηθούν σωστά ώστε να μεγιστοποιηθεί το οικονομικό αποτέλεσμα. Ο στόχος πρέπει να είναι η ενίσχυση των εξωστρεφών επιχειρήσεων σε οποιονδήποτε κλάδο στη νέα ψηφιακή εποχή και τη νέα οικονομία, των οποίων το συγκριτικό πλεονέκτημα είναι η τεχνολογική τους πρωτοπορία έναντι άλλων επιχειρήσεων στον ίδιο κλάδο. Ακόμα και στους πιο αδύναμους κλάδους μπορούν να υπάρχουν ανταγωνιστικοί υποκλάδοι ή και ανταγωνιστικές επιχειρήσεις. Αυτό δεν σημαίνει κρατικό προγραμματισμό ούτε επιστροφή σε παρωχημένες πρακτικές στήριξης κλάδων. Σημαίνει στρατηγική με συγκεκριμένους, μετρήσιμους στόχους, προτεραιότητες στις επενδύσεις και επιλογή εργαλείων και μέτρων πολιτικής με αξιολόγηση και ανάλυση επιπτώσεων. Η απουσία στρατηγικής δεν μπορεί να είναι επιθυμητή επιλογή. Η ευρωπαϊκή στρατηγική για μια νέα βιομηχανική πολιτική πρέπει να αποτελέσει το πρότυπο.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΘΝΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΜΥΝΤΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Η Ελλάδα δεν απολαμβάνει σήμερα το αγαθό της ασφάλειας στον βαθμό που το απολαμβάνουν άλλες χώρες της Ευρώπης, παρά το γεγονός ότι έχει μεγάλες, συγκριτικά για το μέγεθός της, ένοπλες δυνάμεις και αμυντικές δαπάνες. Σημαντικός παράγων ασφάλειας και διπλωματικής ισχύος μιας χώρας είναι πάντα η στρατιωτικής ισχύς. Όχι κατ’ ανάγκη η χρήση, αλλά η ύπαρξή της ως ικανότητα. Με δεδομένο το «έλλειμμα» ασφάλειας και τις τεράστιες αμυντικές δαπάνες, θα περίμενε κανείς ότι η χώρα μας θα είχε αναπτύξει μια υψηλού επιπέδου εγχώρια αμυντική βιομηχανία, που θα διασφάλιζε τα αμυντικά της συμφέροντα και συγχρόνως θα μείωνε τις δυσμενείς επιπτώσεις στο ισοζύγιο πληρωμών.

Δυστυχώς, η υποβάθμιση της ελληνικής αμυντικής και ναυπηγικής βιομηχανίας στα τελευταία τριάντα χρόνια θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ότι έχει οδηγήσει σε ουσιαστικό εθελοντικό αφοπλισμό. Η επικράτηση της κομματικοποίησης και του συνδικαλισμού στις δημόσιες αμυντικές βιομηχανίες, αλλά και η ουσιαστική πτώχευση των ναυπηγείων έχουν ως αποτέλεσμα να ευρίσκεται η χώρα σε μια κρίσιμη περίοδο αναταράξεων στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου χωρίς ισχυρή αμυντική και ναυπηγική βιομηχανία. Μερικές λαμπρές εξαιρέσεις επιχειρήσεων στον ιδιωτικό τομέα δεν αρκούν για να αλλάξει η μεγάλη εικόνα. Αυτή την στιγμή η Ελλάδα υστερεί τεχνολογικά, με συνέπεια να διαπραγματεύεται εξωπραγματικά συμβόλαια εξοπλιστικών προγραμμάτων, τα οποία ούτε αντέχει οικονομικά ούτε λύνουν το πρόβλημα της ασφάλειας σε βάθος χρόνου.