Μια κρίση εμπιστοσύνης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια κρίση εμπιστοσύνης

Πώς μπορεί ο Μπάιντεν να αποκαταστήσει την πίστη στις υπηρεσίες κατασκοπείας των ΗΠΑ

Σε άλλα θέματα, ωστόσο, ο Μπάιντεν θα χρειαστεί την βοήθεια του Κογκρέσου για να δέσει τα ίδια του τα χέρια. Ο σαφέστερος στόχος προς μεταρρύθμιση είναι ο Μεταρρυθμιστικός Νόμος για τις Ομοσπονδιακές Κενές Θέσεις (Federal Vacancies Reform Act), ένας νόμος του 1998 σχετικά με τους ομοσπονδιακούς διορισμούς που έχει δώσει στον εκτελεστικό κλάδο υπερβολική δύναμη για να αποφεύγει την εποπτεία του Κογκρέσου. Ο νόμος επιτρέπει στον πρόεδρο να μετακινεί αξιωματούχους γύρω-γύρω στον εκτελεστικό κλάδο με την ιδιότητα του «αναπληρωτή» (acting) μέχρι να περάσει ο Λευκός Οίκος αυτόν που θέλει, όπως όταν εγκατέστησε τον Richard Grenell, έναν ένθερμο κομματικό που ήταν τότε πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Γερμανία, ως αναπληρωτή διευθυντή των εθνικών [υπηρεσιών] πληροφοριών τον Φεβρουάριο του 2020. Αυτή η προσπάθεια «μουσικής-καρέκλας» ήταν τόσο μια απερίσκεπτη προσπάθεια αποφυγής του νόμου όσο και ένα πλήγμα για την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών πληροφοριών. Οι πιστοί που εισέρχονται [στην διοίκηση] για σύντομες, πολιτικών κινήτρων εργασίες, δεν θα αποκτήσουν ποτέ σεβασμό από το προσωπικό. Όμως, οι νομοθέτες μπορούν να περιορίσουν αυτά τα παιχνίδια -και να υπερασπιστούν τον ζωτικό ρόλο της Γερουσίας στην αξιολόγηση των υποψηφίων- κάνοντας τρεις κρίσιμες αλλαγές στον νόμο.

Πρώτον, το Κογκρέσο θα πρέπει να τροποποιήσει τον νόμο για να εμποδίσει τον πρόεδρο να ορίσει αναπληρωτές (acting) αξιωματούχους όταν ανοίγει [μια θέση σε] ένα γραφείο επειδή ο πρόεδρος μόλις απέλυσε τον αξιωματούχο. Όταν ο Λευκός Οίκος διώχνει έναν έμπειρο επαγγελματία, δεν θα πρέπει να ανταμείβεται με την ελευθερία να τον αλλάζει με μια κομματική επιλογή. Δεύτερον, όπως προέτρεψε ο Jack Goldsmith, νομικός μελετητής και πρώην βοηθός γενικός εισαγγελέας του Γραφείου Νομικών Συμβούλων [5], το Κογκρέσο θα πρέπει να περιορίσει την ομάδα στελεχών από τους οποίους μπορεί να αντλήσει ο πρόεδρος όταν προκύπτει μια κενή θέση. Οι επιθεωρητές πρέπει να αντικαθίστανται από άλλους επιθεωρητές, όχι από πολιτικά διορισμένους από κάποιο μακρινό τμήμα του εκτελεστικού κλάδου. Τέλος, το Κογκρέσο θα πρέπει να αποσαφηνίσει –και εντόνως να περιορίσει– το χρονικό διάστημα που μπορούν να υπηρετήσουν ευλόγως οι αναπληρωτές αξιωματούχοι. Η τριμηνιαία θητεία του Grenell ως διευθυντή εθνικών πληροφοριών ήταν καταστροφή. Ξεκαθάρισε από την αρχή [6] ότι η δουλειά του ήταν να καθαρίσει την υπηρεσία, όχι να πει την αλήθεια στην εξουσία ή να εξασφαλίσει την ποιότητα των παραγόμενων πληροφοριών. Και παρόλο που τελείωσε όταν ο αντικαταστάτης του, ο John Ratcliffe, εγκρίθηκε από την Γερουσία, η κυβέρνηση πιθανότατα θα μπορούσε να έχει παίξει παιχνίδια για να κρατήσει τον Grenell στην θέση του επ' αόριστον.

Όσον αφορά την πολιτικοποίηση στην κοινότητα των πληροφοριών, δεν υπάρχει υποκατάστατο μιας πραγματικής προεδρικής δέσμευσης στα μακροχρόνια πρότυπα. Οι επιλογές του Μπάιντεν για βασικούς ρόλους στην εθνική ασφάλεια και τις πληροφορίες προσφέρουν πολλά υποσχόμενα σημάδια ότι κατανοεί ότι θα ωφεληθεί από εκείνους που δεν φοβούνται να διαφωνήσουν με τους προϊσταμένους τους. Αλλά όπως και οι προκάτοχοί του, ο Μπάιντεν θα αντιμετωπίσει τον πειρασμό να πιστέψει τις πληροφορίες που θέλει να πιστέψει, και να δναμωσει τις φωνές που θέλει να ακούσει. Με το να κάνει αυτές τις συγκεκριμένες δεσμεύσεις για τον επαγγελματισμό της επιχείρησης των πληροφοριών, ο εκλεγμένος πρόεδρος μπορεί να βοηθήσει να δεθεί στο ιστίο [στμ: όπως ο ομηρικός Οδυσσέας για να μην παρασυρθεί από τις Σειρήνες].

ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ ΜΥΣΤΙΚΑ

Η αλλαγή του τρόπου στελέχωσης της κοινότητας πληροφοριών θα προχωρήσει μόνο μέχρις ενός σημείου στην αποκατάσταση της δημόσιας εμπιστοσύνης. Οι Αμερικανοί έχουν το δικαίωμα να εμπιστεύονται ότι τα άτομα που διορίζονται σε βασικούς ηγετικούς ρόλους θα συνεχίσουν να εκτελούν τα καθήκοντά τους με τα υψηλότερα επαγγελματικά πρότυπα αφότου εξαφανιστούν πίσω από τις κλειστές πόρτες [μετά τον διορισμό τους]. Η απόκτηση αυτής της πεποίθησης και πάλι σημαίνει να υπάρξει ανοχή σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό διαφάνειας από όσο έχουν συνηθίσει οι υπηρεσίες κατασκοπείας.

Πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια, τα συστήματα της μυστικής κοινότητας για την διαφύλαξη μυστικών χρησιμοποιήθηκαν ως πολιτικά όπλα. Ο Λευκός Οίκος του Τραμπ χειρίστηκε το εκτεταμένο σύστημα ελέγχου των προδημοσιεύσεων -σχεδιασμένο για να εμποδίζει τους αξιωματούχους εθνικής ασφάλειας να αποκαλύψουν διαβαθμισμένες πληροφορίες- σε μια προσπάθεια να καταστείλουν μη κολακευτικά δημοσιεύματα. Τον Ιούνιο του 2020, η διοίκηση προσπάθησε να εμποδίσει την δημοσίευση απομνημονευμάτων που έγραψε ο John Bolton, ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Trump, παρόλο που οι αξιωματούχοι καριέρας [7] είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν περιείχαν διαβαθμισμένες πληροφορίες. Άλλοι επικριτές του προέδρου -συμπεριλαμβανομένου του John Brennan, πρώην διευθυντή της CIA και του James Clapper, πρώην διευθυντή εθνικών πληροφοριών- απειλήθηκαν με την απώλεια των αδειών τους ασφαλείας (security clearances). [Κάποια] μυστικά έχουν επίσης ευκαιριακά αποχαρακτηριστεί όταν ήταν απαραίτητο για κάποιον ιδιοτελή σκοπό, όπως όταν ο Grenell αποκάλυψε [8] ευαίσθητα αρχεία για να προωθήσει την θεωρία συνωμοσίας του προέδρου ότι στα τέλη του 2016, η κυβέρνηση Ομπάμα ερεύνησε ακατάλληλα τον εισερχόμενο σύμβουλο εθνικής ασφάλειας του Τραμπ, Michael Flynn.