Το μέλλον της εργασίας στον μετα-COVID κόσμο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το μέλλον της εργασίας στον μετα-COVID κόσμο

…και πριν από την 4η Βιομηχανική Επανάσταση*

Πριν από έξι χρόνια, το ερευνητικό κέντρο Pew ανέλυσε τον αντίκτυπο και τις συνέπειες της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής στην αγορά εργασίας έως το 2025 (ΛΔΚ, 2014). Για τον σκοπό αυτό ρώτησαν 1.896 εμπειρογνώμονες των οποίων οι απαντήσεις συγκεντρώθηκαν σε δύο ομάδες: εκείνους που αναμένουν θετικό ή ουδέτερο αντίκτυπο και εκείνους που αναμένουν αρνητικό αντίκτυπο. Η ομάδα των τεχνολογικά αισιόδοξων (52%) κυρίως υποστήριξε ότι η αυτοματοποίηση θα δημιουργούσε νέες ανάγκες και αύξηση της ζήτησης για νέες θέσεις εργασίας. Αυτό το επιχείρημα θα εξηγούσε το γιατί οι πιο προηγμένες (και οι αστικές) περιοχές συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο μερίδιο του πλούτου στις περιφέρειές τους και ζητούν πάντα περισσότερους εργαζόμενους. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ορισμένοι από τους ειδικούς που συμπεριλήφθηκαν σε αυτήν την ομάδα διατηρούν μια σκεπτικιστική προοπτική, υποδηλώνοντας ότι νομικά / κοινωνικά / πολιτικά / ηθικά ζητήματα σίγουρα θα μειώσουν τον τελικό αντίκτυπο της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτοποίησης. Η ομάδα των τεχνολογικά απαισιόδοξων (48%) υποστηρίζει ότι το επερχόμενο σενάριο δεν θα είναι βιώσιμο για τους περισσότερους εργαζόμενους λόγω μιας αγοράς εργασίας που αλλάζει συνεχώς. Θα οδηγήσει στην καταστροφή των μεσαίων τάξεων και σε μια αναδυόμενη κοινωνική ανασφάλεια. Μερικοί θεωρητικοί προβλέπουν ένα μετα-εργασιακό σενάριο όπου τα ρομπότ θα αντικαταστήσουν ως επί το πλείστον το ανθρώπινο εργατικό δυναμικό. Μεταξύ των συνεπειών, αυτό θα σήμαινε το τέλος της παραδοσιακής εργασιακής δομής, κάτι που θα απαιτήσει τον επαναπροσδιορισμό του ίδιου του όρου της εργασίας.

Αναμένεται ότι η εξελισσόμενη τεχνολογική επανάσταση, εκτός από την επερχόμενη οικονομική κρίση που οφείλεται στον κορωνοϊό, θα μπορούσε να μειώσει το επίπεδο της ρυθμιζόμενης απασχόλησης. Σε αυτό το σενάριο, η σχέση μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου θα μειωθεί στο ελάχιστο. Οι υποστηρικτές αυτής της πολιτικής υποστηρίζουν ότι θα ενισχύσει την αγορά εργασίας, ενώ οι επικριτές υποστηρίζουν ότι ο εργαζόμενος θα είναι εντελώς απροστάτευτος. Επιπλέον, με τον ρυθμό των τεχνολογικών αλλαγών, οι δεξιότητες των εργαζομένων πιθανότατα θα αλλάξουν γρηγορότερα με την πάροδο του χρόνου, φέρνοντας στο προσκήνιο μια ομάδα ανθρώπων των οποίων οι δεξιότητες θα γίνονται συνεχώς ξεπερασμένες. Σε μια δραστική αλλά δυνητικά ρεαλιστική προβολή για την αγορά εργασίας βραχυ- και μεσοπρόθεσμα, ο Harari (2018) προβλέπει την εμφάνιση μιας τεράστιας και νέας άνεργης τάξης, δηλαδή ανθρώπων στερημένων από οποιαδήποτε οικονομική, πολιτική ή ακόμη και καλλιτεχνική αξία, χωρίς καμία συμβολή στην κοινωνία.

Ορισμένες κυβερνήσεις αναπτύσσουν στρατηγικές για να αντιμετωπίσουν πολύ αρνητικά σενάρια που ενδέχεται να προκύψουν. Υπό αυτή την έννοια, ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα αντίμετρα είναι το «γενικό βασικό εισόδημα» (universal basic income, στο εξής UBI). Αν και αυτό το μέτρο το έχουν υπερασπιστεί ως επί το πλείστον οι αριστερές ιδεολογίες στο παρελθόν και έχει επικριθεί από τις υπόλοιπες, σήμερα είναι διαφορετικά. Το πείραμα που ονομάζεται Y Combinator είναι ένα καλό παράδειγμα του πώς ορισμένες εταιρείες τεχνολογίας ελέγχουν την πραγματική εφαρμογή αυτού του μέτρου (Winick, 2018). Ορισμένοι ειδικοί προειδοποιούν για τις αρνητικές επιπτώσεις που σχετίζονται με το UBI όπως την αποδυνάμωση του κράτους πρόνοιας ή η εμφάνιση κοινωνιών δυο τάξεων (dual-class societies) όπου οι μεγάλες εταιρείες θα έχουν τεράστιο έλεγχο στις εργατικές τάξεις. Επομένως, παρόλο που το UBI θα μπορούσε να μειώσει την ακραία φτώχεια σε όλο τον κόσμο, θα μπορούσε επίσης να αυξήσει τις ανισότητες μεταξύ των κοινωνικών τάξεων.

Ευτυχώς, ορισμένοι συγγραφείς όπως ο Manson (2015) μοιράζονται μια αισιόδοξη άποψη για το μέλλον της αγοράς εργασίας. Σύμφωνα με αυτόν, η τεχνολογία και ο αυτοματισμός θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα δίκαιο οικονομικό μοντέλο με χαμηλότερες τιμές, μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθητοποίηση, πέρα από μια μείωση των επιπέδων του καταναλωτισμού. Το όραμά του, αν και φαίνεται ουτοπικό, μπορεί ήδη να παρατηρηθεί σε κατοίκους Δυτικών πόλεων όπου οι ιδέες τους που σχετίζονται με την αειφόρο ανάπτυξη και την οικονομική απο-ανάπτυξη (de-growth) έχουν αποκτήσει σημαντική επιρροή τις τελευταίες δεκαετίες.

ΚΛΕΙΔΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΟΥ ΘΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΟΥΝ

Ο πραγματικός αντίκτυπος της τεχνολογικής επανάστασης πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο του επικρατούντος κλίματος αβεβαιότητας στο οποίο όλα θα εξαρτηθούν από τις πολιτικές που θα υιοθετηθούν στην διάρκεια των επόμενων μηνών. Αναμένεται μια πολύ πιο ελεγχόμενη παγκοσμιοποίηση με σχετικές κεντρομόλες δυνάμεις (απο-παγκοσμιοποίηση), οι οποίες ήταν ήδη παρατηρήσιμες πριν από την πανδημία (Balsa-Barreiro et al., 2020). Η Νοτιοανατολική Ασία θα συνεχίσει να συγκεντρώνει μεγάλο μέρος της παγκόσμιας βιομηχανικής δραστηριότητας, αλλά σε μικρότερα ποσοστά από ό, τι σήμερα. Οι Δυτικές χώρες θα επαναπατρίσουν μέρος της βιομηχανίας τους, κάτι που θα μειώσει προβλέψιμα την βαρύτητα του τομέα των μεταφορών. Η επιβίωση πολλών εταιρειών θα είναι πολύ δύσκολη βραχυ- και μεσοπρόθεσμα, αν και δεν είναι σαφές ποιες εταιρείες θα αντέξουν καλύτερα. Οι κυβερνήσεις θα σώσουν (και θα εθνικοποιήσουν σε ορισμένες περιπτώσεις) όλες αυτές τις εταιρείες που θεωρούνται στρατηγικές. Ωστόσο, πολλές μεγάλες εταιρείες θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μεγάλα προβλήματα. Εξαιτίας αυτού, πολλές μικρές τοπικές επιχειρήσεις μέσα σε ένα εξαιρετικά περίπλοκο σενάριο ενδέχεται να αναπτύξουν μια ευκαιρία στην αγορά. Όλοι αυτοί οι οικονομικοί παράγοντες (και οι κοινωνικές τους συνέπειες) θα καθορίσουν το επίπεδο της τεχνολογικής επανάστασης και τον αντίκτυπό της στην αγορά εργασίας τα επόμενα χρόνια.